Το Αιτωλικό είναι μια μικρή πόλη, όμορφη σα ζωγραφιά, χτισμένη επάνω σε ένα νησάκι, που λικνίζεται καταμεσής της λιμνοθάλασσας του Αντελικού, κοντά στο Μεσολόγγι. Εκεί, στα 1914 γεννήθηκε, κόρη ενός φτωχού ψαρά, του Λεονάρδου, η Βάσω κι έμεινε σ’ όλη τη ζωή της σφιχτά δεμένη με τις μνήμες της πατρίδας, μολονότι το κορμί της σκεπάστηκε από τα χώματα της Αττικής γης. Ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνις η Βάσω Κατράκη αγαπήθηκε από όλους όσοι τη γνώρισαν.
Η Βάσω Κατράκη κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις επιβλητικές καλλιτεχνικές παρουσίες του ελληνικού χώρου.
Συμβατικό τεκμήριο της σημαντικότητάς της βέβαια αποτελεί η διεθνής αναγνώριση του έργου της, η οποία της χάρισε κι ένα πλήθος από πρώτα βραβεία για τη διάκριση της ποιότητας του έργου της στις πολυάριθμες εκθέσεις της. Αλλά και η αγάπη και ο σεβασμός, που τρέφουν όλοι σχεδόν οι χαράκτες και οι καλλιτέχνες ζωγράφοι μας προς το πρόσωπο της [εκ των οποίων πολλοί είναι μαθητές της ή και συμμαθητές της κοντά στον εξαίσιο χαράκτη, τον καθηγητή του εργαστηρίου Χαρακτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, το Γιάννη Κεφαλληνό (1893-1957), όπως ο Τέτσης, ο Τάσος, ο Κατσουλίδης κ.ά.] αυτή η αγάπη είναι απόδειξη για την αξία της Βάσως Κατράκη ως καλλιτέχνιδας.
Από τον Κεφαλληνό διδάχτηκε η Βάσω την τεχνική της Χαρακτικής. Τότε η Χαρακτική ήταν ακόμη μια βιοποριστική απασχόληση χωρίς ιδιαίτερη αισθητική αξιοπρέπεια. Οι χαράκτες (ξυλογράφοι, χαλκογράφοι ή λιθογράφοι) εργάζονταν για ένα απλό μεροκάματο ως εργάτες της τυπογραφίας (εικονογράφηση βιβλίων, κλισέ κλπ.). Όμως η περίπτωση της Βάσως Κατράκη είναι εκπληκτική: Τα πρώτα της χαρακτικά είναι ξυλογραφίες με θέματα παρμένα από την πονεμένη ζωή του λαού μας. Όλα βρίσκονται στην ίδια γραμμή. Τα χαρακτικά της αυτά αποπνέουν την τελευταία οικείωση των κανόνων της τεχνικής του Κεφαλληνού· συνάμα όμως προδίδουν και κάποια εξατομίκευση, εντελεχειακή, θα έλεγα, καλλιτεχνική αίσθηση. Μια μεταφυσική αναζήτηση της πηγής του πόνου. Κι αυτό είναι το γνώρισμα που σταθερά κι ανοδικά θα παρακολουθήσει τη ζωή και το ταλέντο της Βάσως σ’ όλες τις φάσεις της εξελικτικής της πορείας. Για τη Βάσω έως χθες ο πόνος ήταν ο μόνιμος σύντροφος των ανέκφραστων μονολόγων της. Η χαράκτρια σεμνή κι απέριττη δουλεύτρα της σκληρής ύλης, δεν βγήκε σε συναπάντημα με τ’ απόκρυφα της Τέχνης, αλλά παραδόθηκε σαν σκλάβα σ’ ένα πηγαίο και ενστικτώδες πάθος, το πάθος για την ελευθερία του ανθρώπου.
Και ποιος δεν θα ξαφνιαζόταν, αν έβλεπε μέσα σ’ ένα εργαστήρι τούτη τη γυναίκα, που γαλουχήθηκε και μεγάλωσε με τις ηρωικές ιστορίες και τους εθνικούς οραματισμούς της αυτοθυσίας του Μεσολογγίου για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά, αν την έβλεπε με το σφυρί, το σκαρπέλο, τη φόρμα του τεχνίτη να πελεκάει με ευλάβεια τους παγερούς όγκους του ξύλου ή της πέτρας, για να βγάλει τα ολοζώντανα εικαστικά της οράματα, χειροπιαστά εικονίσματα του πονεμένου λαού της; Γιατί είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε με τα γυναικεία χέρια στολισμένα με αμέθυστους και ζαφείρια, να βλέπουμε κρινοδάχτυλα αβρά σαν ανέγγιχτη λιχουδιά. Αλλά τα χέρια της Βάσως ήταν όμοια κι απαράλλαχτα με τα χέρια της Ελληνίδας αγρότισσας .Η Βάσω Κατράκη έκλεινε στα εσώψυχά της με αυτοσυνειδησιακή πληρότητα την αρσενική ψυχή του Μεσολογγίου. Η θηλυκότητα της “Ελληνίδας Μητέρας”, όπως την περιέγραψε ο Σολωμός, δε γνωρίζει τους ακκισμούς και τις φενάκες του τρυφηλού, του συβαριτικού έρωτα, που είναι εκφυλιστικό γνώρισμα παρακμής ή τυφλού μιμητισμού του βουλεβάρτου. Η θηλυκότητα της Βάσως, μεταστοιχειωμένη σε μια σεπτή και επιβλητική για το ρουμελιώτικο ήθος της μητρότητα αποτελεί το ελιξίριο στην κάθε δημιουργική της αναπνοή.
Το πολυδύναμο τοτέμ της φυλής μας, η μάνα, που επάνω στο ρυθμό του ανασασμού της στοιχείται και ο ρυθμός όλου του κόσμου, είναι η δεσπόζουσα μορφή στο έργο της Βάσως Κατράκη.
Σ ‘αυτή την προελληνική αλλά και χριστιανική θεότητα σπένδει και δέεται με φωνή συντονισμένη στους ποιητικούς αναπαλμούς του Σολωμού, του Παλαμά, του Βάρναλη, του Ρίτσου και προπάντων των αθάνατων κλέφτικών τραγουδιών της Ρούμελης. Η γονιμότητα, το μητρικό φίλτρο, η λαχτάρα και η φρίκη για την τύχη του παιδιού, για τη ζωή των παιδιών όλου του κόσμου, η αγχώδης και χαοτική αγωνία μπροστά στο φάσμα του πολέμου, του οποίου τα στίγματα έφερε βαθύτατα η ψυχή της, διαστέλλουν τα μητρικά της βλέφαρα, μεγεθύνουν τις κόρες και τρανεύουν τους οφθαλμούς της. Ολόκληρο το ανεπιτήδευτο φεγγαροπρόσωπό της γίνεται μόνο μάτια, μάτια ταραγμένα από τη φρίκη του πολέμου, τα μάτια, αυτά τα ολάνοιχτα παράθυρα της χειμαζόμενης ψυχής μας.
Μάταια θα αναζητήσεις, εσύ θεατή ων έργων της Βάσως, αισθησιακούς υπαινιγμούς στο έργο της. Γιατί η πολύ ανθρώπινη γυναίκα, λειτουργώντας σαν υπερευαίσθητο βαρόμετρο της πολιτικοκοινωνικής ατμόσφαιρας του καιρού μας κι ενδίδοντας ιεροτελεστιακά στο βιολογικό της χρέος σκαλίζει τις σπαραξικάρδιες κραυγές του αλάλητου πόνου επάνω στην πέτρα σαν μαρτυρίες του σήμερα και φάρο προσπέλασης του αύριο. Ο βιωματικός κόσμος του λυρικού Μεσολογγίου με τους “Καημούς της Λιμνοθάλασσας” και τους στεναγμούς του μεροκαματιάρη και δύσπραγου, του αδιάκοπα ψωμοχλίφτη ψαρά, με απαλούς ιριδισμούς μιας νοσταλγικής ευαισθησίας δόθηκαν επάνω στο ξύλο σαν καράβια που αρμενίζουν μαζί με τη μοίρα της Ελλάδας μέσα στις τρικυμίες των ωκεανών της Ιστορίας, σαν κοπέλες, σα δένδρα, σα βουνά, επάνω στα οποία “η μνήμη καίει άκαυτη βάτος”. Κι όλα τούτα, γνώριμα και ταπεινά, είναι απόρροια μιας γνήσιας αίσθησης της χαμοζωής μας.
Ύστερα, μια έντονη ιδεολογική προδιάθεση σπρώχνει τη χαράκτρια στη ρυθμοποίηση ενός ηφαιστειακού, μεσολογγίτικου θα έλεγα, πάθους για τη λευτεριά. Αυτό το πύρινο κι ιερό πάθος θα το ιστορήσει με τις ξυλογραφίες της Κατοχής (π.χ. “Κηδεία χωρίς φέρετρο στη βροχή”). Στα 1955 περίπου η καλλιτεχνική ανησυχία της Βάσως Κατράκη ανακαλύπτει την πέτρα. Δύσκολο και τραχύ υλικό και μάλιστα για τα χέρια μιας γυναίκας. Αλλά η Βάσω δεν ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα. Διαθέτει πείσμα. Πρέπει να το κατακτήσει. Γιατί, ενώ το ξύλο τής έδινε τη μορφή με δυο γραμμές, δυο χρώματα, δηλ. το μαύρο και το άσπρο, η πέτρα με το ιδιότυπο χρώμα της σκαλισμένη αποκτάει και τη διάσταση του βάθους, το οποίον στο ηλιακό φως παίρνει τις αποχρώσεις, που αναδείχνουν και ενεργοποιούν το σχέδιο.
Έτσι βρισκόμαστε πιο κοντά στην κλασσική αντίληψη του γλυπτού, στην αντίληψη του μαρμάρινου. Κοντά σ’ αυτό η πέτρα τολμάει να αυθαδιάζει απέναντι στη φθαρτική λήθη του χρόνου, αλλά και να δίνει ταυτόχρονα εβονίτες reproductions στις πλατειές μάζες. Κάθε χαρακτικό επάνω στην πέτρα αποκτάει τη δύναμη να αποδίδει απειρία έκτυπων. Η ικανότητα αυτή αποτέλεσε ένα από τα μυστικά, επάνω στα οποία στηρίχτηκαν όλα σχεδόν τα ιδεολογικά κινήματα.
Με τα χαρακτικά της Βάσως (καθώς και άλλων άξιων καλλιτεχνών μας) δόθηκαν στο λαό μας τα μηνύματα της Εθνικής Αντίστασης κατά την Κατοχή και της ελπίδας για τη λευτεριά μας. Ένα ιδιαίτερο μήνυμα, που βγαίνει μέσα από την έμπνευση της καλλιτέχνιδας σαν οραματική κραυγή διαμαρτυρίας και εγκατάλειψης της Μάνας για την ειρήνη, του ψαρά και του εργάτη για το μεροκάματο, του ανθρωπάκου για τις ορφανές μικροχαρές της χαμοζωής του, ένα μήνυμα, που βγαίνει για το ανώνυμο και το συντηρητικό ψυχόρμητο της ανθρωπότητας με ανθρωπιά και κατασταλαγμένη πίκρα, ένα τέτοιο μήνυμα είναι σωστό να απευθύνεται στους ασήμαντους, στους πολλούς. Έτσι και η Τέχνη δεν ιστορεί ούτε προεξαγγέλλει, αλλά διαμαρτυρόμενη σ’ όλους τους τόνους της ανθρώπινης οδύνης, παραμυθεί και συνηγορεί.
Ίσως να μην είναι άσχετη με την ιδιότυπη φύση της Χαρακτικής η σύμπτωση σ’ όλους σχεδόν τους χαράκτες, να παρουσιάζει το έργο τους το ίδιο φαινόμενο: όλοι σχεδόν να οιστρηλατούνται από το ίδιο πάθος. όλοι να θέλουν να καταθέσουν μέσα στα έργα τους ως παρακαταθήκη τη φρίκη του πολέμου. Στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και στο Ασιατικό Μουσείο της Αγίας Πετρούπολης διατηρούνται οι αρχαιότερες κινέζικες ξυλογραφίες του 9ου αιώνα με θρησκευτικά θέματα, που όμως όλα τους έχουν τη σφραγίδα της φρίκης. Στην περίφημη γκραβούρα του 17ου αι. ο Ζακ Καλό δίνει τον τίτλο “Οι κρεμασμένοι. Από τις δυστυχίες του πολέμου”. Όμοια και τα περίφημα χαρακτικά του Άμπρεχτ Ντύρερ “Μελαγχολία”, “Οι ιππότες της Αποκάλυψης”, “Η μητέρα του καλλιτέχνη”. Όλα τους βρίσκονται μέσα στον ίδιο κύκλο του θανάτου, ο οποίος παίρνει την κλασσική του έκφραση μέσα στην πεζογραφία του Μπαλζάκ και στη ζωγραφική του Ονορέ Ντωμιέ.
Ένα σκληρό υλικό, όπως είναι η πέτρα, στην εποχή των ποικίλων τεχνικών ευκολιών, που προσφέρονται στην καλλιτεχνία, είναι φυσικό να χρησιμοποιείται για την απόδοση της σκληρότητας και της στυγνότητας της ζωής.
Η βελούδινη υφή της ποιητικής ζωής βρίσκει την πληρέστερη έκφρασή της μέσα στο παιγνίδι των χρωμάτων, μέσα στη Ζωγραφική. Η παραζάλη της ανεικονικής ματιέρας, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στο παιγνίδι των χρωμάτων, διερμηνεύει ακριβώς το τραγικό αδιέξοδο της νεωτεριστικής ιντελλιγγέντσιας και το επίπλαστο ιρασιοναλιστικό προσωπείο της σύγχρονης κουλτούρας.
Η απουσία λεπτουργικής καλαισθησίας από τα χαρακτικά της Βάσως Κατράκη δεν πρέπει βέβαια να αποδοθεί σε κάποια τεχνική αδεξιότητα ούτε σε κάποιο τάχα νεωτεριστικό μιμητισμό. Οι τραχείες γραμμές και το αδρό περίγραμμα των μορφών δεν έχουν τίποτε από τα χαρακτικά του περίφημου Ρώσου χαράκτη Φαβόρσκυ, του οποίου την τέχνη αποθαύμασε η Ελληνίδα χαράκτρια στη Μόσχα το1960, όταν βρέθηκε εκεί με αφορμή τη συμμετοχή της στην Έκθεση της Ελληνικής Ζωγραφικής.
Οι πλατειές συνθέσεις, όπως το “Μνημείο της Μάνας”, που εκτείνεται σε δώδεκα χαρακτικά, ομόλογο της μεγάλης σύνθεσης του επίσης ρουμελιώτη γλύπτη Χρίστου Καπράλου “Μνημείο της Πίνδου” ή ο “Περίπατος στην Κέρκυρα” για το ξενοδοχείο “Ιόνιον” της Κέρκυρας σε έξι χαρακτικά ή “Οι ψαράδες” σε τρία χαρακτικά, εντοιχισμένα στο ξενοδοχείο “Ξενία” του Μεσολογγίου, έδειξαν ότι η μαθήτρια αποδέσμευσε από τον επαγγελματικό, και γι’ αυτό υπηρετικό της παραδοσιακό ρόλο, τη Χαρακτική, αλλά και την ανήγαγε μ’ αντρίκεια χέρια στον ελεύθερο αέρα της καλλιτεχνικής αυτονομίας.
Έτσι σήμερα και στη χώρα μας, μιλώντας για την απελεύθερη Χαρακτική, η οποία σφιχτά συνείρεται με την ιδέα “Βάσω”, μπορούμε να αναγόμαστε στη σφαίρα της Αισθητικής. Είναι και τούτο το κατόρθωμα απαύγασμα του πάθους για τη Λευτεριά. Η Χαρακτική σήμερα είναι και εδώ σε μας μια αυτόνομη ανάμεσα στις Καλές Τέχνες. Η Χαρακτική έχει ή αναπτύσσει τη δική της πλαστική νομοτέλεια και οδεύει ανάμεσα σε καθαρούς οραματισμούς, που είναι απαλλαγμένοι από κάθε λογής χρησιμοθηρικό πνεύμα.
Η κεντρική ουσία του σολωμικού “Διαλόγου”, ο μεσολογγίτικος λυρισμός του Μιλτιάδη Μαλακάση με το ηρωικό και νοσταλγικό πνεύμα των “Ελευθέρων Πολιορκημένων” δίνουν το κλίμα, το βάθος, το αίμα στις γιαπωνέζικες γραμμές, όλα τούτα τα στοιχεία που λειτουργούν μέσα στο έργο της Βάσως Κατράκη.
Εγκολπωμένη το Μεσολόγγι, αυτή τη μυριάκριβη κιβωτό της λευτεριάς μας, η Βάσω Κατράκη έδωσε ένα μεγάλο, οδηγητικό και ανεπανάληπτο έργο. Κρίμα που ο προσκυνητής του Ηρώου της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου ή ο επισκέπτης της όμορφης πόλης του Αιτωλικού δεν θα έχει την ευκαιρία να ξυπνάει τη μνήμη του βλέποντας εκεί τον τάφο της μεγάλης μας Βάσως! Αλλά τι μ’ αυτό; Πατρίδα της Βάσως ήταν ο ελεύθερος κι ο απέραντος ουρανός της Ελλάδος.
«Μικρά πουλιά πετούνε μες σε κλουβί στενό.
Οι σταυραϊτοί γυρεύουν ελεύθερο αέρα
κι απέραντο ουρανό».
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης