Γράφει ο Δημήτρης Βασιλειάδης
Ο λαός μας –όπως και κάθε λαός άλλωστε- πάντοτε στεκότανε με δέος και φόβο μπροστά σε κάθε τι που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει, να ψηλαφίσει, να κατανοήσει. Φοβάται τον χρόνο. Δεν τον κατανοεί, αλλά και δεν θέλει να τον κατανοήσει αν και το νιώθει πως αυτός απλώνεται στο άπειρο και γυρισμό δεν έχει και πως η μεγαλύτερη και σκληρότερη του συνέπεια είναι η φθορά. Η φθορά, η ταυτισμένη με την ύλη, δηλαδή τον χώρο, που κι αυτός με τη σειρά του ταυτίζεται με τον χρόνο. Στη λαϊκή παράδοση, στη λαϊκή θέαση, ας πούμε, των πραγμάτων, ο λαός για να διασκεδάσει το δέος και τον φόβο του μυστήριου του χρόνου, βάζει το χρόνο να κάνει ασταμάτητους αέναους κύκλους. Ξέρει πως, ενώ η χρονιά αρχίζει την πρώτη του Γενάρη, βάζει τη χρονιά και τη ζωή να ξεκινούν τ΄ Αι Γιωργιού όταν αρχίζουν οι δουλειές στη γη, και τελειώνει τ΄ Αι Δημητριού όταν μαζεύεται απ΄ έξω, όταν ξεκινά ο Χειμώνας και έτσι πάλι από την αρχή. Φοβάται το ‘’όντως φοβερότατο του θανάτου το μυστήριον’’.
Τρομάζει στην ιδέα πως δεν θα ξαναζήσει σ΄ αυτήν την υπέροχη ζωή, πως δεν θα ξαναχαρεί το φως, την θάλασσα, τον ουρανό με τον ήλιο τ΄ άστρα και το φεγγάρι του. Στο λαϊκό του τραγούδι βάζει τον Κλέφτη να ζητά, όταν πεθάνει, ο τάφος του να είναι απλόχωρος και να ΄χει μέρος για να έχει δίπλα του τα όπλα του για να πολεμά, αλλά και παραθύρι, για να βλέπει τις εποχές που πάνε και ΄ρχονται με τις ομορφιές τους, τ΄ αγέραστα βουνά με τις ραχούλες τους και τα κρυφά ποτάμια, για να βλέπει ακόμα και τις ‘’όμορφες’’. Βάζει τον Κωνσταντή να ανασταίνεται για να φέρει απ΄ τα ξένα στην μάνα τους, την μονάκριβη και χιλιαγαπημένη αδερφούλα του.
Φόβος τον συνέχει καθώς στέκεται με δέος μπροστά στο μυστήριο του Θεού. Μπροστά στον Θεό που ‘’είναι ακατάληπτος ως προς την Ουσία Του’’, ακατανόητος. Για να Τον ‘’πλησιάσει΄΄ βάζει μεσίτες. Βάζει ανθρώπους ‘’που έχουν πρόσωπο’’, που μπορούν να Τον ‘’κοιτάξουν’’ . Στην αρχαιότητα ήταν οι ημίθεοι και στα μετά Χριστό χρόνια, οι Άγιοι, μα πάν΄ απ΄ όλα την Παναγιά του. Η Παναγιά που είναι σπλάχνο απ΄ τα σπλάχνα του καθότι άνθρωπος. Η Παναγιά του, που είναι η ‘’μεταβολή των θλιβομένων’’, είναι ‘’πάντων των θλιβομένων η χαρά κι αδικουμένων προστάτις, ξένων τε παράκλησις’’, που είναι ‘’το μήλον το εύοσμον ’’, το λαχταριστό και μυρωδάτο του μήλο. Που είναι η μάνα του. Η Παναγιά του, η χιλιοτραγουδισμένη απ΄ τους ποιητές του…
΄΄Ε,ε, Χρυσομαλλούσα… ε,ε, Χρυσοσκαλίτισσα… Λάμπουσα
και Κανάλα μου και Παραπορτιανή μου… και θαλασσίστρα μου’’
Η Παναγιά του, η… ‘’Δέσποινα της σιωπής, Γαλήνια και θλιμμένη, Σπαραγμένη και ακέραια’’.
Η Παναγιά του, η ταπεινή, που περπατάει αθόρυβα δίπλα του μα κανείς δεν την βλέπει γιατί…
“Όταν περνούσε η Παναγία σιωπηλή κάτω απ΄ τα δέντρα, κανένας δεν την άκουσε μονάχα τα τριζόνι την χαιρέτισαν…’’
Που όταν τσακισμένος από απόγνωση ουρλιάζει, στο όνομά της βρίσκει καταφύγιο…
‘’…Παναγιά Θεοτόκε νοικοκυρά μου
μη μ΄ αφήνεις ανυπεράσπιστο στα σκυλιά μ
ε τόσες όμορφες εικόνες σου
σ΄ αυτόν τον σκουπιδότοπο”
Η Παναγιά του, που ό,τι στραβό κι αν κάνει, στο τέλος, πάντα χαδιάρικα κυλιέται στα πόδια της σαν το σκανταλιάρικο παιδί που πάντα ξέρει, πως ό,τι κι αν έχει κάνει, ό,τι κι αν της πει, εκείνη θα τον ακούσει. Όπως κάθε μάνα το παιδί της.
Γιατί λοιπόν ο λαός θέλει την Παναγιά ως ενδιάμεσό του με τον Θεό. Την θέλει εν κατακλείδι, γιατί στο πρόσωπό της ανακεφαλαιώνονται όλα όσα θέλει να είναι, αλλά δεν είναι. Όλα αυτά, που αφού αυτή μπορεί να είναι, άρα μπορεί κι αυτός, που όμως η σκληρή ζωή με τις εκπλήξεις της τα φέρνει αλλιώς. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της Παναγιάς έχουν πάρει στη ψυχή του λαού μυθικές διαστάσεις. Ιδιαίτερα η απέραντη καλοσύνη κι η ανεξικακία της.
Οι μέρες που διανύουμε είναι μέρες της Παναγιάς. Όλα αυτά τα μυθικά χαρακτηριστικά που η λαϊκή ψυχή έχει προσδώσει στην Παναγιά, φανερώνονται με πολύ μεγάλη καθαρότητα σε ένα μικρό, άγνωστο στον πολύ κόσμο θρησκευτικό ασματάκι της παράδοσης λαού μας, που τραγουδιέται την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ απ΄ τις μοιρολογίστρες γυναίκες κάτω απ΄ τον Σταυρό, την ώρα που οι κοπελιές στολίζουν τον Επιτάφιο.
Υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στην θρησκευτική τέχνη της μουσικής και υμνογραφίας της Πίστης μας, με την λαϊκή τέχνη της μουσικής και της ποίησης, θρησκευτικής και κοσμικής του λαού μας. Έτσι ενώ για την θρησκευτική τέχνη ο Ιούδας είναι ‘’…ο δούλος και δόλιος, ο μαθητής και επίβουλος, ο φίλος και διάβολος…’’ (Ιδιόμ. των Αίνων της Μεγ. Πέμπτης) και ενώ το ίδιο ισχύει και στη λαϊκή ποίηση και μουσική αφού ο Ιούδας συμβολίζει την προδοσία και την αγνωμοσύνη, σ΄ αυτήν όμως επιπλέον υπάρχει και πρόνοια για τη μάνα του. Ενώ στην θρησκευτική τέχνη το ρήμα που ταιριάζει είναι το ‘’πρέπει’’, αφού τα πλαίσια στα οποία δρα ο εικονογράφος κι ο υμνογράφος είναι συγκεκριμένα και μέσ΄ απ΄ αυτά θα πρέπει να εκφρασθεί η έμπνευσή του, στη λαϊκή τέχνη, εν προκειμένω την θρησκευτική, το ρήμα είναι το ‘’θέλω’’, το οποίο αντιπροσωπεύει όνειρα, επιθυμίες, προσδοκίες φανερές κι αφανέρωτες.
Σ΄ αντίθεση με την πειθαρχία στο δόγμα, της θρησκευτικής τέχνης, στην λαϊκή τέχνη, η ελευθερία του άγνωστου τεχνίτη είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο της δημιουργίας του. Στην λαϊκή τέχνη και συγκεκριμένα στην μουσική και το τραγούδι, αυτό που είναι να ειπωθεί θα ειπωθεί, και αν δεν το επιτρέπουν οι λέξεις θα υπονοηθεί. Στο λαϊκό τραγούδι λέγονται λόγια, αναπτύσσονται υποθέσεις και γεγονότα, εκφράζονται μεταφυσικές αγωνίες που δεν θα βρεις στους Ύμνους της Εκκλησίας. Στο λαϊκό θρησκευτικό τραγούδι, όπως αυτό για το οποίο θα μιλήσουμε, παρά το γεγονός ότι η ελευθερία στον ‘’μύθο’’ γύρω απ΄ τον οποίο χτίζεται είναι δεδομένη, το ίδιο είναι δεδομένη και η προσεκτική επιλογή των λέξεων και των εκφράσεων ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με τραγούδι που θα τραγουδηθεί σε ιερό χώρο. Ο ‘’μύθος’’ πάνω στον οποίο είναι χτισμένο το τραγούδι αυτό που περιγράφει τη συνάντηση της Παναγιάς με τη μάνα του Ιούδα, είναι ο εξής: Τα πάθη του Χριστού ολοκληρώνονται. Η Παναγιά συντετριμμένη και κατάκοπη, κλαίγοντας για το νεκρό παιδί της, συνοδευμένη απ΄ τον ‘’επιστήθιο’’ κι αγαπημένο μαθητή του Χριστού Ιωάννη, επιστρέφει νύχτα ώρα στο σπίτι της. Η σιωπή της νύχτας είν΄ απόκοσμη. Στο θρήνο της Παναγιάς μαλακώνουν κι οι πέτρες, μαραίνονται τα λουλούδια. Μέσα όμως απ΄ αυτή τη σιωπή ακούγεται, αν και θολά στην αρχή και πιο καθαρά όσο πλησιάζει, γυναικείο γοερό κλάμα, ίδιο με το δικό της. Η Παναγιά χαίρεται γιατί πιστεύει πως επιτέλους βρέθηκε κι ακόμα ένας άνθρωπος που κλαίει για το παιδί της. Θέλει να μάθει ποια είν΄ αυτή η γυναίκα. Θέλει ‘’λόγια αγάπης να της πει να την παρηγορήσει’’. Φθάνει στο σπίτι της, χτυπάει την πόρτα, εκείνη ανοίγει, και πλησιάζει την διαλυμένη γυναίκα και την ρωτάει γιατί κλαίει. Εκείνη, που δεν γνωρίζει με ποια μιλά, της λέει πως κλαίει για το νεκρό της παιδί που κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Στον πόνο της αυτόν, αυτή η γυναίκα, είναι μόνη της, κανείς δεν την παραστέκεται. Η Παναγιά κατάλαβε. Την ρωτάει όμως ποιο είναι το παιδί της.‘
’Κι αυτή δειλά σαν ένοχος της απαντά, αδερφή μου
Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο το παιδί μου’’
Και κοιτώντας με ευχαριστία την Παναγιά της λέει…
‘’Μόνο μια μάνα, μόνο αυτή σ΄ όλο τον κόσμο…
ποιο κοφτερό νιώθει βαθειά στα σπλάχνα της μαχαίρι’’.
Η Παναγιά τότε…
“Σκύβει και την ασπάζεται χαϊδεύει τα μαλλιά της
και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της
της λέει λόγια της καρδιάς και την γλυκομερώνει
Έλα και μείνε σπίτι μου τη νύχτα να περάσεις
εκεί κι οι δυο το πόνο μας το μητρικό να πούμε’.
Ο μόνος λόγος που αναφέρθηκα σ΄ αυτό το λαϊκό θρησκευτικό τραγουδάκι, μέρα που ΄ρχεται, δεν είναι άλλος παρά μόνο να δείξω αυτό που ανέφερα στην αρχή. Στα ‘’μυθικά’’ χαρακτηριστικά που έχει προσδώσει ο λαός στην Παναγιά, και ιδιαίτερα στην απέραντη καλοσύνη και ανεξικακία της. Σ΄ όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που τόσο θέλουμε να έχουμε αλλά δεν έχουμε. Γιατί στην ουσία, τον Δεκαπενταύγουστο, μαζί με την Κοίμησή της, γιορτάζουμε μελαγχολικά και τον χαμένο μας εαυτό.