/Η Γλυπτική από το χθες στο σήμερα

Η Γλυπτική από το χθες στο σήμερα

Ο Γάλλος καλλιτέχνης Marcel Duchamp που για πολλούς θεωρείται πατέρας της εννοιολογικής τέχνης, πρώτος εξέφρασε την άποψη ότι το ενδιαφέρον και διεγερτικό κομμάτι ενός έργου τέχνης μπορεί να βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στην ιδέα του ή στο πνευματικό του περιεχόμενο και ότι δεν έχει τόση σημασία το πώς μοιάζει όσο το να μπορεί να επικοινωνήσει επιτυχώς το μήνυμά του.

Στην απαρχή του σύγχρονου μοντερνισμού, ο Duchamp οδηγούμενος από τις ντανταΪστικές, αντι-αισθητικές του αντιλήψεις φτάνει στο να εκθέτει αντικείμενα τα οποία «βρίσκει» κάνεις στη καθημερινή του ζωή, τα λεγόμενα «ready-made» αντικείμενα. Ένα από αυτά είναι και το περίφημο έργο του «Κρήνη (Ουρητήριο)/ Fountain (Urinal)». Το πανομοιότυπο του συγκεκριμένου έργου ανακατασκευάστηκε το 1964 και ανήκει στη συλλογή της Tate του Λονδίνου. Έχει ύψος 61 cm και είναι από πορσελάνη. Το πρωτότυπο που είχε δημιουργηθεί για μια έκθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει χαθεί.

Η διαδικασία του εντοπισμού αντικειμένων της καθημερινότητας και η μετατροπή τους σε έργα τέχνης, υψηλής αισθητικής αξίας, μας ταξιδεύει χρονικά στα πρώιμα κιόλας δείγματα της καλλιτεχνικής έκφρασης της γλυπτικής, μιας από τις πρώτες- αν όχι την πρώτη- μορφή τέχνης. Οι πρώτες αυτές γλυπτικές φόρμες φαίνεται να δημιουργήθηκαν από αντικείμενα που βρέθηκαν τυχαία και τροποποιήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να απεικονίζουν την ανθρώπινη μορφή ή τη μορφή ζώων.

Μπορεί η λογική της αξιοποίησης των «ready-made» αντικειμένων του Duchamp να μοιάζει έντονα με εκείνη της πρώιμης καλλιτεχνικής παραγωγής της τέχνης της γλυπτικής, απέχουν όμως παρασάγγας εννοιολογικά, καθώς και στην απόδοση της φόρμας τους. Αφαιρετικές και σημασιολογικού χαρακτήρα οι φόρμες της γλυπτικής του μοντερνισμού από τη μια, παραστατικές και περιγραφικές, με τάση προς την απόδοση του ρεαλισμού εκείνες τις πρώιμης γλυπτικής από την άλλη.

Αυτή η τάση προς τον ρεαλισμό της μορφής ακολούθησε την πρόοδο και την εξέλιξη της γλυπτικής μέχρι περίπου τις αρχές του εικοστού αιώνα. Η κλασική Ελληνική και Ρωμαϊκή γλυπτική αποδίδει την ανθρώπινη φιγούρα με ρεαλιστική ακρίβεια και λεπτομέρεια.

Οι τεχνικές και τα υλικά όπως το σμίλευμα του κόκαλου, του ξύλου, της πέτρας, του μαρμάρου και η χύτευση σε μπρούτζο συνέβαλαν αισθητά στην καλύτερη ρεαλιστική απόδοση των γλυπτικών μορφών μέχρι περίπου και τις αρχές του 20ου αιώνα, σημείο από το οποίο το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι ξεκινά να αλλάζει ολοκληρωτικά, ιδιαίτερα στον χώρο της γλυπτικής.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, περίοδο ραγδαίας εξέλιξης πολλών καλλιτεχνικών κινημάτων, οι καλλιτέχνες θέτουν τις βάσης της αφηρημένης τέχνης εμπνεόμενοι κυρίως από την αρχέγονη Αφρικανική τέχνη. Στην αρχή της μοντερνιστικής γλυπτικής εντάσσονται ολοένα περισσότερα υλικά και τεχνικές, αναπτύσσονται νέες τεχνοτροπίες και εργαλεία που βοηθούν στην απόδοση της φόρμας ενώ τα «ready-made» αντικείμενα εκτίθενται πλέον από μόνα τους ως αυτόνομα έργα τέχνης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα έργα του Αμερικανού καλλιτέχνη Claes Oldenburg ο οποίος μέσα στη δεκαετία του ’60 εμπνέεται από αντικείμενα της καθημερινότητας και τα μετατρέπει με κωμικό τρόπο σε έργα τέχνης αλλάζοντάς ουσιαστικά το μέγεθος, την υφή ή το γενικό ιδεολογικό τους πλαίσιο. Χρησιμοποιεί μαλακής υφής υλικά όπως αφρώδες ελαστικό και πλαστικό latex.

Πέρα από την εννοιολογική τέχνη και την έκθεση των αντικειμένων της καθημερινότητας όπως ακριβώς τα «βρίσκει» ο καλλιτέχνης, συναντάμε τη γλυπτική έκφραση μέσα από την έκφραση των εγκαταστάσεων.

Οι εγκαταστάσεις ουσιαστικά αντιστρέφουν μια από τις κύριες αρχές της γλυπτικής. Ο θεατής μπαίνει μέσα στο ίδιο το έργο και το βλέπει να εκτίνεται γύρω του, δεν στέκεται μπροστά του παρακολουθώντας παθητικά τα στοιχεία της  υλικότητας και των όγκων του. Έτσι, ο θεατής πλέον εισέρχεται βιωματικά σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον και η γλυπτική χάνει σταδιακά την υπόσταση των ενιαίων, μεγάλων όγκων που τη χαρακτήριζαν στο παρελθόν.

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι καλλιτέχνες εμπνέονται έντονα από την αρχέγονη καλλιτεχνική έκφραση και ανάλογα με τα υλικά που έχουν στην κατοχή τους ανά τους αιώνες προσαρμόζουν κατάλληλα την απόδοση της γλυπτικής μορφής και φόρμας σύμφωνα με τη πνευματική εξέλιξη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν και δραστηριοποιούνται.

Ενώ οι τάσεις, τα κινήματα και οι τεχνοτροπίες αλλάζουν, εξελίσσοται και εναλλάσσονται στην τέχνη της γλυπτικής, τα υλικά και οι θεματολογία παραμένουν παράγοντες σταθεροί και ανεξάντλητοι μέσα στον χρόνο για τους καλλιτέχνες. Η απόδοση του ρεαλιστικού ή του αφηρημένου έγκειται στις ανάγκες της εποχής καθώς και στην προσωπική αισθητική των καλλιτεχνών αλλά τα υλικά και τα μέσα της γλυπτικής αποτελούν τις περισσότερες φορές σταθερό σημείο αναφοράς στον κόσμο της τέχνης.

Βουτσά Αναστασία – (Εικαστικός- Μουσειολόγος)

       Βιβλιογραφία:

  • Α. Χαραλαμπίδης, Η τέχνη του εικοστού αιώνα; ζωγραφική, πλαστική, αρχιτεκτονική 1880- 1920, Τόμος Ι, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1990.
  • A. Alberro- B. Stimson, Conceptual art: a critical anthology, Massachusets Institute of Technology, 1999.
  • A. Hughes- E. Ranfft (Eds.), Sculpture and its Reproductions, Reaktion Books Ltd, London, 1997
  • E.H. Gombrich, The story of art, 16th edition, Phaidon Press Limited, London, 1995.
  • F. Frascina- C. Harrison, Modern Art and Modernism: a critical anthology, Westview Press, United States, 1982.
  • F. Johnson, CORINTH: results of excavation conductedby the American School of Clasical Studies at Athens, Vol. IX, Sculpture 1896- 1923, Harvard University Press, Massachusets, 1931.
  • R. Cumming, ART: painting, sculpture, artists, styles, schools, Dorling Kindersley Limited, London, 2005.