Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη προνομιούχα από τη σκοπιά της αρχιτεκτονικής της κληρονομιάς. Από τη συνολική διάρκεια ζωής της έχει αντιπροσωπευτικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα όλων σχεδόν των ιστορικών περιόδων και ιδιαίτερα σπουδαία χριστιανικά και μουσουλμανικά μνημεία λατρείας. Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά για το θεσμικό πλαίσιο και τις συνθήκες διατήρησης αυτών των μνημείων από το ελληνικό κράτος και την τοπική κοινωνία, αλλά το σημερινό σημείωμα περιορίζεται στη νεότερη αστική αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης, των τελευταίων δύο αιώνων.
Από τον 19ο και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα η πόλη διατηρεί ελάχιστα μνημεία της πολυεθνικής κοινωνίας της. Η καταστροφική πυρκαγιά του 1917, η εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου Εμπράρ, οι μεταπολεμικές δύο δεκαετίες της ασύδοτης αντιπαροχής και, προπαντός, το χρονικά καθυστερημένο θεσμικό πλαίσιο περί διατηρητέων, άφησε πολλά κτίσματα στο έλεος του ανερμάτιστου μοντερνισμού και της εργολαβικής κερδοσκοπίας.
Έτσι, διατηρήθηκαν ελάχιστα κτίρια, κυρίως διοικητικών υποδομών, ανταλλάξιμες οικίες Οθωμανών προσφύγων που περιήλθαν στο κράτος και όσα είχαν κληρονομικές εμπλοκές! Αρκετά σπίτια Ελλήνων αυτής της περιόδου, εξαιρετικά δείγματα αρχιτεκτονικής, με τη συνέργεια των επιγόνων ενοίκων τους και των πολιτικών συγκυριών, έγιναν πολυώροφες πολυκατοικίες…
Στον μεσοπόλεμο, μετά την πυρκαγιά του 1917, χτίστηκαν στο ιστορικό κέντρο της πόλης αξιόλογα κτίρια που αποτύπωναν όλους τους σύγχρονους τοπικούς και ευρωπαϊκούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς.
Τα περισσότερα από αυτά, που συγκροτούσαν ένα λαμπρό πολύμορφο αρχιτεκτονικό σύνολο, δεν ολοκλήρωσαν τον “βιολογικό” τους κύκλο. ‘Επεσαν κι αυτά θύματα της αδιαφορίας του κράτους, της έλλειψης θεσμικής περιφρούρησής τους και της άθλιας αντιπαροχής στις τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες.
Το επίσημο κράτος ξύπνησε αργά, γύρω στα 1980, κι έκανε κάποιους σωτήριους χαρακτηρισμούς μεμονωμένων κτιρίων και αρχιτεκτονικών συνόλων. Έτσι σώθηκαν τα Λαδάδικα και η Άνω Πόλη, παρά τις ασύμβατες “νεοπαραδοσιακές” παρεμβάσεις διατήρησης. Όμως, η βιομηχανική κληρονομιά της πόλης (ΦΙΞ, μύλοι Αλλατίνι, Υφανέτ κτλ.) παραμένει στα αζήτητα και οι ιδιοκτήτες των κτιρίων αυτών αναμένουν στωικά την τελεσίδικη γνωμάτευση περί “ετοιμορρόπων-κατεδαφιστέων”. Πολλές, επίσης διατηρητέες, κατοικίες ρημάζουν από την εγκατάλειψη και τον χρόνο (παλιό ιταλικό προξενείο, κτίριο ορφανοτροφείου Αλλατίνι, οικία Χιρς στην οδό Γραβιάς κτλ.) ως θύματα ενός φαύλου κύκλου που αντιμάχεται θεσμικά πλαίσια, αστικές προσδοκίες και αισθητικές.
Σήμερα η διαχείριση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς γίνεται αποσπασματικά και ασυστηματοποίητα. Δεν μιλάμε για τα κτίρια που ανήκουν σε ιδιώτες και περιμένουν τη λύση της εκκρεμότητας και την οικονομική λύτρωση από τον… καταλύτη χρόνο. Αναφερόμαστε σε κτίρια που ανήκουν ή εποπτεύονται από το δημόσιο (κεντρική εξουσία, αυτοδιοίκηση). Γι’ αυτό, τα παλιά κτίρια είναι “καυτή πατάτα” και τα ξεπουλά. ‘Ετσι πουλήθηκε σε ιδιώτη το κόσμημα της Μπότσαρη (κτίριο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας), η βίλα Αχμέτ Καπαντζή και άλλα δύο εμβληματικά κτήρια της Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλές και άμεσες ανάγκες στέγασης κρατικών, δημοτικών και κοινωνικών οργανισμών που θα μπορούσαν να καλύψουν αρκετά διατηρητέα κτίρια της πόλης. Επίσης, κοινωνικοί και πολιτιστικοί φορείς θα μπορούσαν να στεγαστούν σε τέτοια κτήρια με μικρό ενοίκιο ή με την υποχρέωση της συντήρησής τους.
Αντικειμενικά, το οικονομικό βάρος αποκατάστασης και συντήρησης δεν είναι το βασικό εμπόδιο. Υπάρχουν τρόποι χρηματοδότησης και διαδικασίες διάσωσης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης, αλλά, όπως φαίνεται, λείπει η βούληση και το οργανωμένο σχέδιο σωτηρίας και αξιοποίησής της.
του Χρίστου Ζαφείρη
δημοσιογράφου συγγραφέα
Φωτογραφία: Πάρις Πετρίδης