Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Σχεδόν σε πλήρη αντιδιαστολή με την κοινή ιστορική πεποίθηση το ομηρικό ζήτημα δεν υπήρχε ανέκαθεν. Αντίθετα εμφανίστηκε στην ιστορική και φιλοσοφική σκέψη της ελληνικής αρχαιότητας από τον Πλάτωνα, που σε μία προσπάθεια αμφισβήτησης αλλά και αντικατάστασης της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και του φιλελεύθερου μοντέλου της με ένα άλλο αυστηρά ανελαστικό και αυταρχικό, θρησκευτικό και κοινωνικό μοντέλο που θα ρυθμιζόταν αποκλειστικά από το θεσμικό πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας.
Με άξονα αυτή την στόχευση αποπειράθηκε να αποδομήσει το περιεχόμενο των ομηρικών επών τόσο στην φιλοσοφική και συνάμα ιστορική τους οπτική όσο και την βαθύτατα θρησκευτική τους εκδοχή καθώς αποτελούσαν την γραπτή κωδικοποίηση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, το Ευαγγέλιο των αρχαίων Ελλήνων.
Για τον πολιτισμό της Μικράς Ασίας υπάρχουν πολλές θεωρίες ελάχιστες όμως επιβεβαιώθηκαν από την αρχαιολογική σκαπάνη και την ιστορική έρευνα.
Επιβεβαιωμένο ιστορικά είναι πως από τον 19ο αιώνα π. Χ οι ασσυριακές αποικίες στην Καππαδοκία συντέλεσαν συχνά με τρόπο καθοριστικό στην ισχυρή πολιτισμική επίδραση των πολιτισμικών προτύπων της Μεσοποταμίας στη μικρασιατική χερσόνησο με κύριο όχημα την σφηνοειδή γραφή.
Περισσότερα στοιχεία υπάρχουν για τον πολιτισμό της δυτικής Μικράς Ασίας. Αυτό οφείλεται στο τεράστιο αρχαιολογικό έργο του Heinrich Schlieman που ξεκίνησε με υποδειγματικό ιδεαλισμό τις ανασκαφές στην Τροία, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τον Ορχομενό, επιβεβαιώνοντας την ιστορικότητα των ομηρικών επών καθιστώντας προσιτό τον ομηρικό κόσμο και ευρύτερα την πρώιμη ελληνική αρχαιότητα στην αρχαιολογική και ιστορική έρευνα.
Στον λόφο των επιχωματώσεων στο χωριό Χισαρλίκ νότια της εισβολής του Σιμοέντα στον Σκάμανδρο εντόπισε ευρήματα εννέα πόλεων που κτίστηκαν η μία πάνω στα ερείπια της άλλης, στην διάρκεια χιλιετιών.
Μετά τον θάνατο του Schlieman ο Wilhem Dorpfeid συνέχισε με αξιοσημείωτη επιτυχία το έργο του Schlieman. O Dorpfeld ξεκινώντας την αρίθμηση από το κατώτατο στρώμα θεώρησε πως η έκτη πόλη ήταν η οχυρωμένη πόλη Τροία που ο Όμηρος περιέγραψε κυρίως στην Ιλιάδα αλλά και σε κάποιες από τις ραψωδίες της Οδύσσειας ήταν η πόλη VI που κτίστηκε περίπου στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.
Όμως σύμφωνα με νεότερες ανασκαφές η ομηρική Τροία είναι η πόλη VII .
Η πόλη Ι σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα ανήκει στην εποχή λίθου-χαλκού αγγίζοντας το 2600 π.Χ, ενώ η πόλη ΙΙ αποτελεί τελικά ένα μικρό φρούριο που ανήκει στην εποχή 2400-2200.
Το ποιος ή ποιοι λαοί τελικά κατοικούσαν στην περιοχή αποτελεί ακόμα και στις μέρες μας ένα ζήτημα έντονου ιστορικού διαλόγου στον οποίο καταγράφεται πλήθος διαφορετικών απόψεων.
Πλήθος στοιχείων και κυρίως η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση των οπτικών με τους προθάλαμους και τις μεγάλες σε μήκος αίθουσες με την εστία να βρίσκεται ακριβώς στο μέσο εμφανίζουν απόλυτη ομοιότητα με το ελληνικόν Μέγαρον και ευρύτερα με το ελληνικό οικιστικό πρότυπο ενισχύοντας την πιθανότητα ελληνικής καταγωγής των Τρώων ή την εκδοχή να ήταν και οι ίδιοι ινδοευρωπαίοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μέσω της Θράκης.
Πάντως δίπλα αξίζει να σημειωθεί πως τα ευρήματα της πόλης Ι φανερώνουν τον ακόμα πρωτόγονο πολιτισμό της εποχής λίθου χαλκού, ενώ στην πόλη ΙΙ διπλα στα οικιακά σκεύη είναι κατασκευασμένα με εξαιρετική επιδεξιότητα κσομήματα, όπως και κύπελλα. Όσο αφορά την κεραμεική χαρακτηριστικούς τύπους αποτελούν η ραμφόστομη οινοχόη, το αγγείο με το διπλό στόμιο και η ανθρωπόμορφη λάγηνος. Οι διακοσμήσεις είναι κυρίως χαραγμένες σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις οι εγχαράξεις γεμίζονται με υλικό λευκού χρώματος.
Για την ανάπτυξη των θαλασσίων συγκοινωνιών από την πόλη που βρίσκονταν στην είσοδο των Δαρδανελίων δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, αυτό φαίνεται και από ότι ο πολιτισμός της είναι συγγενής με τον πολιτισμό των νησιών του Αιγαίου.
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως πολλά ευρήματα φαινόμενων την ύπαρξη σχέσεων με την Αίγυπτο. Αλλά όπως ένα μολυβένιο είδωλο της γυμνής Θεάς, σχέσεις που έφταναν ακόμα και στο Σενεάρ. Όμως αν αυτό το είδωλο της γυμνής Θεάς έφτασε στην Τροία με την θαλάσσια οδό τα πιθανότερο με ενδιάμεσα σταθμά την Κύπρο ή με χερσαία οδό μέσω της Μικράς Ασίας και πιθανότερους σταθμούς τις ασσυριακές αποικίες στην Καππαδοκία.
Τα ευρήματα των ανασκαφών σε τύμβους της Θράκης και στην περιοχή του Δούναβη με την τέχνη της Τροίας. Γεγονός συμβατό με την θεωρία ότι ο πληθυσμός της πόλης είχε θρακική καταγωγή.
Πέρα από τις σνακαλύψεις του Schlieman το σύστημα φρυκτωριών Μυκήνες-Τροία επιβεβαιώνει την ιστορικότητα των Τρωικών γεγονότων. Είναι χαρακτηριστικό πως στις μέρες μας χιλιάδες χρόνια μετά ο ΟΤΕ έχει επιλέξει δίπλα στις αρχαίες φρυκτωρίες να εγκαταστήσεις σταθμούς αναμετάδοσης γεγονός που αποδεικνύει πως υπάρχει οπτική επαφή ανάμεσα στα σημεία που οι Αχαίοι επέλεξαν.
Στα ομηρικά έπη περιγράφεται μία ισχυρή ναυτική δύναμη να επιχειρεί να καταλάβει και τελικά να καταλαμβάνει μία παραθαλάσσια οχυρωμένη πόλη.
Ισως τελικά τα περιβόητα Τρωικά ήταν η αφετηρία ή ο μεγάλος πρόλογος εκείνης της ταραγμένης εποχής, της εποχής των μετακινήσεων και των επιδρομών των λαών της θάλασσας. Με κύριο χαρακτηριστικό μακράς διαρκείας πολιορκίες παράκτιων πόλεων από ναυτικές και αμφίβιες δυνάμεις που εκφυλίστηκαν σε παρατεταμένου τύπου πολεμικές αναμετρήσεις με πρωτόγονα χαρακτηριστικά.