Η συνέντευξη που δόθηκε στη Μαργαρίτα Μονασίδου προοριζόταν για το εβδομαδιαίο εικονογραφημένο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ και είχε δημοσιευθεί στο τεύχος #107, που κυκλοφόρησε την εβδομάδα 21-28 Αυγούστου 1970.
— Η εταιρεία δίσκων με την οποία είχατε υπογράψει συμβόλαιο (σ.σ. μάλλον στην Columbia αναφέρεται) δεν δέχεται τώρα τους στίχους σας, και συγχρόνως σας απαγορεύουν τη συνεργασία με άλλη εταιρεία…
Έξι μήνες έχουν να ακουσθούν τα τραγούδια μου. Μπήκα στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού με τα «Καβουράκια» και φεύγω με το «Όνειρο απατηλό». Όλοι εμείς που ασχολούμαστε με το τραγούδι είμαστε δέσμιοι των εμπόρων. Ο Σωκράτης όλους αυτούς τους κατέτασσε στην τελευταία τάξη. Αυτοί μας υψώνουν και οι ίδιοι μας ρίχνουν στα τάρταρα της ανυπαρξίας. Είμαι 75 ετών και όχι 80 όπως πιστεύουν μερικοί, είμαι άρρωστη και ανήμπορη να τα βάλω μαζί τους, μα ένα μονάχα τους λέω: το πνεύμα δεν φυλακίζεται, δεν δεσμεύεται!
— Εξακολουθείτε λοιπόν και τώρα να γράφετε;
Και βέβαια γράφω. Αν είμαι ζωντανή ακόμη μετά από δυο χρόνια που λήγει το συμβόλαιό μου θα δώσω τους στίχους μου σε άλλες εταιρείες. Αλλιώς θα αναλάβει ο εγγονός μου την έκδοσή τους. Πάντως, μια συμβουλή έχω να δώσω στους νέους στιχουργούς. Όχι συμβόλαια με εταιρείες!
— Θυμίστε μας σας παρακαλώ μερικά τραγούδια σας…
Ναι παιδάκι μου να σου θυμίσω: «Τα καβουράκια», «Πήρα την στράτα κι έρχομαι», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Ηλιοβασιλέματα», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Περασμένες μου αγάπες», «Είμαι αητός χωρίς φτερά» και πολλά άλλα… πού να τα γράφετε όλα;
— Αρχίσατε πριν 20 χρόνια να γράφετε τους στίχους σας, δηλαδή σχετικά αργά…
Ναι, μα τότε νόμιζα πως το λαϊκό τραγούδι είναι χαμηλά. Τώρα συγχαίρω τον Δήμο Μούτση που έβαλε το μπουζούκι και το τσίμπαλο στο αρχαίο θέατρο… Μπράβο του! Το μπουζούκι είναι πάντα πρώτο. Προέρχεται από τους Βυζαντινούς. Μα τώρα όσο πάει και νοθεύεται.
— Ίσως γιατί δεν μπορούν…
Το λαϊκό τραγούδι είναι δύσκολο και αμείλικτο. Θέλει ρωμαλεότητα και λεβεντιά. Για να γράψεις λαϊκό τραγούδι πρέπει να μπεις στην ψυχή του λαού, να του την πάρεις, και μαζί να του πάρεις και την καρδιά του!
— Ακούτε την μελωδία, πριν αρχίσετε να γράφετε τους στίχους σας; Σας εμπνέει η μουσική;
Δεν μπορώ να γράψω, όταν μου δώσουν την μουσική. Γράφω πρώτα τους στίχους. Όταν ο συνθέτης κατορθώσει να μπει στο πετσί τού στιχουργού δημιουργείται μια επιτυχία. Είναι λάθος να γράφεται πρώτα η μουσική. Δεσμεύεται ο στιχουργός και το τραγούδι βγαίνει όπως-όπως. Εξάλλου, όλα τα μεγάλα αριστουργήματα της μουσικής γράφτηκαν πάνω στα λιμπρέτα.
— Έχετε τη γνώμη πως το τραγούδι κάνει τον τραγουδιστή;
Φυσικά. Πού είναι τώρα η Μοσχολιού, αυτή η γνήσια λαϊκή φωνή; Με τα τραγουδάκια που την βάζουν να τραγουδάει θα την εξαφανίσουν σιγά-σιγά. Μοσχολιού ήταν η «πέτρα» και όλα όσα τραγούδησε με τον Ξαρχάκο και τον Καλδάρα. Την θυμάστε; Και σας ρωτώ. Την αναγνωρίζετε σήμερα;
— Ποιοι τραγουδιστές σας συγκινούν τώρα;
Μια Ρίτα Σακελλαρίου (σ.σ. το «μια» σημαίνει πως την είχε ανακαλύψει εκείνη την εποχή με το «Κάθε ηλιοβασίλεμα»), ο Νταλάρας, ο Βιολάρης, ο Πουλόπουλος, ο Βοσκόπουλος! Τι καλλιτέχνης αυτό το παιδί! Δίκαια πλούτισε. Μάλιστα!
— Σας συγκινεί το ότι είστε η πρώτη, η μεγαλύτερη στιχουργός;
Δεν είμαι εγώ η πρώτη. Πρώτος είναι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και σ’ αυτόν βλέπω την διαιώνιση του λαϊκού τραγουδιού!
— Και το Νέο Κύμα;
Μα τι ωραία πράγματα που γράφουν αυτά τα παιδιά! Γράφουν μεγάλα πράγματα, αλήθεια! Δυστυχώς δεν έχουν απήχηση… τουλάχιστον τόση, όση τους αξίζει. Ο Κώστας Χατζής για παράδειγμα είναι κάτι που θ’ αργήσει να ξαναφανεί. Κι εκείνος ο Γιώργος Μαρίνος, τι φαινόμενο!
— Για τον εαυτό σας κυρία Παπαγιαννοπούλου δεν θα μας πείτε κάτι;
Τι να σας πω εγώ; Μιλάνε τα τραγούδια μου.
— Πού λέτε ότι οφείλεται η επιτυχία σας και η απήχησή τους;
Μα στην ειλικρίνεια, στην φυσικότητα με την οποία τα έγραψα.
— Και… πόσους μήνες χρειάζεστε για ένα σας τραγούδι;
Συνήθως τα γράφω σε μια μέρα!
Μα γιατί ετοιμάζεσαι να φύγεις παιδάκι μου; Κάτσε, θέλω να μιλώ, δεν έρχεται τώρα πολύς κόσμος να με δει. Και κάθισα. Μου πρόσφερε παγωτό, γλυκά και λυπόταν που δεν είχε άλλα τόσα να μου προσφέρει. Πριν φύγω της έκανα μια ερώτηση ακόμη…
— Τι νομίζετε κυρία Παπαγιαννοπούλου πως υπάρχει πέρα από την ανάμνηση στη ζωή;
Αλίμονο στον άνθρωπο που ζει με αναμνήσεις. Είναι σωστός θάνατος, όταν θυμάσαι τις ευχάριστες μέρες που δεν θα ξανάρθουν. «Αχ και να είχα τα νιάτα σας», είπε, και μου έδωσε το χέρι ευχαριστώντας με για τη συντροφιά. Ψιθύρισα ένα αδέξιο «καληνύχτα».