/Η “Ανάβασις” προς τη δόξα του μέγιστου των Ελλήνων

Η “Ανάβασις” προς τη δόξα του μέγιστου των Ελλήνων

Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου

Ένα από τα σπουδαιότερα έργα της αρχαιοελληνικής Γραμματείας είναι η ”Αλεξάνδρου Ανάβασις” του Αρριανού, Έλληνα λόγιου από την Νικομήδεια της Βιθυνίας, ιστορικού, πολιτικού, γεωγράφου, φιλόσοφου, άρχοντα της Αθήνας και έπαρχου της Καππαδοκίας τον 2ο αι. μΧ με απόφαση του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος τίμησε τον Αρριανό σαν Ρωμαίο πολίτη δίνοντάς του το όνομα ”Φλάβιος”.

Το εκπληκτικό στον Αρριανό δεν είναι ούτε η άψογη αττική διάλεκτος γραφής ούτε η τέλεια μίμηση του ύφους του σωκρατικού φιλόσοφου και ιστορικού Ξενοφώντα στο εν λόγω έργο του, αλλά το γεγονός ότι το μετέτρεψε στην πιο αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για τον μέγιστο των Ελλήνων.

Κι αυτό γιατί η δύναμη της αφηγηματικής τέχνης του, σε συνδυασμό με το άριστο πληροφοριακό υλικό του, δίνουν την εντύπωση στον αναγνώστη ότι ήταν συνοδοιπόρος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ότι τον ακολουθούσε κατά πόδας ως αόρατος μάρτυρας από την άνοδό του στον θρόνο της Μακεδονίας (μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φίλιππου Β’ το 336 π Χ) μέχρι τον θάνατο και την ταφή του.

Αόρατος μάρτυρας των στρατιωτικών επιχειρήσεων του επιφανή Μακεδόνα Στρατηλάτη στα Βαλκάνια (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, όταν οι πόλεις-κράτη αντιστέκονταν στην ηγεμονία του), των εφορμήσεών του για τον έλεγχο της Μεσογείου και της καθόδου του στην Αίγυπτο.

Της πορείας του Αλέξανδρου στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας (την οποία ακολούθησε η κατάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών το 334 π Χ) και της κατάκτησης της υπόλοιπης Ασίας ως τον Ινδό ποταμό (εισβολή στην Ινδία το 326 π. Χ. και νίκη του επί του βασιλιά Πώρου στη μάχη του Υδάσπη), μέχρι τον θάνατό του στη Βαβυλώνα το 323 π Χ.

Όμως, πέρα από την ιστορική αξία του έργου ”Αλεξάνδρου Ανάβασις” ως της πιο αξιόπιστης πηγής για το στρατιωτικό επίτευγμα του διάσημου Έλληνα (που νικούσε πάντα με λίγους τους πολλούς), έχει αξία και η γνώμη του Αρριανού για το έργο και την προσωπικότητά του.

Στην ”Αλεξάνδρου Ανάβασις”, ουσιαστικά, ο Αρριανός τεκμηριώνει μια μεγάλη ιστορική αλήθεια για τον Αλέξανδρο.

Μια αλήθεια που κλείνει τα ανίερα στόματα όσων τον παρουσιάζουν ”σφαγέα των λαών” κρίνοντάς τον ρηχά και προκατειλημμένα με πολιτικά ή γεωπολιτικά κίνητρα (βλ. συνέντευξη Αμερικανού διπλωμάτη Μάθιου Νίμιτς στην εφημερίδα Dnevnik των Σκοπίων το 2007) .

Η ιστορική αλήθεια του Αρριανού, είναι ότι ο βασιλιάς των Ελλήνων Μακεδόνων (που επηρέασε όλο τον κόσμο και λατρεύτηκε σαν θεός) δεν λειτουργούσε ως κατακτητής έναντι των Περσών, ακόμα και όταν λύγιζε με τη δύναμη των όπλων τις αντιστάσεις τους.

Τις αντιστάσεις του Πέρση βασιλιά και όσων του αντιστέκονταν στις σατραπείες πριν και μετά τη φυγή του Δαρείου Γ’, που δολοφονήθηκε τον Ιούλιο του 330 π Χ από τον σατράπη Βήσσο (αφού προηγήθηκαν οι ήττες του από τον Αλέξανδρο στην Ισσό [333 π Χ] και τα Γαυγάμηλα [331 π Χ], οι οποίες επέφεραν την καθαίρεσή του).

Ο Αλέξανδρος για τον Αρριανό λειτουργούσε ως τιμωρός των Περσών, γιατί — ό,τι δεν είχαν πετύχει εκείνοι στα πεδία των μαχών κατά της Ελλάδας

(Μαραθώνας [490], Σαλαμίνα [480], Πλαταιές [479], με τελευταία τη ναυμαχία στην Μυκάλη [479 π Χ] όπου τους αποτέλειωσαν οι Έλληνες) — το πέτυχαν με το χρήμα και την τακτική του ”διαίρει και βασίλευε” σε βάρος της ενότητας των Ελλήνων.

Με το χρήμα οι Πέρσες εξαγόρασαν συνειδήσεις και διέφθειραν ηγέτες της Αθήνας, της Σπάρτης και της Θήβας, ενώ με την τακτική του ”διαίρει και βασίλευε” προκάλεσαν εσωτερικές έριδες εμπλέκοντας σε αιματηρούς και μακροχρόνιους εμφύλιους πολέμους τις ελληνικές πόλεις.

Σε απάντηση, λοιπόν, όλων αυτών των κακών που επέφεραν για πολλά χρόνια στην Ελλάδα οι ”βάρβαροι” εξ Ανατολών, ο Αλέξανδρος επέβαλε την ελληνική παρουσία στρατιωτικά και πολιτιστικά. Στρατιωτικά με απανωτές νίκες στα πεδία των μαχών και πολιτιστικά με τον εκπολιτισμό τους βάσει των συνεκτικών δεσμών των αρχαίων Ελλήνων, καθώς μέχρι τότε η Ελλάδα δεν είχε κρατική ενότητα.

Έτσι οι Έλληνες συνδέονταν μεταξύ τους μέσω τεσσάρων κοινών στοιχείων τα οποία αποδείκνυαν την ελληνικότητά τους

(βλ. Ηρόδοτος: Ιστορίαι: το ”όμαιμον”, το ”ομόγλωσσον” [συμπεριλαμβανομένων και των διαλεκτικών μορφών της ελληνικής γλώσσας μεταξύ των οποίων και η Μακεδονική, που ταυτιζόταν με τη Δωρική και Αιολική διάλεκτο], το ”ομόθρησκον” και τα ”ομότροπα ήθη”).

Από τον Αρριανό μαθαίνουμε, επίσης, ότι ο Μακεδόνας Στρατηλάτης, σαν εξερευνητής, συνοδευόταν από γεωγράφους, καλλιτέχνες, τοπογράφους, μηχανικούς και πολεοδόμους, οι οποίοι σχεδίασαν και εφάρμοσαν το άνοιγμα δρόμων, την ανέγερση υδραγωγείων, την ίδρυση σχολείων και πόλεων (”Αλεξάνδρειες”), ενώ στην Αίγυπτο μετέτρεψε την ”Μεγάλη Αλεξάνδρεια” σε Παγκόσμιο Κέντρο του Ελληνισμού!

Ο Αλέξανδρος μετάγγισε έμπρακτα στους ”βαρβάρους” (μέσω του Ελληνικού Πολιτισμού) και τις φιλοσοφικές σκέψεις του δασκάλου του Αριστοτέλη (4ος αι. π Χ). Δίδαξε το νόημα της κατοικίας στους φτωχούς ψαράδες που έμεναν σε καλύβες φτιαγμένες από ψαροκόκαλα. Δίδαξε τη στοργή προς τους γέροντες, όταν είδε να τους πετούν μόνους και έρημους οι δικοί τους.

Έδωσε ”μαθήματα” συμπαράστασης στο λαό που βασανιζόταν από ληστές και δίδαξε με τη συμπεριφορά του σεβασμό στους ηττημένους (διέταξε την εκτέλεση του σατράπη Βήσσου, δολοφόνου του Δαρείου του Γ’ του Κοδομανού [προς τον οποίο ο Μ. Αλέξανδρος είχε στείλει επιστολή που άρχιζε: ”Εγώ ο των Ελλήνων ηγεμών”], ενώ σεβάστηκε τη σύζυγό του [Στάτειρα Β’], τα παιδιά και τη μητέρα του).

Για να εμπεδώσει μάλιστα τη σύσφιξη των σχέσεων Περσών-Ελλήνων, υιοθέτησε περσικές συνήθειες και δέχτηκε για σύζυγό του τη Στάτειρα-κόρη του Πέρση βασιλιά (αν και ο ίδιος είχε επιλέξει για σύζυγο την Ρωξάνη, κόρη του ηγεμόνα της Βακτριανής Οξυάρτη), ενώ ο φίλος του Ηφαιστίωνας την αδελφή της Δρυπέτη.

Πλην των ιστορικών τεκμηρίων όμως του Αρριανού, υπάρχουν και τεκμήρια άλλων αρχαίων Ελλήνων ιστορικών που απαντούν αποστομωτικά στις ημεδαπές και αλλοδαπές αμφισβητήσεις της ελληνικότητας των Μακεδόνων και των δεσμών των αρχαίων ελληνικών φύλων με τους Δωριείς Μακεδόνες της Βορείου Ελλάδος.

Το ότι η Μακεδονία ήταν μια ελληνική περιοχή όπως η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Βοιωτία, η Μεσσηνία κλπ, το λέει πρώτος ο Έλληνας ποιητής και συγγραφέας Ησίοδος (8ος αι. π Χ) στο ”Έργα και Ηοίαι”.

Τρεις αιώνες αργότερα ο ιστορικός Ηρόδοτος (5ος αι. π Χ, ”Ἱστορίαι”) μάς πληροφορεί για την ελληνικότητα των Μακεδόνων και των βασιλέων τους (άρα και του Φιλίππου Β’ και του γιου του Αλέξανδρου) λέγοντας πως ανήκαν στη δυναστεία των Αργεαδών βασιλέων (με καταγωγή από το Άργος), γενάρχης της οποίας ήταν ο Ηρακλής.

”Οι ηγεμόνες της Μακεδονίας είναι Έλληνες […]. Ακόμα και οι Έλληνες που διοικούν τους αγώνες στην Ολυμπία έχουν την ίδια γνώμη με μένα..”, λέει σε κάποιο χωρίον ο Ηρόδοτος (βιβλίο Ε’, παρ. 22). Κι αυτό έχει τη σημασία του, γιατί στους Ολυμπιακούς Αγώνες επιτρεπόταν να πάρουν μέρος μόνο Έλληνες. Γι’ αυτό και έκαναν δεκτούς τους Μακεδόνες.

Σε άλλο σημείο πάλι (βιβλίο Ε’, παρ.20) ο μεγάλος ”πατέρας της ιστορίας” παρουσιάζει τον Μακεδόνα βασιλιά Αμύντα τον Β’ (Αμύντας ο Μικρός: 394 – 393 π.Χ.) να απαντάει στους Πέρσες πρέσβεις του Δαρείου που πήγαν να του ζητήσουν υποταγή: μτφρ, ”Να πείτε στον βασιλιά σας ότι από μένα ως Έλληνα αρχηγό των Μακεδόνων τύχατε καλής συμπεριφοράς και φιλοξενίας”.

Ενώ, κατά την παραμονή της μάχης των Πλαταιών, ο διάδοχος του Αμύντα Β’ Αλέξανδρος Α’ (498-454 π Χ, ”Φιλέλληνας”, γιος του βασιλιά Αμύντα Α’ και προπάππος του Μεγάλου Αλεξάνδρου), δήλωσε — κατά τον Ηρόδοτο (”Ἱστορίαι”, βιβλ. Θ’, παρ.45): μτφ, ”Εγώ είμαι Έλληνας στην καταγωγή από παλιά και δεν θα ήθελα να δω την Ελλάδα από ελεύθερη, που είναι τώρα, υποδουλωμένη”.

Κατά τον 2ο αι π Χ, πάλι, ο Αρκάδας ιστορικός Πολύβιος παραδέχεται ότι ”Εάν δεν είχαν ως προπύργιο τους Μακεδόνες οι Έλληνες, θα περιέρχονταν σε μεγίστους κινδύνους” (μτφ. από το έργο του ”Ἱστορία, βιβλ. Θ’, 35, 3), ενώ — σε άλλο χωρίο — παρουσιάζει τους Μακεδόνες ως ομοφύλους των άλλων Ελλήνων: μτφ, ”… τότε εσείς είστε ανταγωνιστές των Αχαιών (Πελοποννησίων) και των ομοφύλων τους των Μακεδόνων” (Ἱστορία, βιβλ. Ε’, 107,7).

Αργότερα, ο κοινωνός της ελληνικής Παιδείας γεωγράφος και φιλόσοφος Στράβων αναφέρεται — πέραν των άλλων — στην ανακήρυξη του Μ. Αλεξάνδρου (στο Πανελλήνιο συνέδριο της Κορίνθου το 336 π Χ) ως αρχιστράτηγου των Ελλήνων, αφού προηγήθηκε η προσφώνησή του από τον Κορίνθιο Δημάρατο (”Αλλά και η Μακεδονία, καλότυχε, είναι Ελλάδα” (Στράβων, Γεωγραφικά Ζ’, 329). Ενώ ο Βοιωτός ιστορικός Πλούταρχος (1ος-2ος αι. π Χ) — στην πραγματεία του ”Περί Αλεξάνδρου τύχης και αρετής” — αναφέρει τους Θηβαίους ως ομοφύλους των Μακεδόνων Έλληνες.

Επιπρόσθετα, σε αυτά — πέραν του γνωστού της προέλευσης του ονόματος ”Μακεδονία” κατά τον ποιητή και συγγραφέα Ησίοδο (8ος αι. π Χ) — οι ιστορικοί Ηρόδοτος (6ος αι πΧ) και Θουκυδίδης (5ος αι. π Χ) αναφέρουν τους Δωριείς-Μακεδόνες ως ιδρυτές του Άργους της Πελοποννήσου, ενώ οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν απογόνους του μυθικού Ηρακλή τους βασιλείς της Μακεδονίας.

Οι τελευταίοι ενσωμάτωσαν σταδιακά Έλληνες και από άλλες περιοχές, όπως τους Ελιμιώτες και τους Λυγκηστές, που μιλούσαν τοπικές διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας, όπως μιλούν σήμερα τις δικές τους οι Κρητικοί (σ.σ: Ο Ελ. Βενιζέλος μιλούσε την κριτική διάλεκτο, ως πρωθυπουργός, με τους συντοπίτες του ), οι Πόντιοι, οι Κερκυραίοι, οι Κύπριοι κλπ.

Ωστόσο από την εποχή του Αρχέλαου Β’ (ο οποίος μετέφερε την πρωτεύουσα του Βασιλείου της Μακεδονίας στην Πέλλα από τις Αιγές (τις οποίες λαμπρύνει σήμερα, χάρη στην αρχαιολόγο Αγγελική Κοτταρίδη, το αναστηλωμένο ανάκτορο του Φιλίππου Β’ [”ο Παρθενώνας της Μακεδονίας”]) όλοι μιλούσαν τα κοινά ελληνικά (βλ. Ευριπίδης: Βάκχες).

Ο Μ. Αλέξανδρος, ειδικά — αν και ένιωθε μεγάλη οικειότητα όταν επικοινωνούσε με τους συντοπίτες του στην μακεδονική ελληνική διάλεκτο — μιλούσε με καμάρι την Κοινή Ελληνική, όταν απευθυνόταν στο όλον τον Ελλήνων.

Τη γλώσσα που, στη δημοτική εκδοχή της, μπολιάσαμε οι σύγχρονοι Έλληνες με ξενόφερτους, ανοίκειους όρους και νεολογισμούς, δηλωτικούς της ”γλωσσικής ακηδίας” μας. Της αδιαφορίας, της υποτίμησης και της παραμέλησης της γλώσσας μας, η οποία — φευ! — δεν έχει κανέναν Αρριανό και κανέναν Μεγαλέξανδρο σήμερα να την προστατέψει, να την αναδείξει και να τη διεθνοποιήσει…