Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Ο Γουές Άντερσον για να τιμήσει το σπουδαίο The New Yorker, το οποίο τον έχει γοητεύσει ήδη από τα μαθητικά του χρόνια, γράφει, σκηνοθετεί και δημιουργεί μικρές ιστορίες στο πνεύμα και στο γράμμα του περίφημου περιοδικού, του οποίου τα κείμενα έχουν επηρεάσει πολλές γενιές, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε έως και σήμερα. Ο Anderson λέει: «αυτή η ταινία είναι τρία πράγματα: μία συλλογή διηγημάτων, κάτι που πάντα ήθελα να κάνω, μία ταινία εμπνευσμένη από το The New Yorker και το είδος των ιστορικών αρθρογράφων με τους οποίους συνεργάζεται το περιοδικό. Τέλος, πέρασα πολύ χρόνο στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια και πάντα ήθελα να κάνω μία γαλλική ταινία, μία ταινία που συγγενεύει με το γαλλικό σινεμά».
Η συντακτική ομάδα του The French Dispatch, ενός φανταστικού αμερικάνικου περιοδικού με έδρα τη γαλλική πόλη Ennui-sur-Blasé που μπορεί και να σημαίνει νωθρότητα και απάθεια, συνεδριάζει για να γράψει τη νεκρολογία του σημαντικού Τεξανού εκδότη τους, που χάθηκε ξαφνικά.
Το αφιέρωμα στον εκλιπόντα εκδότη αποτελείται από τέσσερες ιστορίες. Αυτές οι τέσσερις ιστορίες εντάσσονται υπό μορφή κεφαλαίων στο φιλμ.
Η ταινία είναι ουσιαστικά ένα σπονδυλωτό φιλμ με άξονα τον εκδότη και τους συνεργάτες του. Ο ένας ρεπόρτερ αναλαμβάνει να γράψει για τις φτωχικές γειτονιές της πόλης. Το πορτρέτο ενός ζόρικου ζωγράφου της μούσας του και των εμπόρων τέχνης, αφορά η δεύτερη ιστορία. Το χρονικό μιας εξέγερσης κάποιου έρωτα και του θανάτου περιγράφει η τρίτη ιστορία και τέλος η τέταρτη ιστορία αφορά εμπόρους ναρκωτικών, απαγωγές και ένα δείπνο υψηλής γαστρονομίας. Τέσσερις ιστορίες, όμοιες με τέσσερις ταινίες μικρού μήκους στηριγμένες στο μαγικό ρεαλισμό των αποχρώσεων, των ασπρόμαυρων συναισθημάτων και των έγχρωμων εντυπώσεων.
Μέσα σε μια παράγραφο ο Γουές Άντερσον σκιτσάρει την αγάπη του για τον Γαλλικό κινηματογράφο που είναι και η βάση για τη Γαλλική του αποστολή. «Το γαλλικό σινεμά αρχίζει όταν γεννιέται ο κινηματογράφος με τους αδελφούς Lumière και τον Georges Méliès. Αγαπώ τους σκηνοθέτες του ‘30, τον Julien Duvivier, τον Marcel Pagnol, τον Jean Grémillon, που ανακάλυψα πιο πρόσφατα. Έπειτα είναι ο Jacques Tati, ο Jean-Pierre Melville και οι δημιουργοί του νέου κύματος, Truffaut, Louis Malle, Godard. Και ίσως στο επίκεντρο είναι ο Jean Renoir».
Η δέκατη ταινία του Γουές Άντερσον αποτελεί μια ανθολογία συμμετρικών ονείρων, και ξέφρενων εντυπώσεων τοποθετημένα σε ένα μυθοπλαστικό σύμπαν από το οποίο ο δημιουργός μπαίνει και βγαίνει με την ευκολία και την απλότητα που εισέρχονται και εξέρχονται οι ηθοποιοί του, ένα πολυπληθές, αξιοζήλευτο καστ, από τα υπέροχα κάδρα του.
Η «Γαλλική Αποστολή» στιλιστικά, είναι ένας σπουδαίος άθλος.
Τα γυρίσματα έχουν γίνει στο Angoulême, την πόλη της νοτιοδυτικής Γαλλίας κοντά στη Λιμόζ, με τις αναγκαίες προσθήκες και αφαιρέσεις, ο Γουές Αντερσον ανατρέπει τον χωροχρόνο και τα πάντα γύρω του, για να υμνήσει τη σπουδαία δημοσιογραφία και το σινεμά του δημιουργού. Ούτε στιγμή δεν ησυχάζει με την ευφάνταστη σκηνογραφία, τα πληθωρικά κουστούμια, την έντονη χρωματική παλέτα τις ασπρόμαυρες αποδράσεις και το πολυμελές λαμπερό καστ ηθοποιών (από τους Μπιλ Μάρεϊ, Τίλντα Σουίντον, Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, και Οουεν Γουίλσον, μέχρι τους Τίμοθι Σαλαμέ, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Λέα Σεντού κι Εντουαρντ Νόρτον) που πάντα πλημμυρίζει τις ταινίες του.
Κάθε πλάνο της The French Dispatch είναι ένας οργανωμένος μικρόκοσμος με τη λογική και την αντίληψη ενός ζωγράφου, που ό,τι επιθυμεί να πει πρέπει να ειπωθεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ανεξάρτητα αν βλέποντάς το ο θεατής θα χαθεί σε κόσμους ονειρικούς, σε καταστάσεις μαγικές ή σε συναισθήματα λυτρωτικά.
Πίσω από τις φωτεινές εικόνες του ο Γουές Άντερσον και τα περίτεχνα στημένα πλάνα του καιροφυλακτούν ψυχολογικά αδιέξοδα που δεν βγαίνουν στο φως παρά μόνο όταν τρυπήσουν όλο το σκοτάδι της ανθρώπινης απελπισίας. Αναρωτιέται κανείς τι αγαπά περισσότερο ο δημιουργός, τη ζωγραφική ή τη λογοτεχνία; Δεν θα βρει απάντηση παρά αν πάρει κομμάτια ολόκληρα της ζωγραφικής και τα ρίξει μέσα σε τόνους σπουδαίας λογοτεχνίας ή το αντίστροφο.
Η ταινία είναι ένα σύνολο μικρών και μεγαλύτερων ιστοριών, μοιάζει με ένα σεντούκι που όταν ανοίξει δεν ξέρεις τι να πρωτοπάρεις στα χέρια σου και να παίξεις τα πλάνα, τις μουσικές, τις σκηνές, τις αφηγήσεις ή να μείνεις ενεός με τα μάτια ορθάνοιχτα και την ψυχή σταματημένη και να απολαύσεις το όλον.
Είναι ένα γαλλικό ποίημα, μπορεί και πίνακας με θέμα τον πολιτισμό, την εμπνευσμένη και ανεξάρτητη δημοσιογραφία, τον διεθνισμό και την τέχνη.
Και για να απενοχοποιήσουμε τον οποιοδήποτε θεατή, δεν τα καταλάβαμε όλα όσα ήθελε να μας πει ο σπουδαίος δημιουργός, τέτοιες ταινίες χρειάζεται να τις δει κανείς και μια και δυο και περισσότερες φορές. Απλά αφεθήκαμε να το νιώσουμε ό,τι δεν καταλάβαμε .
Ο Γουές Άντερσον με ένα μαγικό τρόπο παίρνει από τον αμερικάνικο και τον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης ότι καλύτερο βρει και με όχημα πότε την ασπρόμαυρη, πότε την έγχρωμη φωτογραφία και αφού συγκεντρώσει παλιούς συνεργάτες του και νεότερους ηθοποιούς κινείται σε μια άναρχη αταξία δουλεμένη όμως μέχρι και την τελευταία της λεπτομέρεια, για να ολοκληρώσει μια αριστοτεχνική συμφωνία, ένα δαιδαλώδες ποίημα, μια απόκοσμη δημιουργία που έρχεται κατευθείαν από το μέλλον του σινεμά.