Στη σημερινή κρίσιμη ιστορική συγκυρία, ο λόγος του Γιώργου Θεοτοκά αποχτά απροσδόκητη επικαιρότητα. Κι αυτό έχει να κάνει με την αντιστοιχία των εποχών, της δικής του με τη δική μας. Βρισκόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με μια παγκόσμια κρίση, ανάλογη μ’ αυτήν που ακολούθησε τον Πρώτο και οδήγησε στο Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Και οι δυνάμεις που βρίσκονται στο διεθνές προσκήνιο είναι απελπιστικά ανεπαρκείς για να τη διαχειριστούν. Είναι φανερό· η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική, είναι πρωτίστως πολιτισμική.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς διέβλεψε πολύ νωρίς την πολιτισμική διάσταση της κρίσης που την κορύφωσή της ζούμε σήμερα· και τη συνόψισε σ’ ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμά της, το «μηδενισμό».
Ο «μηδενισμός» δηλώνει την απώλεια της πίστης σε αξίες που δίνουν νόημα και περιεχόμενο στην ανθρώπινη ύπαρξη· απώλεια που σημαίνει ότι το κυρίαρχο σύστημα διαψεύδει τις αξίες, και μαζί τους την πίστη των ανθρώπων σ’ ένα όραμα ζωής.
Καταλυτική είναι η κριτική του Θεοτοκά για τη μηδενιστική ιδεολογία στην τέχνη σ’ ένα δοκίμιο της ωριμότητάς του με το σημαδιακό τίτλο «Η ύβρις» (1965). Μισόν αιώνα αργότερα οι εκτιμήσεις του επιβεβαιώνονται πλήρως. Το κυρίαρχο σύστημα απομακρύνεται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς από το ανθρωποκεντρικό πρότυπο των κλασικών πολιτισμών και τείνει να συγκροτήσει τον αντίπαλο πόλο, όπου, αντί το σύστημα να υπηρετεί τον άνθρωπο, ο άνθρωπος υποχρεώνεται να υπηρετεί το σύστημα. Αυτή ακριβώς η αντιστροφή αποτελεί το τεκμήριο ότι η κρίση είναι πρωτίστως κρίση πολιτισμού.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς δεν αρκείται στη διαπίστωση της κρίσης, αλλά επιμένει, τόσο στο δοκιμιακό όσο και στο λογοτεχνικό του έργο, στην ανάγκη να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα, διατυπώνοντας μια σαφή πρόταση διεξόδου, η οποία απορρέει από την ελληνική πνευματική παράδοση και το αντίστοιχο πολιτισμικό πρότυπο.
Ας αρχίσομε με μια δική του κρίση: «Καταλάβαμε αληθινά το Μακρυγιάννη – γράφει – και τον αγαπήσαμε στα φοβερά χρόνια της κατοχής, όταν αισθανθήκαμε την ανάγκη να ακουμπήσομε πάλι στην παράδοσή μας για να επιζήσομε».[1]
Να, λοιπόν, ένα πρώτο δίδαγμα: Σε περιόδους μεγάλης κρίσης, όπως αυτή της ξένης κατοχής (ή επικυριαρχίας, επιτήρησης, επιτροπείας), ο πιο σίγουρος δρόμος για να επιζήσει ένας λαός είναι να στηριχτεί – όχι σε ξένες συνταγές αλλά – σε αρχές και αξίες που αντλεί από τη δική του παράδοση. Όπως λέει αλλού ο ίδιος, «θα πραγματοποιήσομε την αυτοπειθάρχησή μας, την ισορροπία μας και τη λύτρωσή μας, καλλιεργώντας το φυσικό εαυτό μας και ακολουθώντας τις φυσικές κλίσεις μας»[2]. Αυτό φαίνεται να είναι, στην παρούσα παγκόσμια κρίση, όπου διακυβεύεται και πάλι η επιβίωση του γένους μας, το πιο επίκαιρο από τα μηνύματα που θα μπορούσαμε να αντλήσομε από το έργο του Γιώργου Θεοτοκά.
̶ «Κάθεστε και λέτε τα αυτονόητα», θα πουν οι γείτονες που μας ακούνε. Κι όμως, στην πρωτοφανή πολιτισμική κρίση που ζούμε, τίποτε δεν είναι αυτονόητο. Θα σταθούμε σ’ ένα μόνο σύμπτωμα, αυτό που αφορά αμεσότερα την κουβέντα μας και που όχι τυχαία είναι και το πιο χαρακτηριστικό. Μιλούμε για τη σκόπιμη και συστηματική στρέβλωση της σημασίας των λέξεων, που υπονομεύει και αποδιαρθρώνει το σημασιοδοτικό σύστημα της γλώσσας και τον τρόπο αντίληψης και κατανόησης του κόσμου. Το φαινόμενο εμφανίζεται με μεγάλη επίταση στις μέρες μας κι έχει δημιουργήσει, μ’ ένα πλήθος νεολογισμών και ανασημασιοδοτήσεων, μια τεράστια ιδεολογική σύγχυση. Η φιλοπατρία, λ.χ., συστατικό στοιχείο των πολιτισμών της εντοπιότητας, ενοχοποιείται ως εθνικισμός, ενώ οι επιθετικοί πόλεμοι καταξιώνονται ως “ανθρωπιστικοί”.
Σύμφωνα με τη θεωρία του πολιτισμού, αυτού του είδους η έξαρση σημειωτικής δραστηριότητας εμφανίζεται σε περιόδους βίαιων κοινωνικών αλλαγών και αποτελεί ένδειξη ότι μεθοδεύεται η ανατροπή του τύπου της κουλτούρας[3]. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η ιδέα της ελληνικότητας οφείλει να προκαλεί αλlεργία, καθώς περνά υποχρεωτικά μέσα από τους παραμορφωτικούς καθρέφτες μιας πλαστής διχοτομίας, που συρρικνώνει τον κόσμο στον αφελή διπολισμό Εθνικισμός vs Παγκοσμιοποίηση.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, περισσότερο παρά ποτέ ν’ ακουμπήσομε στην παράδοσή μας και ν’ αφουκραστούμε τους πνευματικούς πατέρες μας. Ένας απ’ αυτούς είναι πια σήμερα κι ο Θεοτοκάς, που έχει αφιερώσει όλο περίπου τα δοκιμιακό του έργο στα προβλήματα του πολιτισμού.[4] Ανάμεσα σ’ αυτά, ξεχωριστή θέση κατέχει το πρόβλημα της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας, το αίτημα της ελληνικότητας, που από τον καιρό του Σολωμού επανέρχεται σταθερά, ως αντικείμενο προβληματισμού, σε βαθμό που να έχει καταστεί διακριτικό στοιχείο της νεοελληνικής κουλτούρας. Και συνδέεται με το αίτημα αυτοσυνειδησίας ενός ιστορικού λαού, ο οποίος, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της αλλοτρίωσης, αγωνίζεται να σηκώσει, ως νέος Σίσυφος, το βάρος μιας μεγάλης και παγκόσμια σεβαστής πολιτιστικής κληρονομιάς και να ανταποκριθεί στον πνευματικό ρόλο που του επιβάλλει.
Ο προβληματισμός για την ελληνικότητα θα πάρει τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όταν θα τροφοδοτήσει τις αναζητήσεις της λεγόμενης Γενιάς του ’30, τόσο ως αντικείμενο στοχασμού και δημόσιου διαλόγου, όσο και ως λογοτεχνικό θέμα και ποιητική μυθολογία[5]. Πρωτοπόρος σ’ αυτό – όπως και σε άλλα- ήταν ο Γιώργος Θεοτοκάς, που πολύ νωρίς, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, εξέφρασε το συλλογικό αίτημα μιας πολιτισμικής αναγέννησης, σε διαλεκτική αντίθεση προς το κλίμα της παρακμής του νεορομαντισμού και νεοσυμβολισμού, που έφερε η γενιά του Καρυωτάκη. Εναλλακτική διατύπωση του αιτήματος της αναγέννησης είναι η «έξοδος από το μηδενισμό»[6], η ανάγκη μιας πίστης, ενός προσανατολισμού, ενός οράματος ζωής. Ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο απ’ αυτό που ο Θεοτοκάς αναγνωρίζει και καμαρώνει στο Μακρυγιάννη: «ότι ξέρει καλά τί γυρεύει σε τούτο τον κόσμο» [Αναζητώντας τη διαύγεια, ό.π., 2005: 231].
Αυτό με απλά λόγια, είναι η συνείδηση του εαυτού σου, της ιδιοπροσωπίας σου, αυτό που σε διακρίνει ως αυθύπαρκτο ον, το οποίο για τους Έλληνες συνοψίζεται στην ελληνικότητα, για τους Ιταλούς στην ιταλικότητα, κ.ο.κ. Κι αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, είναι απλώς φυσιολογικό· και απαραίτητο για να ολοκληρωθείς ως ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο· και να προσφέρεις στους άλλους αυτό που έχεις κι αυτοί δεν έχουν. Αν απαρνηθείς τον εαυτό σου για να γίνεις όμοιος με όλους τους άλλους, ακυρώνεσαι ως αυτοδύναμη αξία, παύεις να έχεις οποιοδήποτε ενδιαφέρον για τους άλλους, είναι σα να μην υπάρχεις. Για το Θεοτοκά, η ανάπτυξη της ιδιαιτερότητας κάθε ιστορικού υποκειμένου είναι αναγκαίος όρος, για να μετέχει στη διεθνή διαλεκτική των αξιών, να συνεισφέρει το δικό του πλούτο στο κοινό ταμείο των πανανθρώπινων αξιών.
Από την άλλη, ο Θεοτοκάς φροντίζει να οριοθετήσει προσεκτικά τις έννοιες και τους όρους προς όλες τις κατευθύνσεις. Ελληνικότητα δεν είναι το επιφανειακό φολκλόρ, η τέχνη που περιορίζεται στο «τοπικό χρώμα, σαν τις καρτ-ποστάλ που παρασταίνουν βοσκούς με φλογέρες και κορίτσια στον αργαλειό» ή που περιγράφει νοσταλγικά την «αγνή ζωή της ειδυλλιακής επαρχίας». Δεν είναι ο «νοσηρός ναρκισσισμός και η υστερική ξενοφοβία», ο «έξαλλος τοπικισμός και επαρχιωτισμός, ο απομονωτισμός». Η ελληνικότητα «δεν είναι ένα έμβλημα ζηλιάρικου τοπικισμού και μισοξενισμού»[7].
Δεν είναι, από την άλλη, η δουλική μίμηση των ξένων προτύπων.[8] Καταδικάζει με έμφαση την πολιτισμική αλλοτρίωση: «Ως πότε αυτή η άγονη υποταγή… στους θολούς μυστικισμούς και στους στρυφνούς τρόπους ξένων και μακρινών λαών, που δεν αντίκρυσαν ποτέ το ελληνικό φώς; Χάνομε τον καιρό μας με τους Γότθους και τους Σκύθες, σπαταλούμε άσκοπα πολύτιμες δυνάμεις και στρεβλώνουμε το μυαλό μας. Τα διδάγματά τους δεν μπορούν να φυτρώσουν στα χώματά μας μήτε να μας κάμουν καλό. Μονάχα εκτρώματα γεννιούνται από τέτοιες αταίριαστες πνευματικές ενώσεις».[9]
Μιλώντας αλλού για το ίδιο θέμα θα γράψει: «Νομίζω πως έχουν εξίσου άδικο και εκείνοι που κλείνονται αυτάρεσκα σε μια δήθεν «αγνή ελληνική πραγματικότητα» και αρνούνται την άλλη πραγματικότητα της Ευρώπης και του αιώνα, και εκείνοι που σκέπτονται μονάχα διεθνικά και δε θέλουν να παραδεχτούν την ιδιορρυθμία του ελληνικού ζητήματος. Θα μας χρειαστούν στο εξής πιο πλατιά πνεύματα και πιο συνθετικές απόψεις»[10].
Τονίζει ότι η ελληνικότητα δεν είναι φυλετική ιδιότητα, αλλά ένα ορισμένο είδος ανθρώπου, ένα ιδανικό ζωής, ένα πρότυπο αξιών, και κυρίως, ένα σύστημα ανοιχτό, πανανθρώπινης εμβέλειας, στο οποίο χωρούνε όλοι, ανεξάρτητα από τη φυλετική τους προέλευση. Και σ’ αυτό έγκειται η ιστορικά βεβαιωμένη αφομοιωτική του ικανότητα που κάνει τους άλλους να διακηρύττουν «Είμαστε Έλληνες κι εμείς!» (92-93).
Η ελληνικότητα στα κείμενα του Θεοτοκά έχει δύο βασικές συνισταμένες: η μία είναι η ελληνική παράδοση, η άλλη η ελληνική φύση.
Η παράδοση αντιστοιχεί σε υπαρκτά ανθρώπινα παραδείγματα ατομικά και συλλογικά, όχι αφηρημένες ιδέες. 1ον. Παραδείγματα ζωής και δράσης και παραδείγματα πνευματικής δημιουργίας: ο Μακρυγιάννης, στην περίπτωσή μας, ως αγωνιστής και ως συγγραφέας των Απομνημονευμάτων[11]· ως υπόδειγμα συνέπειας σκέψης και πράξης – κατά λέξη, ως «συμπυκνωτής του εθνικού χαρακτήρα, συμβολικός ήρωας του ελληνικού λαού και δάσκαλος ζωής»[12].
2ο. Συλλογικά παραδείγματα: εκφράσεις του λαϊκού παραδοσιακού πολιτισμού και συμπεριφορές κοινωνικών ομάδων, όπως εκείνοι οι νησιώτες μαραγκοί που ο συγγραφέας συνάντησε «σε κάτι μικρά νησιώτικα ναυπηγεία του Αιγαίου», που «τραγουδώντας έφτιαναν καΐκια στην ακρογιαλιά, με προσοχή, με καλή καρδιά και με μια στοργή που θα έλεγες ότι χάιδευαν την αγαπητικιά τους. Είχαν έρωτα για τα ξύλα τους, για τις μπογιές τους, για τα εργαλεία τους και, παραπάνω από το καθετί, για τη μεγάλη γαλάζια θάλασσα που δεν τελειώνει πουθενά […] Αυτοί οι καλοί Έλληνες, οι ελληνικότατοι, δεν προφασιζόντανε πως είχαν καταφέρει τίποτα το καταπληκτικό, δεν κορδωνόντανε […] ούτε είχαν καμιάν εκτίμηση για τα μεγάλα λόγια: Θα κάμουμε, θα δείξουμε, θα ανανεώσουμε, θα αναδημιουργήσουμε. Τί θα κάμετε και τί θα δείξετε, έλεγαν, όταν δεν ξέρετε να καρφώσετε δυο σανίδια; Όλα αυτά λοιπόν τα κορόιδευαν με διάφορα αστεία παρατσούκλια»[13]. Και μαζί με τους νησιώτες, τα μακρινά ταξίδια «μέσα στην αρμύρα και στο φως», συντροφιά με το όνειρο, τις παραδόσεις και τους μύθους τους, παλιούς και νέους, που τροφοδοτούν την αίσθηση μιας διαχρονικής διάρκειας. Γράφει ο Θεοτοκάς στην Πνευματική Πορεία: «το ίδιο πάντα καράβι από την εποχή του Ιάσονα και του Οδυσσέα, το ίδιο που και σήμερα ακόμα το σταματά καμιά φορά η γοργόνα, μέσα στη φουρτούνα, και ρωτά αν ζει ο Μέγας Αλέξανδρος κι ο ναύτης αποκρίνεται από την πλώρη ότι ζει και βασιλεύει».[14]
Ο άλλος πόλος που συγκροτεί την ιδέα της ελληνικότητας στο Θεοτοκά είναι η φύση, ως υγιές φυσικό ένστικτο και ως αυθεντικό περιβάλλον του ανθρώπου.
Στο πρώιμο πεζογράφημά του, Ώρες Αργίας (1931), ο αφηγητής παραδίδεται σε μια στοχαστική ενατένιση του αιγαιοπελαγίτικου φυσικού χώρου. Θεάται και σπουδάζει το ύφος και το ήθος του τόπου, συλλαμβάνει και διατυπώνει “την ιδέα του ελληνικού Νησιού”:
«Είμαι η πιο αγνή γωνιά της Γης, λέει το κάθε Νησί. Είμαι το πιο λαμπρό τραγούδι. Είμαι ψηλότερα απ’ όλες τις σοφίες και όλες τις τέχνες, γιατί την τέλεια αρμονία που αγωνίζουνται αδιάκοπα να πραγματοποιήσουν οι άνθρωποι, την είπα εγώ μια και καλή από την αρχή του κόσμου, χωρίς καμιά αναζήτηση και κανένα κόπο, την είπα αυθόρμητα, μοναχά με την ύπαρξή μου. […] Είμαι όλο φως, νιότη, χαρά κι ελευθερία, λέει το Νησί. Πιο μακριά, ολόγυρά μου, σεισμοί και καταποντισμοί, κόσμοι γεννιούνται, κόσμοι πεθαίνουν. Εγώ δε σκοτίζουμαι για τίποτα. Καμαρώνω τα λευκά πανιά που καθρεφτίζουνται στα νερά μου, τα αγόρια και τα κορίτσια που φιλιούνται μες στ’ αμπέλια μου, και γελώ με τα βαριά και μάταια κονταροχτυπήματα των ανθρώπων και των θεών»[15].
Όπως γίνεται φανερό από τα παραθέματα, ο Ήρωας-αφηγητής του Θεοτοκά επιχειρεί μέσα από τη βιωματική επικοινωνία με τη φύση, να προσπελάσει το βαθύτερο νόημα και τις αξίες που εμπερικλείει, προκειμένου να συγκροτήσει τη συνείδηση της ταυτότητάς του. Στις Ώρες αργίας, περιγράφει, μέσα από θαυμαστικές αποστροφές σε β΄ πρόσωπο, πώς αφήνεται να μυηθεί στο πνεύμα της γης από μια νησιωτοπούλα – Φροσύνη την αποκαλεί –, που βιώνει απλά και ανυπόκριτα μια ουσιαστική σχέση με τη φύση:
«Εσύ μου έμαθες να αισθάνουμαι την υπόκωφη ροή των μεγάλων χυμών της γης, ξαπλωμένος κάτω από τη γλυκιά σκιά των ελαιώνων. Μου έμαθες και να καταλαβαίνω τη γλώσσα της θάλασσας. Μα πόσο πιο πλέρια τη νιώθεις εσύ, αγνή θαλασσινή! Κάθε μέρα, με τα μάτια ορθάνοιχτα, με τα μαλλιά στον άνεμο, με τις αισθήσεις τεντωμένες, μοναχή μπροστά στη θάλασσα, την αφήνεις να σε γεμίζει με τους πιο τρελούς σκοπούς. Ρουφάς μ’ όλες τις δυνάμεις σου τη λαμπρότητά της, την ακατανίκητη χαρά της, τη μεγαλειώδη ορμή της, το μυστήριό της, την αγωνία της. Της δίνεσαι ολόψυχα, μοιάζεις σα να διαλύεσαι μέσα της και να συνταυτίζεσαι με τα φευγαλέα γαλανά νερά… Μα υπάρχει άραγε στον κόσμο τίποτα πιο συγκινητικό από το Αιγαίο;».
Τριάντα χρόνια αργότερα, κάνοντας τον απολογισμό της «πνευματικής του πορείας», ο κωσταντινουπολίτης Θεοτοκάς φαίνεται να έχει κατασταλλάξει σε μια πιο στέραιη και διαυγή συνείδηση πολιτισμικής εντοπιότητας:
«Είμαι Αιγαιοπελαγίτης ως τις ρίζες. Τα νησιά είναι η πατρίδα μου. Δεν ξέρω καλά αν αυτό είναι ζήτημα κληρονομικότητας ή ελεύθερης εκλογής, αλλά στα νησιά αισθάνομαι τη μεγαλύτερη συνεννόηση, τη μεγαλύτερη αρμονία με το φυσικό και με το ανθρώπινο περίγυρο. Από τα νησιά μας και τους νησιώτες ζητώ την πρωταρχική αλήθεια των πραγμάτων που με απασχολούν, τη βάση όπου θα στηριχτώ για να κοιτάξω πιο μακριά». [Πνευματική πορεία, (α΄ έκδ.1961), 1994: 268].
Συνοψίζομε: Στα παραπάνω κείμενα παρακολουθούμε μια διαδικασία αναζήτησης και συγκρότησης της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Ο Ήρωας-Αφηγητής διαμορφώνει την αυτοσυνειδησία του από δυο κυρίως πηγές. Η μία είναι η φύση και οι πρωτογενείς φυσικές αξίες, η άλλη είναι η παράδοση, που συγκροτείται από υποδειγματικές ατομικές πράξεις και στάσεις και από αξιακά πρότυπα ενός εμπράγματου διαχρονικού πολιτισμού. Ανάμεσα στις φυσικές και κοινωνικές αξίες υφίσταται μια προφανής αναλογία και ισοδυναμία, που ευνοεί το μετασχηματισμό των φυσικών αξιών σε ηθικές αξίες· και καθιστά τη φύση και τις αξίες της πρότυπο και μέτρο αξιολόγησης των κοινωνικών αξιών. Υγιείς κοινωνικές αξίες είναι αυτές που δε συγκρούονται μα εναρμονίζονται προς τις φυσικές αξίες. Αυτή η αναλογία κι αυτή η εναρμόνιση βρίσκει το αντίστοιχό της στη στενή σχέση οικειότητας, συγγένειας και αλληλεγγύης του ανθρώπου προς τη φύση, διακριτικό γνώρισμα του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου: «Το αγαπάς το Νησί σαν ένα πράμα που έγινε για σένα, σαν ένα κομμάτι αναπόσπαστο της ύπαρξής σου. Το πονείς αδελφικά κι εκείνο μοιάζει σα να ανταποκρίνεται αυθόρμητα στα συναισθήματά σου. Τί όμορφα που συνεννοείστε εσείς οι δύο και πόσο βαθιά το ζεις και σε ζει» [Ώρες Αργίας, 1931: 58].
Αυτό το βίωμα της ενότητας (και όχι αντιπαλότητας) του ανθρώπου με τη φύση, των κοινωνικών με τις φυσικές αξίες αποτελεί κοσμοθεωρητικής τάξεως κατάκτηση, που απορρίπτει τα δυιστικά μοντέλα (αντίθεση ύλης – πνεύματος) και επαναβεβαιώνει την αρχή του ενιαίου σύμπαντος, συστατικό στοιχείο του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου. Γράφει σχετικά ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Εννοώ να ζω και να δουλεύω μ’ όλες μαζί τις ανθρώπινες ιδιότητές μου, με τις αισθήσεις, με την καρδιά, με το νου, με τη θέληση. Για μένα δεν υπάρχει κανένα διαζύγιο ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη, ή ανάμεσα στη διανοητική και τη συναισθηματική ζωή, ούτε ανάμεσα στη ζωή της ψυχής και τη ζωή των αισθήσεων, ούτε, από την άλλη, ανάμεσα στο πνεύμα και την πράξη. Όλα αυτά είναι πλευρές του ίδιου πράγματος και το καθένα είναι συνέπεια και συμπλήρωμα του άλλου»[16].
Αυτά τα κείμενα του Θεοτοκά αποτέλεσαν, σύμφωνα με την προσωπική μαρτυρία του Ελύτη, την αφετηρία για τη συγκρότηση μιας ποιητικής μυθολογίας σύμμετρης προς την ελληνική φύση και την ελληνική παράδοση, που μεταγράφει με ακρίβεια τα διακριτικά στοιχεία του νεοελληνικού πολιτισμικού προτύπου[17]: τη σύνθεση φυσικών και ηθικών αξιών που εκφράζουν την εναρμόνιση φύσης – κουλτούρας, ατόμου – κοινωνίας, ορθολογισμού – μυστικισμού. Αυτή η σύνθεση των αντιθέσεων είναι το δίδαγμα της ελληνικής μεσογειακής φύσης, που προσφέρει καθημερινά στον άνθρωπο ένα αισθητό, ορατό και απτό πρότυπο ιδεώδους ισορροπίας διαφορετικών και αντίθετων στοιχείων, ένα «κανόνα» γόνιμης σύνθεσης και δημιουργικής ζωής, μια σίγουρη «συνταγή» ατομικής και συλλογικής ευδαιμονίας. Αυτό το πρότυπο συμπυκνώνει η συκοφαντημένη «μυθολογία του Αιγαίου», πρότυπο κοσμοθεωρητικής τάξης, συνολικότερο και πληρέστερο από κάθε κοινωνική ιδεολογία.
Ο Θεοτοκάς αντιλαμβάνεται τον ελληνικό πολιτισμό όχι ως κάτι συντελεσμένο και στατικό, αλλά δυναμικό και στραμμένο προς το μέλλον.
Μ’ αυτή την προοπτική ανιχνεύει τις βιώσιμες αξίες της ελληνικής παράδοσης, που θα μπορούσε ν’ αναπτύξουν μια γόνιμη διαλεκτική με την πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου. Στα ακόλουθα παραθέματα ο Θεοτοκάς υποδεικνύει δεσπόζουσες αξίες της ελληνικής φύσης που μεταγράφονται σε αξίες πνευματικές, αποκαθιστώντας την αρχετυπική αντιστοιχία φύσης – πολιτισμού:
1] η διαύγεια (ως αναγκαίο συστατικό της πνευματικής δημιουργίας)
«Σ’ αυτήν τη μοναδική χώρα, όπου έχουμε την τύχη να ζούμε, η διαύγεια δεν είναι μια σχολική διδασκαλία. Είναι χυμένη στη φύση, γεμίζει την ατμόσφαιρα πού αναπνέουμε, κυβερνά τη ζωή μας. Αν δεν κυβερνά ακόμα τη σκέψη μας, τούτο σημαίνει πως δε σκεφτήκαμε αρκετά».
2] ισορροπία, αρμονία
«Πρέπει να λυτρωθεί η κοινωνία μας από τη σημερινή σύγχυση, από την τυφλή και ασφυκτική τυραννία των αναρχικών οικονομικών δυνάμεων, να ξαναβρεί τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό της, να μπορέσει να καλλιεργήσει τις ψυχικές και πνευματικές ανάγκες της, παράλληλα με τις υλικές. Ισορροπία! Ισορροπία!»[18].
3] το ιστορικό βίωμα της διάρκειας (στιγμή =αιωνιότητα)
«Οι νεώτεροί μας δεν υποπτεύονται πόσο βαθιά δεμένοι είναι στην ψυχική τους ύπαρξη, με τις εμπειρίες των γενεών που προηγήθηκαν – όχι μόνο των κοντινών γενεών αλλά και των πολύ μακρινών – και πόση δύναμη μπορούν ν’ αντλήσουν απ’ αυτό το δέσιμο, αν κάποτε το συνειδητοποιήσουν»[19].
4] λιτότητα, απλότητα, απόρριψη του περιττού
«Η Ελλάδα είναι όλο πνεύμα. Είναι η γη των αγνών και καθαρών ιδεών. Η θέα της Ελλάδας είναι μια απολύτρωση της σκέψης, μια κάθαρση της ψυχής. Δεν υπάρχει θέση εδώ για τα βαριά και σκοτεινά διανοητικά οικοδομήματα, για τα συννεφιασμένα συστήματα, για τις πομπώδικες και μεγαλόστομες εξάρσεις, για τους αγέρωχους και βάναυσους χρωματισμούς. Θαρρείς πως ο τόπος μας διώχνει μακριά του ό,τι περιττό και άχαρο μπορεί να γεννήσει η πλάση και διατηρεί μονάχα την υπέρτατη ουσία της. Εδώ όλα είναι απλά, τόσο όμορφα, τόσο βαθιά απλά, που η απλότητά τους ονομάστηκε θαύμα. Ολόκληρη η Ελλάδα καλεί και συνεχώς προαναγγέλλει το φώς του νού. Ως πότε θα αγνοούμε το μεγάλο μάθημα που μας δίνει ο τόπος μας;»[20]
Η ανίχνευση των αξιών γίνεται με την προοπτική να τροφοδοτήσουν μια γνήσια ελληνική λογοτεχνία, που ο Θεοτοκάς θεωρεί στρατηγικής σημασίας εργαλείο, για να διαμορφώσει και να μεταδώσει ένα «ιδανικό ζωής», να διασώσει και να διαδώσει το ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο. Σ’ αυτό το πρότυπο αναφέρεται όταν γράφει:
«Η νεοελληνική σκέψη, η νεοελληνική πεζογραφία, όταν σημάνει η ώρα τους, θα έχουν τη λιτότητα και τη διαύγεια των δωρικών ναών. Εκεί θα ξαναπάμε και δεν μπορούμε να πάμε αλλού. Αργά ή γρήγορα, ξεσκίζοντας και διαλύοντας τις ξενικές ομίχλες που φορτωθήκαμε, θα βγει μια μέρα να απαιτήσει τα δικαιώματά του ο μεγάλος ήλιος του Νότου»[21].
Κεντρική συνιστώσα της ελληνικότητας θεωρεί – ορθά – τη σύνθεση και εναρμόνιση των αντιθέσεων. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο Θεοτοκάς αναπτύσσει μια ενδιαφέρουσα θεωρία, η οποία βασίζεται στην ερμηνεία της δυτικής νεωτερικότητας ως συμπτώματος γήρανσης και στειρότητας. Γράφει:
«Οι μεγάλοι λαοί της Δυτικής Ευρώπης βρίσκονται απέναντι στην πνευματική τους ιστορία σε μια θέση διαμετρικά αντίθετη από τη δική μας. Αυτοί συμπληρώνουν τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κύκλο τους, ενώ εμείς τον ξαναρχίζομε. Αυτοί έχουνε τελειοποιήσει τις γλώσσες τους και μάλιστα τόσο πολύ που θα μπορούσε ίσως κανείς να ανησυχήσει μήπως η τόση τελειότητα είναι προμήνυμα στειρότητας. Ενώ εμείς έχουμε την πολύ μεγάλη τύχη να γράφουμε μια γλώσσα ολόδροση και σφριγηλή, μια γλώσσα-κορίτσι, που σχηματίζεται μες στις φούχτες μας κι έχει μπροστά της ζωή αιώνων. Αυτοί αναγκάστηκαν στις τελευταίες δεκαετίες να καταφύγουν στα έσχατα, στο συμβολισμό, στο φουτουρισμό, τον υπερρεαλισμό και τα παρόμοια, για να κάμουν τις γλώσσες τους να εκφράσουν (με πόσο κόπο και μόχθο) μερικούς καινούριους πνευματικούς ήχους. Ενώ εμείς δεν έχουμε ανάγκη από τέτοιες μανούβρες, όλα καινούρια είναι για μας, φρέσκα και πρωτότυπα. […] Θέλω να τονίσω ότι οι δάσκαλοί μας της Δύσης έζησαν άλλοτε την περίοδο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ανάπτυξής τους, γνώρισαν τη μεγάλη ακμή τους, πραγματοποίησαν τους κλασικισμούς τους, τους εξαντλήσανε απ’ όλες τις μεριές και τώρα τους διαλύουν πασχίζοντας να βρούνε κάτι άλλο, ενώ εμείς δεν έχουμε τι να διαλύσουμε, εμείς είμαστε προκλασικοί […] Ως ευρωπαίοι ανήκουμε σε μια εποχή όπου κλείνει ένας πνευματικός κύκλος. Ως Έλληνες ανήκουμε σε μια εποχή όπου ένας κύκλος αρχίζει. Κι οι δυο αυτές εποχές είναι εξίσου πραγματικές και είναι η ίδια εποχή, η εποχή μας»[22].
Στη σκέψη του Θεοτοκά, ακόμη και η ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης αποτελούσε το στίβο όπου ο ελληνισμός θα μπορούσε να ασκήσει και πάλι τον ιστορικό του ρόλο:
«Αν η Ευρώπη ξεπεράσει τελικά τις σημερινές δυσκολίες της, θα επιστρέψει αναγκαστικά στο σχολείο της Ελλάδας, απ’ όπου την απομάκρυναν οι υστερικοί προφήτες του καιρού μας, θα ζητήσει ξανά από τον εαυτό της τη λογική, το μέτρο, την αρμονία, την πνευματική και ηθική τάξη, την υγεία της ψυχής» [1966][23].
Μ’ αυτήν την ερμηνεία, ο Θεοτοκάς βλέπει την προοπτική ο ελληνισμός να ξαναγίνει ιστορική πρωτοπορία και να πραγματώσει ένα νέο κλασικό πολιτισμό.
Μνήμη Ορέστη Βουρεξάκη
Εταιρεία Κρητικών Σπουδών – Ίδρυμα Καψωμένου
[1] «Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη», Ευθύνη, τεύχ. 6 (Ιούνιος 1961): 42-43 [= Αναζητώντας τη διαύγεια, Εισαγ. – Επιμ. Δημ. Τζιόβας, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005: 228-232: 229].
[2] «Η διαύγεια», περ. Ο Κύκλος, αρ. 1 (Νοεμβρ. 1931): 21-30: 30 [=Αναζητώντας τη διαύγεια. «Το ύφος της ελληνικότητας», ό.π., 2005: 65-74: 74].
[3] [3] J. Lοtman- Β. Ouspenski, “Για τον σημειωτικό μηχανισμό της κουλτούρας”, (μετάφρ. Άρη Μπερλή), Σπείρα, Β’ περ., τεύχ. 1 (Καλοκαίρι 1984) [από την αγγλ. μετάφρ. ‘Όn the Semiotic Μechanism of Culture”, New Literaty History, νοl. ΙΧ, nο 2, 1978 (ρωσ. πρωτότυπο: Tartu 1971)].
[4] Ελεύθερο Πνεύμα (1929), Ώρες Αργίας (1931), Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα (1932), Στο κατώφλι των νέων καιρών (1945), Προβλήματα του καιρού μας (1956), Πνευματική Πορεία (1961), Η Ορθοδοξία στον Καιρό μας (1975), Εθνική κρίση (1966). Μεταθανάτιες εκδόσεις: Στοχασμοί και θέσεις. Πολιτικά κείμενα, τ. Α-Β (1996), Αναζητώντας τη διαύγεια (2005).
[5] «η πρώτη ελληνική γενεά του 20ού αιώνα», όπως την ονόμασε ο Γ. Θεοτοκάς [Πνευματική Πορεία, 117 και 203].
[6] «Η έξοδος από το μηδενισμό», Γ. Θεοτοκάς, Στοχασμοί και θέσεις. Πολιτικά κείμενα 1925-1966, Επιμ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος – Μιχ. Τσαπόγας, Αθήνα, Εστία, τ. Β΄, 1996: 899.
[7] «Το ζήτημα της ελληνικότητας του πνεύματος και της τέχνης», Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 107 (17 Δεκ., 1938): 1-2 [=Αναζητώντας τη διαύγεια. «Το ύφος της ελληνικότητας», ό.π., 2005: 88-90].
[8] Εντυπωσιακό παράδειγμα η ζωγραφική του Γκύζη, ενός σημαντικού καλλιτέχνη, τον οποίο ωστόσο θεωρεί «τον πιο υποταγμένο, τον πιο αποκλειστικό μαθητή του ακαδημαϊσμού του Μονάχου». Το μόνο ελληνικό στοιχείο που του αναγνωρίζει είναι η θεματογραφία του. Βλ.«Γύρω στον Περικλή Γιαννόπουλο», Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 77 (21 Μαϊου 1938): 5 [=Αναζητώντας τη διαύγεια. «Το ύφος της ελληνικότητας», ό.π., 2005: 190-191].
[9] «Η διαύγεια», περ. Ο Κύκλος, αρ. 1 (Νοεμβρ. 1931): 21-30: 30 [=Αναζητώντας τη διαύγεια. «Το ύφος της ελληνικότητας», ό.π., 2005: 73-74]. Κρατούμε αυτή την απόφανση, που αναγνωρίζει, πολύ πρώιμα, το ασύμβατο του ελληνικού πολιτισμού με ορισμένες εκφάνσεις της Δυτικής κουλτούρας.
[10] «Συμπληρωματικές παρατηρήσεις», Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 118 (4 Μαϊου 1939): 1-2 [=Αναζητώντας τη διαύγεια. «Το ύφος της ελληνικότητας», ό.π., 2005: 92-97: 97].
[11] Ο Θεοτοκάς βάνει τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη δίπλα στα πεζά του Σολωμού (Διάλογος, Γυναίκα της Ζάκυθος) και στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, που τα θεωρεί κορυφαία επιτεύγματα της παλαιότερης νεοελληνικής πεζογραφίας, «που μας βοηθούν να εμβαθύνομε την πνευματική και ηθική προσωπικότητα του Νεώτερου Ελληνισμού»· και τα οποία, καθώς λέει, θα έπρεπε, αν η εκπαίδευσή μας ήταν στο ύψος του προορισμού της, να μην υπάρχει απόφοιτος ελληνικού γυμνασίου που να μην τα έχει διδαχτεί μεθοδικά και αφομοιώσει [«Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη», Ευθύνη, τεύχ. 6 (Ιούνιος 1961): 42 και Αναζητώντας τη διαύγεια, ό.π., 2005: 228].
[12] «Ο άνθρωπος ξέρει καλά τι θέλει σε τούτο τον κόσμο. Θέλει την Ελλάδα … του “εμείς” και όχι του “εγώ”. Και πρώτιστα τη θέλει δίκαιη» (Αναζητώντας τη διαύγεια, ό.π., 2005: 231).
[13] Γιώργος Θεοτοκάς, Πνευματική Πορεία, Αθήνα, Εστία, [α΄ έκδ. 1961], 1994: 268.
[14] Πνευματική Πορεία, Αθήνα, Εστία, 1994: 268. Πρβλ. Ώρες αργίας, 1931: 66-67: ««Τρεις χιλιάδες χρόνια, οι μικροί νησιώτες της Ελλάδας φεύγουν ακατάπαυστα, με τις ψαρόβαρκες, για την κατάχτηση της Γης. Όλοι οι δρόμοι, όλοι οι άνεμοι τούς είναι βολικοί. Όπου κι αν τους ρίξει η τύχη, θα βρούνε τον τρόπο να στήσουνε τα μπακάλικα, τα σχολεία και τους βωμούς των εφεστίων θεών. […] Περνούν και ξαναπερνούν όλες τις θάλασσες, τις χώρες, τις πολιτείες. Χρησιμοποιούν όλες τις περιστάσεις. Είναι παρόντες σ’ όλες τις τρικυμίες, πάντα στην πρώτη γραμμή του κινδύνου, ηρωικοί και πολυμήχανοι. […] Πιστεύω μ’ όλη μου την καρδιά στην αξία των πειρατικών παραδόσεών μας. Ένας τέτοιος τρελός λαός δε χάνεται, ο κόσμος να χαλάσει. Όσο υπάρχουν όνειρα στις αχτές της Ελλάδας και ανικανοποίητοι πόθοι, όσο υπάρχουν σανίδια για να φτιάνουμε βάρκες κι η Γη για να την κουρσεύουμε, δε φοβόμαστε κανέναν. Θα βρούμε πάντα τον τρόπο να χρησιμοποιήσουμε προς όφελός μας τους καιρούς και τους ανέμους. Ο βασιλιάς Οδυσσέας αγρυπνά σιωπηλός και φροντίζει για τις τύχες του λαού του. Τα μάτια του γυαλίζουν άφοβα μέσα στη νύχτα και σφίγγει γερά το τιμόνι με τις ατσαλένιες παλάμες του». Αυτό που κάνει εδώ ο συγγραφέας είναι ότι αναγνωρίζει στον οδυσσειακό μύθο ένα αρχέτυπο του νεοελληνικού πολιτισμού. Πρβλ. Ε.Γ. Καψωμένος, «Μυθικά αρχέτυπα του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου. Ο οδυσσειακός μύθος στη λογοτεχνία», Πεππραγμένα ΙΒ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειο, Ε.Κ.Ι.Μ., 2016.
[15] Ωρες αργίας, 1931: 63–64.
[16] «Το ζήτημα της ελληνικότητας του πνεύματος και της τέχνης», Νεοελληνικά Γράμματα, φ. 107 (12 Νοε. 1938): 1-2 [=Αναζητώντας τη διαύγεια, ό.π., 2005: 87].
[17] “Το Χρονικό μιας δεκαετίας”, Ανοιχτά Χαρτιά, 1987: 359: «Προσωπικά εγώ, είχα μαγνητισθεί κι από ένα άλλο του βιβλίο, από τις Ώρες Αργίας. Μου άρεσε αυτό το πρωτότυπο, το ακαθόριστο είδος, το ύφος το ξέγνοιαστο και τολμηρό μαζί, ένα παιχνίδι που κατάφερνε να σε παρασύρει χωρίς να το καταλαβαίνεις στα πιο σοβαρά θέματα, τον Ελληνισμό, την Ομορφιά, την Έμπνευση, τη Δημιουργία. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το κείμενο όπου μιλούσε για το Αιγαίο. Πρώτη φορά έβλεπα να προσπαθεί κάποιος να συνειδητοποιήσει ένα πνεύμα γενικότερο, που αφορούσε τη θαλασσινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και που ένιωθα ότι, τροφοδοτημένο από τη μόνη γνήσια προσωπική μου εμπειρία, με πλημμύριζε και ζητούσε με χίλιες δυνατότητες εναλλαγής να βρει την έκφρασή του στη γλώσσα της σημερινής ευαισθησίας, στο καινούριο ποιητικό ιδίωμα».
[18] «Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα» (1932), Στοχασμοί και θέσεις, τ. Α΄, 1966: 189.
[19] Γ. Θεοτοκάς, «Η τέχνη του μυθιστορήματος», Αναζητώντας τη διαύγεια, ό.π., 2005: 128-129. Πρβλ. Γερασιμία Μελισσαράτου, «Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως νεαρού κωνσταντινουπολίτη και τα προτρέτα ευρωπαίων συγγενών του», Επιστημονικό Συμπόσιο Ο ΄Εξω– Ελληνισμός. Κωνσταντ/πολη και Σμύρνη 1800 – 1922. Πνευματικός και κοινωνικός βίος (30-31 Οκτωβρίου 1998), Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Σχολή Μωραΐτη, σ. 217-237: 218.
[20] «Η διαύγεια», περ. Ο Κύκλος, αρ. 1 (Νοεμβρ. 1931): 29-30 [=Αναζητώντας τη διαύγεια. «Το ύφος της ελληνικότητας», ό.π., 2005: 73].
[21] «Η διαύγεια», περ. Ο Κύκλος, αρ. 1 (Νοεμβρ. 1931): 30 [=Αναζητώντας τη διαύγεια. «Το ύφος της ελληνικότητας», ό.π., 2005: 74].
[22] Γ. Θεοτοκάς, «Συμπληρωματικές παρατηρήσεις», Αναζητώντας τη διαύγεια, ό.π., 2005: 95-97.
[23] Γ. Θεοτοκάς, Στοχασμοί και Θέσεις: Πολιτικά Κείμενα, τ. Α΄, 1925-1966, ό.π., 1996: 173.