/Η “αδικημένη” Μαρία Πολυδούρη

Η “αδικημένη” Μαρία Πολυδούρη

Οι περισσότεροι ή δεν γνωρίζουν τη Μαρία Πολυδούρη ή την γνωρίζουν μόνο μέσω του Καρυωτάκη. Κι όχι λεπτομέρειες, μέσες άκρες. “Ε, ήταν κι αυτή ποιήτρια, μετρέσα του Καρυωτάκη, έγραφε για έρωτες, άνθη και πουλιά”. Παρόμοια περίπου άποψη είχα σχηματίσει και ο ίδιος για την ποιήτρια όσο ήμουν μαθητής. Είχε γίνει ανάλυση του “Κοντά σου”, ποίημα έντονα ρομαντικό, οριακά μελό και σιροπάτο, που εξετάζει τον έρωτα μέσα από το πρίσμα της τρυφερότητας, της αφέλειας και της αθωότητας. (Η αξία του ποιήματος δεν υπονομεύεται ούτε αναιρείται σε καμία περίπτωση, απλά αυτού του είδους ο ρομαντισμός θεωρείται σήμερα κάπως παρωχημένος). Πολυδούρη έκτοτε δεν ξανάπεσε στα χέρια μου.

Στην ιστορία του “άπιστου Θωμά” μπαίνει μια άνω τελεία, καθώς ακολουθεί ευθυμογράφημα του βιογραφικού σημειώματος της Πολυδούρη.

Η ζωή της ποιήτριας

Η Μ. Πολυδούρη ήταν ένα απριλιάτικο λουλούδι. Φύτρωσε την 1η του Απρίλη του 1902 ,σαν πρωταπριλιάτικο ανέκδοτο, και μαράζωσε στις 29 του ίδιου μήνα 28 χρόνια αργότερα. Η σκούφια της κρατούσε από τη Μεσσηνία και πέρασε τα παιδικά-εφηβικά της χρόνια μεταξύ Καλαμάτας, Φιλιατρών και Γυθείου.

Το 1920 και οι δύο της γονείς μετοίκησαν σε τόπο χλοερό με χρονική διαφορά 40 ημερών. Η Μαρία ήταν φευ-γάτη στην Αθήνα κι όπως φαίνεται από το ημερολόγιό της δεν πρόλαβε τα στερνά της μητέρας της, κάτι που τη στοίχειωνε για όλη της τη ζωή (έχει γράψει και σχετικά ποιήματα). Ένα χρόνο αργότερα εγγράφηκε στη Νομική Αθηνών ενώ παράλληλα εργαζόταν στη Νομαρχία Αττικής, όπου και γνώρισε τον Καρυωτάκη. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένα βραχύβιο ρομαντικό ειδύλλιο, που πολλοί έσπευσαν να το μετατρέψουν σε άρλεκιν ολκής. Ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που χρέωσαν την επιτυχία και την υστεροφημία της Πολυδούρη σε αυτό το “καυτό κουτσομπολιό” της λογοτεχνίας.

Το 1925 την έκανε με ελαφρά από τη σχολή της, ασχολήθηκε για ένα φεγγάρι με την υποκριτική, μέχρι που τα βρόντηξε τελείως και πήρε των ομματιών της για Παρίσι (1926). Εκεί πήρε δίπλωμα κοπτοραπτούς, αλλά η φυματίωση ανέβαλε τα σχέδιά της. Κατόπιν σύντομης νοσηλείας στο Παρίσι, επέστρεψε στην Αθήνα ταπί και εισήχθη στο “Σωτηρία” (<<όχι γιατί χρειαζόταν να μπει αλλά γιατί δεν είχε πού να πάει>>) όπως αναφέρει ο Γ. Χονδρογιάννης στο βιβλίο του “Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη”. Τότε πληροφορήθηκε την αυτοκτονία του πρώην αγαπημένου της. Στο μεταξύ η υγεία της ακολουθούσε φθίνουσα πορεία μέχρι που στις 29 Απριλίου αποχαιρέτησε το “μάταιο τούτο κόσμο”, αφήνοντας πίσω ένα διόλου ευκαταφρόνητο έργο.

Σκάρωνε στιχάκια αλλά και ποιήματα ήδη από τα μαθητικά της χρόνια. Επίσημα η ποιητική της δραστηριότητα ξεκίνησε στις αρχές του ’20, δημοσιεύοντας ποιήματα σε διάφορα περιοδικά, με αποκορύφωμα τις δύο ποιητικές της συλλογές “Οι τρίλλιες που σβήνουν” και “Ηχώ στο χάος“, που ήταν το μελαγχολικό, λυρικό κύκνειο άσμα της. Στα γραφτά της συγκαταλέγονται επίσης μια νουβέλα, το ημερολόγιό της και μερικές μεταφράσεις ξένων ποιητών.

Και ο “άπιστος Θωμάς” συνεχίζει. Ως φοιτητής, δυο χρόνια μετά, κατεβάζω στο κινητό τα Άπαντα του Καρυωτάκη (Καρυωτάκης=το λάβαρο της εφηβείας, καντήφλα και κατάθλιψη). Τα τελειώνω και σκέφτομαι πως “δίπλα στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα”, το ένα έφερε το άλλο και κάπως έτσι καταλήγω να διαβάζω τα ποιήματα της Πολυδούρη το λιγότερο προκατειλημμένος.

Η ποίηση της Πολυδούρη

Καθώς όμως περνάνε οι σελίδες και το ένα ποίημα διαδέχεται το άλλο, γκρεμίζεται η εικόνα της μελορομαντικής ποιήτριας. Τότε από τα συντρίμμια, προβάλλει μια γυναίκα απόλυτα ερωτευμένη με όλα τα παρελκόμενα της ρομαντικής της φύσης. Η στέρηση, ο φόβος που της προκαλεί η απώλεια κι άλλα αποκυήματα της νοσηρής φαντασίας του πάθους την οδηγούν σε μια κατάσταση βαθιά μελαγχολική, αγγίζοντας πολλές φορές τα όρια του θανάτου. Η ποίησή της ένα παλίμψηστο αμφιθυμίας: Ύμνοι που εξαίρουν τον έρωτα δίνουν τη θέση τους σε νοσταλγικά στιχάκια και σπαραξικάρδιους λυγμούς, σε ποιήματα που τα θωπεύει ο θάνατος και σε άλλα που η ζωή είναι αδιάκοπο γλεντοκόπι.

Οι στίχοι της πράγματι “αναδίδουν” Καρυωτάκη, χωρίς να είναι αντιγραφή ή κακέκτυπο αυτού, και κάνουν αισθητή την επιρροή του πάνω στην ποιήτρια. Αν το μόνο γνώρισμα των στίχων της ήταν η στεγνή κόπια του αυτόχειρα εραστή της τότε “δικαίως” αντιμετωπίζεται ως συνάρτησή του.

Η Πολυδούρη όμως εμπνέεται από αυτόν, ή καλύτερα από το πάθος της για αυτόν, ή ακόμη καλύτερα από το πάθος της για τον έρωτα που οδηγεί την ύπαρξή στις υψηλότερες κορυφές ηδονής. Κι όλα αυτά τα μετατρέπει σε ρίμες και στροφές.

                                                                 Η Πολυδούρη των στίχων

                                                               “του ονείρου τ’αστείο θύμα”

                              “Κι’ ανάμεσό σας είμαι εγώ το άσκοπο, το αφημένο / το αδύναμο.”

                                     “Τίποτε εδώ δε με πλανεύει. / Τίποτε εκεί δε μ’οδηγάει.”

  Η Πολυδούρη ως ρομαντική κυνηγά το ιδανικό και το απόλυτο. Μονίμως ανικανοποίητη αναζητά το τέλειο και νομίζει ότι το βρίσκει μόνο στα γεμάτα αθωότητα και ξεγνοιασιά παιδικά της χρόνια, ενώ η ενηλικίωση και η πεζότητα την προσγειώνουν άγαρμπα στην πραγματικότητα. Η εξιδανίκευση του έρωτα, η ανύψωση και η θεοποίηση Αυτού, του όποιου αυτού (είτε είναι ο αγαπημένος της, είτε η μητέρα της, είτε η χαμένη της παιδικότητα…) και οι τρυφερές αναμνήσεις περιστατικών και προσώπων είναι οι αόρατες κλωστές που την κρατούν ζωντανή. Ακόμη κι αυτά όμως βαθμηδόν ξεθωριάζουν και αντικαθίστανται από την αδυναμία, την εγκατάλειψη και την εκούσια παραίτηση, σπρώχνοντας την ποιήτρια κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο της ύπαρξης.

Ημερολόγιο και μυθιστόρημα

Το ημερολόγιο φανερώνει τα ανείπωτα της φραγγελωμένης της ψυχής -μύχιες σκέψεις, εξομολογήσεις και κρυφές επιθυμίες- φωτίζοντας ένα διάστημα της ζωής της ποιήτριας. Το μυθιστόρημα από την άλλη, μέσα από το οποίο η Πολυδούρη στηλιτεύει τις κοινωνικές αξίες και συνθήκες της εποχής, δίνει στοιχεία για τις προοδευτικές ιδέες και αντιλήψεις της. Μεγαλωμένη σε φιλελεύθερο οικογενειακό περιβάλλον απέκτησε φεμινιστικές και προχωρημένες για την εποχή της ιδέες, δυσκολοχώνευτες για πολλούς μέχρι και σήμερα.

Ήταν μια γυναίκα απελευθερωμένη, που σύχναζε σε καφενεία, που συναναστρεφόταν άντρες, που κάπνιζε κι έπινε, που είχε λόγο και υπόσταση στην κοινωνία.

Το έργο της Μ. Πολυδούρη στο σύνολό του επιτρέπει στον αναγνώστη να βαθομετρήσει την άβυσσο της ψυχής της, να διεισδύσει στο απροσδιόριστο της γυναικείας φύσης. Πηγάζει απευθείας από τον εσώτερο εαυτό της, είναι αυθεντικό και βαθιά αληθινό, δίχως ίχνος υποκρισίας. Έτσι, το έργο και η ζωή της πορεύονται μαζί, τόσο που μερικές φορές είναι αξεχώριστα. Κι αυτό είναι αρκετό για να καθιερώσει την Πολυδούρη ως αυθύπαρκτη ποιητική φυσιογνωμία. 

Βιβλιογραφικές πηγές : “Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη”, Γ. Χονδρογιάννης, εκδόσεις Δίφρος, “Δύο ποιητικές φωνές μελέτη”, Α. Βασιλείου, Λαμία 1998, “Μαρία Πολυδούρη ΆΠΑΝΤΑ”, εκδόσεις Αστέρι. 

Τρύφων Κατσάκης

infititis