Η ηθοποιός Μαρία Κουβίδη που πρωταγωνιστεί στην παράσταση Βαλς Νο6, την οποία το CulturePoint.gr στηρίζει ως χορηγός επικοινωνίας, απαντά στις ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα.
Βαλς Νο6, του Nelson Rodriguez, στο Ξενοδοχείο Μπάγκειον για 2η χρονιά. Γιατί επιλέξατε να συνεχίσετε με αυτό το έργο;
Νιώθω πως η ιστορία που αφηγείται το Βαλς δεν είχε κάνει τον κύκλο της, ότι συνεχίζει να έχει λόγο ύπαρξης. Τον Φεβρουάριο που «ανεβήκαμε» πρώτη φορά, η παράσταση είχε μια ανοδική πορεία, μια συγκινητική ανταπόκριση, δεν υπήρχε όμως η δυνατότητα παράτασης σ’ εκείνη τη φάση. Οπότε είχαμε αποφασίσει από τότε να επιστρέψουμε το φθινόπωρο με έναν νέο κύκλο παραστάσεων, από την άλλη ούτε κι εγώ είχα τελειώσει με αυτό το έργο, είχα την ανάγκη να ξαναπώ αυτή την ιστορία, πολύ περισσότερο την δεδομένη στιγμή που σαν κοινωνία όχι μόνο δεν έχουμε τελειώσει με την έμφυλη βία και την κακοποίηση αλλά διανύουμε μία πολύ δύσκολη και ζοφερή περίοδο.
Πείτε μας κάποια παραπάνω στοιχεία για τη Σόνια, τη 15χρονη ηρωίδα του έργου και την ιδιαίτερη κατάσταση την οποία βιώνει;
Η Σόνια πέφτει θύμα κακοποίησης στην ηλικία των 15, μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Από τότε μένει εγκλωβισμένη σε αυτό το τραύμα, σε αυτή την περίοδο της ζωής της και στη σιωπή.
Το έργο αρχίζει με την Σόνια να «ξυπνάει» κάπου, δεν ξέρει πού, δεν ξέρει πόσος καιρός έχει περάσει, δεν ξέρουμε πόσο χρονών είναι πια, πόσο καιρό το κρατούσε μέσα της.
Εγώ την φαντάζομαι σαν ένα από αυτά τα σκίτσα που έχουν περίβλημα ενήλικα και μέσα υπάρχει κουλουριασμένο ένα παιδί που υποφέρει, ο ενήλικας το κουβαλάει και προσπαθεί να συνεχίσει αλλά κάποια στιγμή δεν πάει άλλο. Αυτή είναι η στιγμή της Σόνιας, που δεν ξέρουμε πόσος καιρός έχει περάσει και πότε ήταν 15 χρονών. Εγώ τη φαντάζομαι σχεδόν γερασμένη, με το 15χρονο παιδί μέσα της, μία μιλάει αυτό, μία εκείνη και είναι εγκλωβισμένες και οι δύο.
Ενώνει σιγά- σιγά τα κομματάκια και ξεδιπλώνει μια ιστορία, έρχεται αντιμέτωπη με το τι φορούσε, πού ήταν, τι λένε γι’ αυτήν, πόσο έφταιξε, με τα στερεότυπα και τη σιωπή. Φτιάχνει έναν φανταστικό κόσμο για να αντέξει αυτό που πραγματικά συνέβη και μπαίνει μέσα αλλά το τραύμα που κουβαλάει δεν την αφήνει ήσυχη.
Όταν αυτός ο κόσμος καταρρέει, πρέπει πια να έρθει αντιμέτωπη με την αλήθεια και να την αφήσει πίσω της, να ανασυνθέσει τον εαυτό της.
Ο χρόνος θα ξαναρχίσει να μετράει από τη στιγμή που θα θυμηθεί και θα ξορκίσει όλο αυτό που της συνέβη.
Είναι το ψυχογράφημα επί της ουσίας ενός κακοποιημένου πλάσματος, που δεν «πατάει» όμως στο ρεαλισμό, αλλά σε έναν ίσως «λοξό» ρεαλισμό, σαν να είναι ένα παραμύθι για μεγάλους, που περνάει μεν μέσα από σκοτάδια αλλά ψάχνει το φως μέσα σε όλη αυτή τη συνθήκη.
Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ο θεατής ως απόσταγμα από την παράσταση;
Αν και αυτό είναι πολύ προσωπικό θεωρώ για τον καθένα μας ως θεατή, πιστεύω ότι κάτι που μένει από την παράσταση, είναι πως εκεί που τελειώνει, που «σπάει» η σιωπή, εκεί βρίσκεται το φως.
Ζούμε μια εποχή, όπου η κακοποίηση των γυναικών επανέρχεται στην κορυφή της δημοσιότητας. Δίνει η τέχνη τις δικές της απαντήσεις σε τέτοια λεπτά θέματα;
Δεν ξέρω αν η τέχνη έχει απαντήσεις, οφείλει όμως να θέτει ερωτήματα, να ενώνει τη «φωνή» της με την πραγματικότητα. Η έμφυλη βία αυτή τη στιγμή μας στοιχειώνει ως κοινωνία, πώς να κλείσεις μάτια και αυτιά σε κάτι τέτοιο; Η παράσταση το «ακουμπάει» αυτό το θέμα, το πώς δηλαδή μια μερίδα ανθρώπων επιλέγουν να μην βλέπουν, να μην ακούν, να δίνουν τη δική τους εκδοχή και να είναι ήσυχοι με αυτό.
Οφείλει ο καλλιτέχνης να εκφράζει τη γνώμη του για τα κοινωνικά δρώμενα ή πρέπει να μένει αφιερωμένος αποκλειστικά στο έργο του;
Δεν ξέρω αν έχει να πει κάτι ένας καλλιτέχνης, αν είναι αποκομμένος από ό, τι συμβαίνει γύρω του και κατ’ επέκταση ποιο θα είναι το έργο του σε αυτή την περίπτωση. Εμένα με συγκινούν και με εμπνέουν οι άνθρωποι που μιλάνε, που αντιδρούν, που στέκονται δίπλα σε θύματα, που φωνάζουν σε πορείες για το δίκιο, που γράφουν τραγούδια γι’ αυτό, που θυμούνται και είναι παρόντες.
Υπάρχουν σχέδια για τα αμέσως επόμενα θεατρικά, και όχι μόνο, βήματα σας;
Δεν υπάρχουν άλλα σχέδια προς το παρόν, θέλω το Βαλς να έχει ακόμη λίγο δρόμο μπροστά του, κάποιες παραστάσεις εκτός Αθηνών – έχουμε κάνει παραστάσεις ήδη στο Ηράκλειο- και κάποιο φεστιβάλ ίσως…
Ποιο είναι το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό όνειρο σας;
Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο, μέχρι τώρα ήταν αυτός ο μονόλογος, αυτή η ιστορία του Βαλς. Μου αρέσει να λέω ιστορίες, να έχω κάτι να πω μέσα απ’ αυτές, μου αρέσει να υπάρχω μέσα από το θέατρο και ονειρεύομαι κάποιες συναντήσεις θεατρικές, με ανθρώπους που αγαπώ και θαυμάζω τη δουλειά τους και τους ίδιους. Οι άνθρωποι και οι ιστορίες, αυτά έχουν σημασία.
Στη συνείδηση του ηθοποιού, είναι το θέατρο αυτό που τον καθιερώνει ως καλλιτέχνη;
Δεν μπορώ να πω, δεν ξέρω, τι λαχταρά καθένας από μας, είναι πολύ προσωπική υπόθεση. Στη δική μου περίπτωση, επειδή δουλεύω μέσα και πάνω στο θέατρο μόνο και όχι αμιγώς ως ηθοποιός πάντα, το θέατρο είναι αυτό που αφορά και με κινεί. Είναι και τόσο «βαριές» οι έννοιες του καλλιτέχνη, του ηθοποιού, της καθιέρωσης… νομίζω πάντως πως οι ηθοποιοί όλοι κατ’ αρχήν αγαπούν και λαχταρούν το θέατρο, ναι.