Περιθωριοποιημένος μα και διάσημος. Άνανδρος και γενναίος. Καυστικός ρεαλιστής μα και πιστός ρομαντιστής στον έρωτα. Με ένα όνομα… Ζαν Ζενέ. Ο Γάλλος συγγραφέας που μίσησε τη χώρα του όσο κανείς διανοούμενος, απεβίωσε το 1986, νικημένος από τον καρκίνο.
Απ’ την αρχή, η ζωή φάνηκε σκληρή μαζί του. Γιος μιας πόρνης και κάποιου εργάτη, υιοθετήθηκε από οικογένεια που του έδωσε όλη την αγάπη και τη στοργή που ένα παιδί χρειάζεται. Ωστόσο , το αντισυμβατικό και ανήσυχο πνεύμα του, του χάρισε την ιδιότητα του απατεώνα και του κλέφτη, μόλις απ΄την ηλικία των 12. Παρά την άριστη απόδοση του στο σχολείο, ο Ζαν τα παρατάει όλα και ξεκινά για την Αμερική. Υπήρχε μέσα του η σπίθα για ένα μεγάλο όνειρο. Ήταν η αγάπη του για τον κινηματογράφο. Και πάλι όμως βρίσκεται στον απόηχο της πραγματικότητας και στη καρδιά του υποκόσμου. Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν και πάλι σε ιδρύματα όπως αναμορφωτήρια και φυλακές.
“Βλέπω στους κλέφτες, στους προδότες, στους δολοφόνους, στους απόκληρους και στους μάγκες μια βαθιά ομορφιά, μια υπόγεια ομορφιά”
Εκεί ξεκινά να γράφει, στις πιο αντίξοες συνθήκες, σε ότι χαρτί βρίσκει μέσα στη φυλακή.
Η έμπνευση του γεννιέται και τρέφεται απ’ τον ιδρυματισμό και τα αποτελέσματα αυτού, απ’ τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, τη παρακμή, τη διαστροφή, την ανθρώπινη σκέψη και φιλοσοφία.
Είχε έναν δικό του τρόπο να βλέπει τα πράγματα, μια δική του διάσταση και οπτική γωνία.
Το 1943 δημοσιεύεται το πρώτο του έργο, “Η Παναγία Των Λουλουδιών” και στη συνέχεια με τη βοήθεια του Ζαν Κοκτώ, όχι μόνο αποφυλακίζεται, αλλά παγιώνεται η θέση του στους παριζιάνικους κύκλους των γραμμάτων. Συγγραφείς, καλλιτέχνες και η αφρόκρεμα της Γαλλίας διαμαρτύρονται για να μη καταδικαστεί σε ισόβια ο Ζενέ, ενώ η ενασχόληση του με το θέατρο εξαλείφει από πάνω του τη ρετσινιά του βαρυποινίτη. Κυκλοφορεί στα πιο κοσμοπολίτικα μέρη, με τις πιο εκλεπτυσμένες ενδυμασίες και με τον αέρα πλέον του διανοούμενου.
Κάπου εκεί, στα 1947, ανεβαίνουν για πρώτη φορά “Οι Δούλες”, ένα έργο του βασισμένο στη σκοτεινή ιστορία των αδερφών Λέα και Κριστίν Παπέν. Για ακόμη μια φορά ο Ζενέ εμπνέεται από τη διαστροφή και την σαπίλα της κοινωνίας, ενώ το τελικό αποτέλεσμα αποτελεί γροθιά στο στομάχι για το διαχωρισμό των τάξεων, ένα φαινόμενο παγκόσμιο που μαστίζει κάθε γωνιά του τότε πλανήτη. Μετά από μια επιτυχία χρόνων τόσο ως θεατρικός συγγραφέας, όσο και ως σκηνοθέτης ταινιών και παραστάσεων, ο “παράλογος” στη τέχνη Ζενέ, γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο του 20χρονου Αμπντάλα Μπεντάγκα, τον ακροβάτη στον οποίο αφιερώνεται ολοκληρωτικά και τον προωθεί με κάθε κόστος στο είδος του. Με τον χωρισμό τους, τον άδικο χαμό του εραστή του κι έπειτα από χρόνια κατάθλιψη ο διάσημος πλέον συγγραφέας κινείται στα νερά της πολιτικής στο πλευρό και πάλι των επαναστατών. Εντάσσεται στους Μαύρους Πάνθηρες και αγωνίζεται κατά του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων. Ακολουθεί η εμπλοκή του στο Παλαιστινιακό ζήτημα και το 1971 περνά μέρος της ζωής του πλάι στους Φενταγίν, στην Ιορδανία.
Ο Ζαν Ζενέ έσβησε εκεί από όπου ξεκίνησε. Στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, σ’ ένα Παρίσι που γνώρισε απ’ όλες τις πλευρές του, σαν κατάδικος και σαν λόγιος, σαν απατεώνας και σαν φιλόσοφος. Σε ένα βίο γεμάτο αντιθέσεις, δεν αγάπησε την ισορροπία ποτέ, ενώ το πνεύμα του έμεινε για πάντα έξω από καλούπια και συμβατικότητες, στοιχειωμένο από ένα κορμί γεμάτο πάθη.