Γοητευτικός, και τζέντλεμαν, σταρ αλλά πάντα με τους όρους που έθετε ο ίδιος, ο Ρίτσαρντ Γκιρ, κόντρα στον ηλιακό ρατσισμό που επικρατεί στο Χόλιγουντ -και όχι μόνο, για να λέμε την αλήθεια -παραμένει στην κορυφή και θεωρείται ακόμα και στα 74 του ένας από τους πιο όμορφους άνδρες της μεγάλης οθόνης.
Γεννημένος στις 31 Αυγούστου 1949, μεγάλωσε σε μια πολύτεκνη συντηρητική, αλλά αγαπημένη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν σύμβουλος ασφαλίσεων και η μητέρα του νοικοκυρά. Ο Ρίτσαρντ Τίφανι από μικρός ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, αλλά και τη μουσική, κάνοντας μαθήματα τρομπέτας. Αργότερα, αποφάσισε να σπουδάσει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε τις σπουδές του.
Από το 1969 άρχισε να παίζει στο θέατρο σε καλοκαιρινές περιοδείες, μέχρι που το 1973 πρωταγωνίστησε στο θρυλικό μιούζικαλ «Grease» στο Λονδίνο, αποδεικνύοντας το πολύπλευρο ταλέντο του. Το 1975 έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με το αστυνομικό δράμα του ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Μίλτον Κατσέλας «Report to Commissioner», κρατώντας έναν μικρό ρόλο. Η αναγνώριση όμως ήρθε δύο χρόνια αργότερα, όταν κέρδισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Αναζητώντας τον μίστερ Γκούντμπαρ» (1977), ενώ με το «Επάγγελμα: Ζιγκολό»(1980) του Πολ Σρέιντερ, καθιερώθηκε ως το απόλυτο sex symbol, έναν τίτλο που κράτησε για δυο δεκαετίες περίπου. Μάλιστα, το περιοδικό People τον ανακήρυξε ως τον «Πιο Sexy Άντρα του Κόσμου» το 1999.
Ακολούθησε η τεράστια επιτυχία του «Ιπτάμενος και τζέντλεμαν». Οι εισπράξεις της ταινίας έφτασαν τα 131.000.000 δολάρια και πλέον ο Γκιρ θεωρούνταν ένα από τα πιο ισχυρά ονόματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Ακολούθησαν μια σειρά από σημαντικές συνεργασίες ταινίες -«Χωρίς ανάσα»(1983), «Κότον Κλαμπ» (1984), «Βασιλιάς Δαβίδ» (1985) και «Χωρίς οίκτο» (1986)- ώσπου το 1990 πρωταγωνιστεί με την Τζούλια Ρόμπερτς, με την οποία διατηρεί μια μακρόχρονη φιλία, στο θρυλικό πια «Pretty woman», που ίδιος έχει χαρακτηρίσει με δηλώσεις του «μια σαχλή ερωτική κομεντί».
Το 1996 κέρδισε τον έπαινο της κριτικής για την ερμηνεία του στο δικαστικό δράμα «Φόβος Ενστίκτου», ενώ το 1999 συναντήθηκε και πάλι με την Ρόμπερτς στην ανάλαφρη κωμωδία του Γκάρι Μάρσαλ «Η Νύφη το `Σκασε». Το 2002, πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του μιούζικαλ «Chicago», αποσπώντας και μια Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του. Άλλες σημαντικές στιγμές στην πολύχρονη καριέρα του ήταν ο ρόλος ενός συγγραφέα που γράφει μια ψεύτικη βιογραφία του Χάουαρντ Χιούζ στην ταινία του Λάσε Χάλστρομ «Η Μεγάλη Απάτη» (2006), αλλά και η εμφάνισή του ως Billy the Kid, μια από τις περσόνες του Μπομπ Ντίλαν, στην ταινία του Τοντ Χέινς «I’m Not There».
Το 2008 συμπρωταγωνιστεί για ακόμα μια φορά με την Νταϊάν Λέιν στο ερωτικό δράμα «Άπιστη», ενώ το 2016 κερδίζει σύσσωμη την αποδοχή των κριτικών για τον ρόλο του στο πολιτικό δράμα «Ο Κος Τίποτα» («Norman: The Moderate Rise and Tragic Fall of a New York Fixer»).
Λάτρης του γυναικείου φύλου, στην προσωπική του ζωή έχει κάνει τρεις γάμους, ενώ είχε και πολλές περιπέτειες, τις οποίες προτιμούσε να κρατάει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Η πρώτη επίσημη σχέση του, που έγινε γνωστή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, ήταν με την επίσης ηθοποιό και κατά έναν χρόνο μεγαλύτερή του Πενέλοπε Μίλφορντ. Μετά από τον χωρισμό τους, εκείνος αποφασίζει να μείνει μόνος του για επτά χρόνια, αν και περιζήτητος εργένης. Φυσικά είχε τις κατακτήσεις του, ανάμεσα στις οποίες ήταν η χήρα του Έλβις Πρίσλεϊ, Πρισίλα, η τραγουδίστρια Νταιάνα Ρος, αλλά και η Κιμ Μπέισιγκερ, με την οποία γνωρίστηκαν το 1986 στα γυρίσματα της ταινίας «No Mercy»- μάλιστα εκείνη την περίοδο η Μπέισινγκερ ήταν παντρεμένη.
Μια από τις γυναίκες που τράβηξαν την προσοχή του ήταν και η πριγκίπισσα Νταϊάνα. Σύμφωνα με τον Έλτον Τζον, οι δυο τους συναντήθηκαν σε ένα δείπνο που είχε οργανώσει ο ίδιος. Εκείνο το βράδυ μάλιστα, ο Γκιρ κόντεψε να έρθει στα χέρια με τον Σιλβέστερ Σταλόνε, ο οποίος επίσης διεκδικούσε την προσοχή της Lady D. Το τι όμως έγινε πραγματικά μεταξύ τους παραμένει άγνωστο, καθώς ο δημοφιλής τραγουδιστής και προσωπικός φίλος της πριγκίπισσας δεν θέλησε να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες.
Στις αρχές του’90, συναντάει τη θεά της πασαρέλας Σίντι Κρόφορντ και ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Εκείνος ήταν 37, εκείνη μόλις 22 ετών, αλλά παρά τη διαφορά ηλικίας αποτελούσαν ένα από τα πολύκροτα ζευγάρια της show biz. Ο Γκιρ μαζί της για πρώτη φορά έκανε το μεγάλο βήμα, μόνο που ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια.
Μετά από το διαζύγιό του, έμεινε ξανά για άλλα επτά χρόνια μόνος του, μέχρι που γνώρισε την Κάρι Λόουελ, το πανέμορφο κορίτσι του θρυλικού Τζέιμς Μποντ, με την οποία παντρεύτηκαν το 2002. Στο μεταξύ οι δυο τους είχαν ήδη αποκτήσει έναν γιο. Κι ενώ όλα έμοιαζαν ιδανικά, το 2013 αποφάσισαν να τραβήξουν χωριστούς δρόμους.
Η τρίτη του σύζυγος και μητέρα πλέον των δύο μικρότερων γιών του, Αλεχάντρα Σίλβα, είναι κόρη του επιχειρηματία, πρώην αντιπρόεδρο της Ρεάλ Μαδρίτης και φανατικού ακτιβιστή Ιγνάσιο Σίλβα, με τον οποίο ο Γκιρ διατηρούσε πάντα φιλικές σχέσεις. Την Αλεχάντρα τη γνώρισεστην Ιταλία το 2014 σε μια επίσκεψή του στο ξενοδοχείο της οικογένειάς της και γοητεύτηκε από την προσωπικότητα της. Αφού την πολιόρκησε επί μήνες, γράφοντας ακόμα και τραγούδια για το χατίρι της, τελικά έκαμψε τις αντιστάσεις της. Οι δυο τους παντρεύτηκαν τον Ιούνιο του 2018, στο ράντσο που διατηρεί ο ηθοποιός έξω από τη Νέα Υόρκη, σε μια εντυπωσιακή τελετή, σύμφωνη με τις παραδόσεις της Ινδίας.
Είναι άλλωστε γνωστό πως ο Γκιρ από τα είκοσί του μελετάει φανατικά τον βουδισμό, ενώ είναι και προσωπικός φίλος του Δαλάι Λάμα, τον οποίο γνώρισε σε ένα από τα ταξίδια του στο Νεπάλ.
Επίσης, ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Θιβέτ και στην Κίνα – μάλιστα εξαιτίας των δηλώσεών του κατά του Πεκίνο το 1993 αποκλείστηκε από τη λίστα καλεσμένων των Όσκαρ -, έχει επανειλημμένα καταδικάσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, ενώ υποστηρίζει οικονομικά προγράμματα υγείας για τους φορείς του HIV και για παιδιά με καρκίνο.
Τέλος, είναι ιδιοκτήτης ενός εντυπωσιακού ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη, αλλά και φανατικός συλλέκτης φωτογραφιών. Η συλλογή του καλύπτει ολόκληρη την ιστορία της φωτογραφίας και περιλαμβάνει έργα των πρωτοπόρων του 19ου αιώνα, αναγνωρισμένων φωτογράφων των αρχών του 20ού αιώνα, όπως ο Εντουαρντ Γουέστον, η Τίνα Μορότι και ο Αλφρεντ Στίγκλιτζ, αλλά και εικόνες μεγάλων σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως οι Ρίτσαρντ Αβεντον, Νταϊάν Αρμπους, Ιρβιν Πεν, Σάλι Μαν, Ρόμπερτ Μάπλθορπ και Χερμπ Ριτς