/Η Αποκριά σαν ανάμνηση και σαν σύμβολο της ελληνικής παράδοσης

Η Αποκριά σαν ανάμνηση και σαν σύμβολο της ελληνικής παράδοσης

Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου

“Αποκριές” , για μένα προσωπικά, σημαίνει “Σοχός Θεσσαλονίκης” (πρώτη χρονιά υπηρεσίας μου) και χαρτοπόλεμος στην αυλή του σχολείου με τους τραγόμορφους, κουδουνοφόρους μαθητές μου της Τρίτης από τους οποίους με χώριζαν μόλις 7 χρόνια.

Το ”όπλο παρά πόδα” το κρατούσα απαρέγκλιτα σε όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους, αλλά αυτήν την περίοδο επέτρεπα στον εαυτό μου να εκπέμψει κάτι από την εσάνς της Κατερίνας Μακρή στην ”Κυρία Ντορεμί” της Λιλίκας Νάκου κρατώντας για τον υπόλοιπο χρόνο μια ‘αγριάδα’ ασύμβατη με την ηλικία μου, που δεν απείχε πολύ από εκείνην της δεσποινίδας Τράνσμπουλ του Ρόαλντ Νταλ στην ”Ματίλντα”…

Δίχως αμφιβολία οι γιορτές του Καρναβαλιού είναι συνδεδεμένες για τον καθένα χωριστά σε πολλές χώρες του πλανήτη με ευχάριστες αναμνήσεις. Για μας τους Έλληνες, όμως, σηματοδοτούν το αγκάλιασμα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας κατά την περίοδο του Τριωδίου. Του χρόνου δηλαδή, που μεσολαβεί απ’ τον Φεβρουάριο (σ.σ το Τριώδιο φέτος ανοίγει στις 5 του μήνα) μέχρι το Ψυχοσάββατο πριν το Πάσχα.

Οι Αποκριές αποκτούν, ουσιαστικά, στον τόπο μας πρωτοχρονιάτικο χαρακτήρα, καθώς συμβολοποιούν το πέρασμα με καλούς οιωνούς — μέσω μεταμφιέσεων — απ’ την μια χρονιά στην άλλη.

Η χαρά της μεταμφίεσης, άλλωστε, κρύβει την ανάγκη απόδρασης απ’ την καθημερινότητα για μικρούς και μεγάλους. Γι’ αυτό η υπόδυση προσώπων και η υιοθέτηση διαφορετικών προσωπικοτήτων γίνεται άλλοτε με ρομαντική και άλλοτε με ειρωνική (έως καυστική και κακεντρεχή) διάθεση.

Οι ρίζες της Αποκριάς (ειδωλολατρικό έθιμο με κύρια χαρακτηριστικά του, τη χαρά, την ξεγνοιασιά, το κέφι, το παιχνίδι, τη ζωντάνια και τη φαντασία) έχουν την αρχή τους στον τόπο μας στα χρόνια της Αρχαίας Ελλάδας και της λατρείας του θεού Διονύσου κατά τον μήνα Ανθεστηριώνα (ενδιάμεσο Φεβρουαρίου-Μαρτίου).

Σ’ ένα τριήμερο αυτού Αθηναίοι και Ίωνες γιόρταζαν την έλευση της Άνοιξης με μεγάλη γιορτή που συμβόλιζε την αναγέννηση της φύσης. Στη διάρκεια των εορταστικών ημερών κυριαρχούσαν οι υπάρχουσες δοξασίες που μιλούσαν για επιστροφή των πνευμάτων των νεκρών στη γη και κυκλοφορία τους επί τριήμερον σε αυτήν, μέχρι να επιστρέψουν στον Κάτω Κόσμο (κάτι που προσιδιάζει στη λαϊκή μας παράδοση για τα παγανά και την χριστιανική της Ορθοδοξίας για το Ψυχοσάββατο, το τελευταίο Σάββατο του Τριωδίου πριν απ’ το Πάσχα).

Ας σημειωθεί, εδώ, ότι όλα τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα της Αποκριάς των αρχαίων Αθηναίων και των Ιώνων είχαν χαρακτήρα εστιακό (οικογενειακό) και φυσιολατρικό, σε αντιδιαστολή με εκείνα των αρχαίων Αιγυπτίων που τα συνέδεαν με τις γιορτές στην Ίσιδα και τον Όσιρη και των Ρωμαίων οι οποίοι τις αφιέρωναν στην έκπτωση του θεού Σατούρνους (του Κρόνου- Saturn, δηλαδή, από τον Ήλιο-Δία, εξ ου και Κρόνια ”Λουπερκάλια” και ”Σατουρνάλια”.

Τα τελευταία ήταν αφιερωμένα στο θεό Σατούρνους, ο οποίος αντιστοιχεί στον ελληνικό θεό Κρόνο. Τα πρώτα, τα ”Λουπερκάλια”, ήταν για τους Ρωμαίους η αρχαιότερη παγανιστική γιορτή προς τιμή του Λούπερκους ο οποίος ταυτιζόταν με τον αρχαιοελληνικό Πάνα.

Ο Λούπερκους λατρευόταν ως πρώιμος θεός της γονιμότητας και συνδεόταν έμμεσα με την ανατροφή και τον θηλασμό του Ρώμου και του Ρωμύλου (ιδρυτών της αρχαίας Ρώμης) από την λύκαινα που τους τάιζε, καθώς ο εν λόγω θεός προστάτευε τους βοσκούς και κυνηγούσε τους ζωοκλέφτες.

Ας σημειωθεί επίσης, ότι ένα χαρακτηριστικό-γέφυρα που συνδέει την λαογραφική γιορτή της Αποκριάς (που ήταν ειδωλολατρική) με την περίοδο της νηστείας στην Ορθοδοξία, την οικουμενική φύση του Χριστιανισμού και την χριστιανική κοινωνικότητα είναι οι εστιακές τελετουργίες των αρχαίων Απόκρεω (από+κρεω: αποχή απ’ το κρέας με το λατινικό Carneval, carnavale από Carne=κρέας και Vale=περνάει, άρα απέχει), οι οποίες προσιδιάζουν και με τις χριστιανικές ”αγάπες”.

Τα κοινά δείπνα, δηλαδή, με βάση τους κανόνες νηστείας των χριστιανών. Δείπνα που φανέρωναν την αγιότητα της αρχαίας εκκλησίας, αναδείκνυαν τη συναδέλφωση μεταξύ των ανθρώπων στις πρώτες μέρες εμφάνισης του Χριστιανισμού στον κόσμο.

Λειτουργούσαν ουσιαστικά στο πλαίσιο της ”επανάστασης της αγάπης”, η οποία είχε τη δύναμη να ρίξει τα τείχη διαίρεσης των ανθρώπων και να μεταμορφώσει σε κοινωνία αγίων τη ζούγκλα της ρωμαϊκής κοινωνίας (βλ. Θεολογία του Τερτυλλιανού, Απολογία λθ’).

Με δεδομένα αυτά γίνεται αντιληπτό ότι διαχρονικά στην Νεότερη Ελλάδα — το Καρναβάλι, οι Αποκριές, δεν αποτελούσαν μόνο σύμβολο της λαϊκής ζωής με ρίζες στις αρχαίες Διονυσιακές, τελετές της γονιμότητας, αλλά είχαν τη δική τους συμβολή και στη χριστιανική πίστη και παράδοση (σ.σ: αρχή εκχριστιανισμού Ελλάδας η επίσκεψη Αποστόλου Παύλου σε Βέροια, Αθήνα κλπ το 51 πΧ).

Όπως έλεγε χαρακτηριστικά η αείμνηστη Λαογράφος της Φιλοσοφικής Σχολής στο ΕΚΠΑ Μαρία Μηλίγκου Μαρκαντώνη με αφορμή τις εστιακές τελετουργίες των Απόκρεω, ”Η Ελληνίδα ‘πέρασε’ την Ορθοδοξία και από την κουζίνα, με την εμμονή της στα φορτισμένα από χριστιανικούς συμβολισμούς φαγητά των ημερών”.

Το πιο εντυπωσιακό μάλιστα στη σχέση της Αποκριάς με την χριστιανική Εκκλησία είναι το γεγονός ότι ανέχεται ακόμα και την αθυροστομία των ημερών με τη δικαιολογία ότι έχει… παιδαγωγικό χαρακτήρα.

Επιπλέον, προσεγγίζει με θετική οπτική τον κοινωνικό ρόλο της ανταλλαγής επισκέψεων μεταμφιεσμένων σε συγγενικά σπίτια δίνοντας σημασία στη ”σεβαστή σειρά, την τιμητική ιεράρχηση στους μεγαλύτερους συγγενείς”, καθώς και την ”αίτηση συγγνώμης” από τους νεότερους στους μεγαλύτερους συγγενείς.

Με θετική οπτική, φυσικά, βλέπει και τα αποκριάτικα παιχνίδια η Ορθόδοξη Εκκλησία: Τον ”χάσκα” (που παίζεται, κυρίως, στην Μακεδονία την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, με πρωταγωνιστές τον πατριάρχη μιας οικογένειας [πατέρα ή παππού], ένα ξεφλουδισμένο αυγό και τα νεότερα μέλη της) και το ”γαϊτανάκι” των Αποκριών.

Όχι εκείνο της νεοϋπερρεαλιστικής, εξωλογικής Αποκριάς του Σαχτούρη η οποία μπλέκει εικόνες της μαγικής αποκριάς με τις θρυμματισμένες και σκληρές της Κατοχής και του Εμφυλίου (1946-’49) που βίωσε, αλλά της χαρούμενης και ξέγνοιαστης γιορτής του Καρναβαλιού των παιδικών μου χρόνων, όπου δεσπόζουσα θέση είχε το πολύχρωμο γαϊτανάκι .

Το γαϊτανάκι (”γαϊτάνιν” στο μεσαιωνικό Βυζάντιο), το έφεραν το ’22 στο χωριό πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και διατηρούνταν ακμαίο και μαγικό μέχρι τα χρόνια των παιδικών μου αναμνήσεων.

Αυτό που θυμάμαι ολοζώντανα είναι ότι νέοι και νέες χόρευαν γύρω από έναν μεγάλο στύλο απ’ την κορυφή του οποίου ξεκινούσαν 12 μακριές, πολύχρωμες κορδέλες, τα γαϊτάνια, με εμάς τα μικρά παιδιά να τους χειροκροτούμε μαζί με τα μεγάλα της Έκτης:

Είχαν κρεμάσει στο λαιμό μακριές πλεξούδες από χιονάτα χοντρά σκόρδα και σιδερένια κουδούνια στη μέση τους, σαν τα ποιμενικά των προβάτων που βλέπαμε να περνούν καθημερινά σε αγέλες έξω απ’ τον σχολικό φράχτη. Σαν εκείνα που θα ‘βλεπα χρόνια μετά να φορούν κουδουνοφόροι μαθητές μου μια Αποκριά στον Σοχό της Θεσσαλονίκης…