Τα δύσκολα πρώτα χρόνια της μοναχοκόρης του πρωθυπουργού που εκτελέστηκε στου Γουδή
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Δόρα Στράτου
Υπάρχουν Ελληνίδες που ύψωσαν το ανάστημά τους, σε δύσκολους καιρούς και πρωτοστάτησαν στην ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού, διασώζοντας τη λαϊκή μας παράδοση και εν γένει την εθνική μας κληρονομιά. Εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας είναι η Δωροθέα (Δόρα) Στράτου, η οποία έφευγε από τη ζωή πριν από τριάντα χρόνια (19 Ιανουαρίου 1988), βλέποντας ικανοποιημένη το έργο της να δίνει καρπούς. Κοσμοπολίτισσα Αθηναία γνώρισε περιπετειώδη ζωή. Η ψυχή της αφοσιωμένη στην τέχνη, η καθημερινότητά της δημιουργική και η σκέψη της επηρεασμένη από τη μεγαλοαστική καταγωγή, της προσέδιδε τη δυναμική της αρχοντιάς.
Η Δόρα Στράτου γεννήθηκε τον Νοέμβριο 1903 στην Αθήνα, σε ειδυλλιακό περιβάλλον. Έμεινε στην ιστορία ως χορογράφος, θιασάρχης και ιδρύτρια του ομώνυμου συγκροτήματος Χορού που στεγάζεται στην Πλάκα αλλά και του ανοικτού θεάτρου που φέρει το όνομά της στις παρυφές του Φιλοπάππου προς τα Πετράλωνα. Πατέρας της ο υπουργός και πρωθυπουργός Νικόλαος Στράτος. Μητέρα της η Μαρία Κορομηλά[1], κόρη του θεατρικού συγγραφέα Δημητρίου Κορομηλά, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας του κωμειδυλλίου. Τα παιδικά της χρόνια ήταν παραμυθένια. Καλή μόρφωση και πάθος για τον χορό, το θέατρο, το πιάνο και το τραγούδι.
Αυτοεξορία
Η αισθητική καλλιέργεια ήταν η κατεύθυνση από τη μητέρα, η οποία μύησε την μικρή Δόρα στα μυστικά του πολιτισμού. Μέχρι που ήλθε η καταστροφή. Το 1922, η μισαλλοδοξία και τα πολιτικά πάθη οδήγησαν στην δολοφονία του πατέρα της, του Νικολάου Στράτου. Ήταν ένας από τους έξι που εκτελέσθηκαν άδικα το 1922 στην περιοχή του Γουδή. Η περιουσία της οικογενείας δημεύτηκε και τα μέλη της βρέθηκαν, από τη μία μέρα στην άλλη, χωρίς πόρους ζωής. Η σύζυγος του δολοφονηθέντος πρώην πρωθυπουργού, με τα δύο παιδιά της, την Δόρα και τον μικρότερο Ανδρέα, αποφάσισε την αυτοεξορία για να αποφύγει περαιτέρω επιπτώσεις.
Κατέφυγαν στο Βερολίνο, όπου η ζωή ήταν σκληρή για την 19χρονη Ελληνίδα. Μητέρα και κόρη αναγκάσθηκαν να εργασθούν για να επιβιώσουν. Ταυτοχρόνως όμως η Δόρα Στράτου γνώριζε το Παρίσι και την Νέα Υόρκη και αφουγκραζόταν τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Σπουδάζοντας πιάνο, τραγούδι, χορό και θέατρο, έκανε γνωριμίες και συγκέντρωνε εμπειρίες. Έκανε όνειρα και θεωρούσε την τέχνη τρόπο ζωής. Εν τω μεταξύ γνωρίστηκε στο Παρίσι με τον Λεωνίδα Σταθάκη, γόνο εύπορης Αθηναϊκής οικογένειας, ο οποίος ολοκλήρωνε εκεί τις σπουδές του. Το 1925 παντρεύτηκαν στο Παρίσι[2], με κουμπάρα την Πριγκίπισσα Αλίκη, αλλά ο γάμος τους δεν ευδοκίμησε.
Ηθοποιός
H Δόρα Στράτου ως Τερψιχόρη στην παράσταση του 1932.
Αντιθέτως με όσα έχουν γραφεί η Δόρα Στράτου ανέβηκε στην σκηνή και με μεγάλη επιτυχία. Μπορεί να μην έγινε πραγματικότητα το όνειρό της να γίνει ηθοποιός, αλλά επιστρέφοντας από την αυτοεξορία το 1932, πρωταγωνίστησε σε μία «ρεβύ σουπρίζ», όπως αποκαλούσαν τις κοσμικές επιθεωρήσεις. Επρόκειτο περί παραστάσεως της γνωστής «Λέσχης Καλλιτεχνών». Το έργο είχε γράψει ο Μαργαρίτης Καστέλλης και τη μουσική είχε επιμεληθεί ο Αλέκος Σπάθης. Στην παράσταση εκείνη η Στράτου εμφανίσθηκε ως γεροντοκόρη αποσπώντας ενθουσιώδεις κριτικές. Η κοσμικογράφος «κ. Μονταίν», δηλαδή η Άννα Συναδινού, κόρη του Βλάση Γαβριηλίδη, έγραψε πως ήταν «λαμπρό ταλέντο καρατερίστα».[3]
Έτσι περνούσαν οι ημέρες της μέχρι που έφθασε ο πόλεμος του 1940. Όπως οι περισσότερες Ελληνίδες ρίχτηκε στην μάχη, συμμετέχοντας στον πόλεμο. Είναι γνωστό ότι συμμετείχε στις δραστηριότητες της «Εθνικού Οργανισμού Χριστιανικής Αλληλεγγύης» (ΕΟΧΑ) για την οργάνωση των παιδικών και φοιτητικών συσσιτίων. Παραμένουν όμως άγνωστες οι πτυχές της προσφοράς της, τις οποίες φρόντισε να μας παραδώσει η Μαρί Αμαριώτου. Η κόρη του αδικοχαμένου πρωθυπουργού Νικολάου Στράτου διηύθυνε περίπου 120 εστίες ζωής στην Αθήνα και τα περίχωρά της προκειμένου να ανταπεξέλθει στις δοκιμασίες ο χειμαζόμενος πληθυσμός.
«Θέατρον Τέχνης» και παραστάσεις
Η Δόρα Στράτου γνώρισε δύσκολα νεανικά χρόνια, αλλά βρισκόταν στον περίγυρο των αστών που δραστηριοποιούνταν στον χώρο των Τεχνών και των Γραμμάτων στην Αθήνα. Στενή φίλη και συνεργάτις του Κάρολου Κουν, συμμετείχε ως ιδρυτικό μέλος του «Θεάτρου Τέχνης» από το 1941 και γενική γραμματεύς του Διοικητικού Συμβουλίου (1941-1949). Το 1951, με αφορμή προβληματισμούς που εξέφρασε η Βασίλισσα Φρειδερίκη για την ανυπαρξία χοροδιδασκαλείου ελληνικών δημοτικών χορών στην Αθήνα, η Δόρα Στράτου μάλλον βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε. Σύμμαχός της ο Καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεώργιος Μέγας.
Η Στράτου ανέλαβε την επιμέλεια και με την αρωγή των αρχών γεννήθηκε το Συγκρότημα των Ελληνικών Λαϊκών Χορών και ένα Κοινωφελές Σωματείο με την επωνυμία «Εταιρεία Λαϊκών Χορών και Τραγουδιού». Η πρώτη παράσταση δόθηκε στην Θεσσαλονίκη (1953) και το μεγάλο ταξίδι ξεκίνησε. Από το 1959 έως το 1964 έδινε παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο Πειραιώς. Χρησιμοποίησε επίσης το υπαίθριο θέατρο του Κήπου του Θησείου. «Θέλω οι λαϊκοί μας χοροί να βρουν τον δρόμο τους και όταν εμείς σταματήσουμε, να βαδίσουν στα χνάρια μας άλλοι…» δήλωνε η Στράτου το 1965.
«Οι ήρωες κουράστηκαν…»
Ήταν η χρονιά κατά την οποία ο ΕΟΤ αποφάσιζε να υπογράψει μαζί της συμβόλαιο για την δημιουργία του θεάτρου στις κλιτύς του Φιλοπάππου. Τα όνειρά της δεν περιορίζονταν στον χορό. Διότι θεωρούσε πως η λαϊκή παράδοση που ήθελε να διασώσει έπρεπε να περιλαμβάνει Καραγκιόζη, τραγούδι, κουκλοθέατρο κ.ά. Γι’ αυτό στις πρώτες παραστάσεις συμμετείχαν η χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου, ο Καραγκιόζης του Σπαθάρη, ο Μπάρμπα Μυτούσης της Θεοχάρη-Περάκη και το χορευτικό συγκρότημα της Τσαούλη. Το Κουκλοθέατρο παρουσίασε παραμύθια, μέσω των οποίων ανεδεικνύετο η λαϊκή παράδοσις, ο Σπαθάρης, έργα από την Επανάσταση του 1821 κ.ά.
Δυναμική και ακούραστη η Δόρα Στράτου είχε να αντιμετωπίσει την γραφειοκρατία, την έλλειψη πόρων, την απροθυμία των αρχών να ενισχύσουν το έργο της. Υπήρξαν στιγμές που φαινόταν να υποχωρεί. «Οι ήρωες κουράστηκαν…» έγραφε ο Κοσμάς Λιναρδάτος το καλοκαίρι του 1964, όταν για μία ακόμη φορά η προσπάθεια βρισκόταν σε αδιέξοδο. Από το σπίτι της οδού Υπατίας 5 εξέπεμπε τα μηνύματά της προς κάθε κατεύθυνση. Διότι υπήρξαν χρονιές που το θέατρό της ευρέθη εκτός Φεστιβάλ Αθηνών και εκτός χρηματοδοτήσεως.
Αποχαιρετισμός
Ελληνικοί Χοροί Δόρα Στράτου
Το Σωματείο μετονομάσθηκε το 1971 σε «Ελληνικοί Χοροί Δόρας Στράτου» και η συλλογή της «Ζωντανό Μουσείο Δόρας Στράτου». Περίπου τρεις χιλιάδες αυθεντικές ελληνικές φορεσιές, παραδοσιακά μουσικά όργανα, κοσμήματα, κινηματογραφικές ταινίες, δίσκοι με καταγραφές χορών και τραγουδιών κ.ά. Ήταν το αποτέλεσμα των περιπλανήσεων της Δόρας Στράτου στον ελλαδικό χώρο. Πήγε ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές ανακαλύπτοντας, καταγράφοντας και συλλέγοντας λαογραφικούς θησαυρούς. Όπως έγραψε ο Κ. Γεωργουσόπουλος για το θέατρο στου Φιλοπάππου, η Δόρα Στράτου κατόρθωσε να αναδείξει το ήθος του τόπου σε ένα μυθικό περιβάλλον, με λιτά μέσα και αυθεντικές λύσεις.
Οι συστηματικές λαογραφικές έρευνες της Δόρας Στράτου αποτυπώθηκαν σε τρεις εκδόσεις. Στο βιβλίο «Μία παράδοσις… μιά περιπέτεια» το οποίο και αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφίας (1964) και στα βιβλία «Οι λαϊκοί χοροί, ένας ζωντανός δεσμός με το παρελθόν» (1966) και «Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί» (1978). Η εφημερίδα «Εστία», όταν έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 85 ετών, έγραψε ότι «σπανίως το όνομα ενός ανθρώπου συνεδέθη εις την κοινήν εκτίμησιν τόσον στενώς με ένα εκτεταμένον και πολυσχιδή καλλιτεχνικόν τομέα, όσον αυτό της Δόρας Στράτου, με την προσπάθειαν διαφυλάξεως και αναβιώσεως των παραδοσιακών χορών του Ελληνισμού και των δημοτικών τραγουδιών». Χαρακτήρισε το έργο της έναν πραγματικό άθλο επισημαίνοντας ότι έδρασε σε εποχή κατά την οποία «τα μέσα εσπάνιζον, και η κοινή γνώμη και οι κρατούντες ήσαν εν πολλοίς αδιάφοροι».