Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης, Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος
Ως γνωστόν το κίνημα του συμβολισμού/νεοσυμβολισμού, αναφορικά με την Ελλάδα τουλάχιστον, αναπτύχθηκε κατά την πρώτη εικοσαετία του προτεραίου αιώνος στα νεοελληνικά γράμματα. Αρχικά κατά τη πρώτη δεκαετία του 1900 και έπειτα, στο δεύτερο αυτό υφολογικό κύμα για την ποίηση, την δεύτερη δεκαετία με κύριο εκπόσωπο του τον Κώστα Καρυωτάκη.
Ως έχω αναφερθεί και σε προηγούμενο κείμενο μου, η επομονομαζόμενη λογοτεχνική γενιά του 1920, υπήρξε μια γενιά μεταιχμιακή για τα νεοελληνικά γράμματα. Μεταιχμιακή ως προς το ύφος της γραφής αλλά και την θεματολογία.
Αν και κρατήθηκαν αρκετά στοιχεία άλλων εποχών όπως ο ομοιοκατάληκτος στίχος στην μεγαλύτερη πλειοψηφία του ποιητικού εκδοθέντος έντυπου λόγου, σαφώς και η θεματολογία αλλάζει άρδην, γίνεται μια στροφή ολάκερη προς το άτομο, προς το εγώ και όλα αυτά δεν συμβαίνουν ποτέ τυχαία, αλλά είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών ανακατατάξεων, συνήθως βίαιας μορφής, οι οποίες φέρνουν το άτομο αντιμέτωπο εμπρός στα μεγάλα προβλήματα της εποχής του.
Με το λογοτεχνικό αυτό ρεύμα έχω ασχοληθεί αρκετά. Και έχω ασχοληθεί αρκετά, διότι θεωρώ πως δεν έχει μόνον μιάν αυτόφωτη λογοτεχνική αξία για τους λάτρεις της ποίησης ή των μελετητών της ιστορίας της λογοτεχνίας που πως μας βοηθά να οξύνουμε το αισθητήριο μας περί της γραφής και της τέχνης του λόγου, αλλά και διότι κοινωνικά εκατό ήδη χρόνια μετά, η λογοτεχνική γενιά του 1920, κατέθεσε μηνύματα που αφορούν και εμάς ως κοινωνία σήμερα.
Λόγω λοιπόν της διαχρονικότητας του νεοσυμολισμού στις απαρχές του 21ου αιώνα, θεωρώ πως οφείλει να γίνει μια ακόμη αναφορά οχι αυτή την φορά στο κίνημα των λογοτεχνών του τότε, αλλά στα στοιχεία που κατέγραψε στα νεοελληνικά γράμματα και που ομοιάζουν με το σήμερα και την σημερινή γενικότερη κοινωνική κατάσταση. Στα στοιχεία που με μιάν αδιόρατη κλωστή συνδέουν το χθές με το σήμερα.
Στα στοιχεία αναφοράς που σήμερα εξακολουθούν και υφίστανται ως γενεσιουργοί παράγοντες που δρούν εμπνευστικά ως προς την άρθρωση ενός νέου νεοσυμβολισμού. Ενός μετανεοσυμβολισμού ας μου επιτραπεί ο όρος.
Είναι γεγονός ανδιαμφισβήτητο πως η κάθε κοινωνική ανακατάταξη κατά την έξωθεν μαρτυρία, δρά ως καταλύτης και καταλήγει από τα άτομα ως μια ειδικότερη καταγραφή που εδώ αφορά τον ποιητικό λόγο. Αν και υφολογικά έχει πλέον εγκαταληφθεί σε συντριπτικό βαθμό το έμμετρο ύφος, η μετανοεσυμβολιστική θεματολογία εξακολουθεί και στηρίζεται εντελώς ακράδαντα στον πρόταιρο νεοσυμβολισμό του τότε ο οποίος μετασχηματίζεται συνεχώς.
Από τον υπαρξισμό της μεταπολεμικής γενιάς που κι αυτός δεν είναι παρά μια ακόμα έκφραση της στροφής της γραφής των λογοτεχνών στο άτομο έπειτα απο την συντριβή του ΒΠΠ, ως και σήμερα όπου οι κοινωνίες του δυτικού κόσμου αλλά και παγκόσμια ως φαινόμενο συνθλίβονται με την πάσα αφορμή απο τεράστια κοινωνικά, υγειονομκά, πολιτικά ή και πολιτισμικής κρίσης και ταυτότητας προβλήματα που διαθέτουν διατοπικό και διαχρονικό χαρακτήρα, σε μια εποχή πλήρους και εντελούς κατάρρευσης κάθε ιδανικού του παλαιού κόσμου και συνάμα του μετασχηματισμού μιάς σειράς άλλων αξιών ενός νέου κόσμου αναφορικά με τις κοινωνικές, πολιτικές, ιστορικές και πολιτισμικές αντιλήψεις της ζωής, το κίνημα του μετανεοσυμβολισμού οχι μόνον υφίσταται στην γραφή αλλά και είναι ίσως το πλέον επικρατέστερο αναφορικά με την έκφραση στον ποιητικό λόγο του 21ου αιώνα.
Κύριο χαρακτηριστικό μεταξύ του τότε νεοσυμβολισμού και του μετανεοσυμβολισμού του σήμερα, είναι η συντριβή, εκ των συνθηκών, του ατόμου και η μεταστροφή του προκειμένου να αντιπαλαίψει τις αντικειμενικές δυσκολίες στο απόλυτο εγώ.
Το χάσιμο ως εκ τούτου των πολιτικών, Εθνικών και άλλων συγκεντρωτικών – αθροιστικών μιάς κοινωνίας ιδεολογιών, η έντονη αμφισβήτηση εννοιών ως το Έθνος, η πίστη στον Θεό ή η κατάρρευση ως χάρτινος πύργος του ιδεολογήματος της κομματοκρατίας στις αστικές κοινωνίες αλλά και γενικώς οτιδήποτε μπορεί να φέρει τα άτομα μιάς κοινωνίας κοντά, βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην έκφραση του λογοτεχνικού λόγου ιδιαίτερα στην ποίηση, διαμέσω του μετανεοσυμβολισμού στην μορφή που αυτός παίρνει στις μέρες μας.
Υφολογικά ως προείπα, ο έμμετρος στίχος εκλίπει σε συντριπτικό βαθμό έχοντας αντικατασταθεί απο το ελεύθερο ύφος, όμως διατηρείται αναλλοίωτη η θεματολογική ρίζα της ποιητικής έκφρασης που καταλήγει συνήθως σε ένα ύφος παντελώς ελεύθερο δίχως στιχουργικούς κανόνες που ρέπει προς το πεζό και την πρόζα παρά την ακραιφνή ποίηση ως αυτή εκφράστηκε τους τελευταίους αιώνες.
Ίσως αυτή η τάση του αφρόντιστου ως και καμιά φορά ατάλαντου ορνιθοσκαλίσματος βιαστικά επάνω σε ένα τυπωμένο χαρτί, να καταδυκνύει την αγωνία μιάς κοινωνίας να καταγράψει τους προβληματισμούς της δίχως να φροντίζει πλέον ούτε για τα προσχήματα της ευπρέπειας στον λόγο ή της στιχουργικής αρτιότητας. Επίσης το άνοιγμα της “αγοράς” όσων χαρακτηρίζονται “ποιητές” που δίνει το δικαίωμα στον πάσα έναν, να δεί μια σκέψη του όπως και αν είναι αυτή εκφρασμένη σε ένα βιβλίο, σαφώς και οδηγούν στον ευτελισμό της ποιητικής τέχνης και την απομάκρυνση του αναγνωστικού κοινού απο το είδος. Όμως απο την άλλη οπτική, όλη αυτή η εκδοτική ευκολία έδωσε βήμα έκφρασης σε χιλιάδες κόσμου που πριν οχι μόνον δεν έγραφε οτι τέλος πάντων γράφει, αλλά δεν διάβαζε επίσης (προυπόθεση ίσως στο να γράψεις), κάτι που ακόμη δυστυχώς συμβαίνει.
Έτσι ο ποιητικός λόγος σήμερα περνώντας μέσα απο τις αγωνίες του μετανεοσυμβολισμού που τις πρωτοκαθόρισε θεματολογικά ο πρότερος νεοσυμβολισμός των αρχών του περασμένου αιώνα αλλά και του υπαρξισμού που ακολούθησε το τέλος του δεύτερου μεγάλου πολέμου, καταντά μια σειρά μονολόγων ενίοτε ασυνάρτητων, που ως οχλοβοή πέφτει επάνω στο συλλογικό ασυνείδητο και το διαστρέφει, το διαφθείρει, το μετατρέπει σε έναν συναισθηματικό συρφετό κατά το γνωστό λαικό ρηθέν “Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει”.
Είναι η λύση στα προβλήματα μιάς κοινωνίας αυτή η ευκολία στην έκφραση τελικά ; υπάρχουν σήμερα εκφραστές του συλλογικού ασυνείδητου στην λογοτεχνία και ιδιαίτερα στον ποιητικό λόγο που αφορά τον υποφαινόμενο έτι περαιτέρω, οι οποίοι να μπορούν να καθορίσουν ολόκληρες κοινωνιές και γενιές ; ίσως σήμερα δεν είναι η εποχή του αρχηγισμού και των εκπροσώπων στην ποίηση, είναι απλώς μια εποχή όπου η οχλοβοή μιάς εντελώς μπερδεμένης κοινωνίας η οποία μεταβαίνει με ένα καράβι απο τον έναν προορισμό, το λιμάνι του παλαιού κόσμου προς τον άλλον που είναι άγνωστος και βρίσκεται αυτή την ώρα μεσοπέλαγα, ενώ ακούγεται στα αφτιά του αντικειμενικού παρατηρητή της ιστορίας ως μια χάβρα εφιαλτική που δεν απηχεί τίποτε άλλο απο την ίδια μας την εποχή.
Μια διαρκής αέναη οχλοβοή προσωπικών εντελώς ατομιστικών φωνών που δεν εννοούν να συντονιστούν ακόμα ακόμα και σε αυτόν τον κοινό τόπο του προβληματισμού τους για τα πράγματα. Κι αυτή η ασύντακτη φωνασκία με ή δίχως αιτία, μέλλει να αποδείξει ο χρόνος το πότε και το εάν θα καταλαγιάσει στις δεκαετίες που έρχονται.
Αν θα σχηματίσει μια νέα εικόνα, μια νέα οπτική για τα πράγματα του μέλλοντος κόσμου.
Για την ώρα ορατότης μηδέν.