Ο συνθέτης Γιώργος Καγιαλίκος και ο ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης συνεργάστηκαν για τη δημιουργία του κύκλου τραγουδιών “Αλκίνοος” που πρόσαφτα κυκλοφόρησαν σε νέο δίσκο. Με αυτή την αφορμή απαντούν στις ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα.
Προς κ. Καγιαλίκο
1. Κυκλοφόρησε πρόσφατα ο δίσκος “Αλκίνοος”, στον οποίο μελοποιείται το ομότιτλο ποίημα. Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή;
Με τον Γιάννη Ευθυμιάδη είχαμε συνεργαστεί ξανά το 2016 στον κύκλο τραγουδιών «Το κρύσταλλο του κόσμου» που κυκλοφόρησε σε βιβλίο – cd από τις εκδόσεις «Μετρονόμος».
Μετά την πρώτη συνεργασία μας είχαμε πάντα κατά νου να την επαναλάβουμε και ο ποιητικός μονόλογος «Αλκίνοος» ήταν η ιδανική αφορμή.
2. Γιατί προτιμήσατε να ντύσετε τους στίχους αποκλειστικά με τους ήχους ενός πιάνου;
Η επιλογή της συνοδείας με απασχόλησε αρκετά και μόνο μετά την ολοκλήρωση όλων των μελοποιημένων αποσπασμάτων αποφάσισα πως το πιάνο ήταν η σωστή επιλογή. Ο ποιητικός μονόλογος είναι επί της ουσίας ένας εσωτερικός διάλογος του ήρωα με τον εαυτό του σε νεαρότερη ηλικία. Σε συμβολικό επίπεδο ο ερμηνευτής είναι η φωνή του ήρωα και ο ήχος του πιάνου η βουβή φωνή της νέας του ψυχής.
3. Πόσο δύσκολο είναι να αποτυπωθεί μελωδικά το συναίσθημα του ποιητικού λόγου;
Εν αρχή είναι λόγος, το ποίημα προϋπάρχει και ο ρόλος της μουσικής είναι να το υπηρετήσει με όλες της τις δυνάμεις.
Οι ίδιες οι λέξεις τις περισσότερες φορές υποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο θα φωτιστούν μέσω της μουσικής και, ενώ εξ αρχής φαντάζει δύσκολο, το ίδιο το ποίημα είναι πάντα πρόθυμο να διευκολύνει τον συνθέτη αρκεί να το κατανοήσει σε βάθος και να το προσεγγίσει με σεβασμό.
4. Χρειάστηκαν συγκεκριμένες ερμηνευτικές κατευθύνσεις για να αποδοθεί με ακρίβεια, η αρχική σύλληψή σας;
Η αλήθεια είναι πως ναι. Δεν υπήρχαν μεγάλα περιθώρια στα οποία τόσο ο Βασίλης Γισδάκης ως ερμηνευτής όσο και ο Νεοκλής Νεοφυτίδης ως πιανίστας μπορούσαν να κινηθούν εκτός παρτιτούρας.
Ο Βασίλης Γισδάκης μελέτησε για περίπου έναν χρόνο το υλικό και κάναμε αρκετές πρόβες πριν το στούντιο.
Και οι δύο υπηρέτησαν πιστά αυτό που είχαμε φανταστεί τόσο εγώ όσο και ο Γιάννης Ευθυμιάδης και το αποτέλεσμα μας ικανοποίησε σε απόλυτο βαθμό.
5. Ποια είναι τα επόμενα δημιουργικά σχέδια σας;
Έχουν ήδη δρομολογηθεί δύο νέες δισκογραφικές εργασίες που καλώς εχόντων των πραγμάτων θα κυκλοφορήσουν εντός της νέας χρονιάς
Προς κ. Ευθυμιάδη
1. Τι επιδιώκετε να καταγράψετε, σχετικά με την ανθρώπινη φύση, στον μονόλογο του “Αλκίνοου”;
Ο ΑΛΚΙΝΟΟΣ είναι μια βαθιά ερωτική εξομολόγηση. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια εξομολόγηση “εις εαυτόν”. Ο πρωταγωνιστής απευθύνεται σε έναν άλλον άνθρωπο, στην πραγματικότητα όμως συνειδητοποιεί ότι απευθύνεται στον εαυτό του, στην νεαρή ψυχή του. Μέσα από τον παραληρηματικό μονόλογο απεκδύεται όσα έχει φορτωθεί μέσα στα χρόνια, όσα έχει αναγκαστεί να υιοθετήσει μέσα από τις κοινωνικές συμβάσεις, ενώνεται ξανά με την βαθύτερη υπόσταση του, σμίγει με την αλήθεια του. Η ανθρώπινη φύση έχει πάντα την ανάγκη να ξαναβρεί την ουσία της. Και η αγάπη είναι πάντα ο ασφαλέστερος δρόμος. Όλοι μας, μέσα από την αγαπητική προσέγγιση, ξαναβρίσκουμε την παιδική μας αθωότητα.
2. Βρίσκετε διαφορές στην ερμηνευτική προσέγγιση ενός ποιήματος με τέτοια δομή;
Η ποίηση ζητά πάντα από εμάς το ελάχιστο για να μας ανταποδώσει το μέγιστο. Ζητά την άδολη, ολάνοιχτη συνείδηση μας για να μας αντιγυρίσει την ομορφιά και την αλήθεια. Η δομή, η μορφή, η τεχνική του κάθε ποιητικού έργου μικρή μόνο σημασία έχει. Είναι το όχημα για να αποδοθεί η ουσία της ποίησης. Ο συγκεκριμένος μονόλογος, είναι αλήθεια, έχει έντονο το δραματικό στοιχείο της απεύθυνσης, οπότε μας καλεί να τον προσεγγίσουμε όπως ένα δραματικό έργο. Ξετυλίγονται σκέψεις του ήρωα, συναισθηματικές μεταπτώσεις, κορυφώσεις, ώσπου στο τέλος να οδηγηθεί, πρώτα ο ίδιος κι ύστερα κι εμείς στη συνειδητοποίηση της αλήθειας της ανθρώπινης φύσης, της βαθιάς ένωσης μας με το αιώνιο και άφθαρτο. Με το ωραίο και το αληθινό. Το γεγονός ότι το ποίημα είναι ένας μακροσκελής μονόλογος, με ενότητα και ροή, καλεί τον αναγνώστη να παρακολουθήσει την πορεία αυτή, να αφεθεί στην συνέχεια, να πλοηγηθεί στον δρόμο που χαράζει η εξομολόγηση του πρωταγωνιστή, να ταυτιστεί μαζί του και να νιώσει πως εισέρχεται ο ίδιος στη θέση του.
3. Πώς κύλησε η συνεργασία με τον συνθέτη, ώστε να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα;
Ο ΑΛΚΙΝΟΟΣ αποτελεί τη δεύτερη συνεργασία μου με τον Γιώργο Καγιαλίκο. Όπως και στην πρώτη μας σύμπραξη, ο Γιώργος μελοποίησε με απόλυτη ελευθερία τα ποιητικά μου λόγια. Και κάθε φορά που μου έστελνε ένα μελοποιημένο απόσπασμα, ένιωθα την ίδια πάντα έκπληξη, την ίδια συγκίνηση, τολμώ να πω παρόμοια με αυτήν όταν έγραφα το ποίημα. Οι καλλιτεχνικές συνεργασίες, όταν χαρακτηρίζονται από κοινή αισθητική, από κοινό καλλιτεχνικό όραμα και από αμοιβαίο σεβασμό, μόνο σε γόνιμο αποτέλεσμα μπορεί να οδηγούν. Ο Γιώργος είναι ένας συνθέτης που θαυμάζω και εκτιμώ βαθιά. Και είχε τον πρώτο λόγο, τόσο για την λιτή ενορχήστρωση όσο και για την επιλογή της φωνής που θα ερμήνευε τα τραγούδια. Και στο σημείο αυτό θα τονίσω την ιδανική επιλογή του Βασίλη Γισδάκη ως ερμηνευτή με βαθιά μουσική γνώση, αισθαντική απόδοση τόσο του λόγου και της μελωδίας όσο και της δραματικής υπόστασης του έργου.
4. Αναδεικνύεται και γίνεται πιο προσιτή, η ποίηση μέσα από τη μελοποίηση της ή ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραμορφωθεί το αρχικό συναίσθημα της;
Είναι αλήθεια ότι το θέμα της μελοποίησης του ποιητικού λόγου είναι ένα ακανθώδες ζήτημα, γιατί αφενός ο ποιητικός λόγος έχει πάντα μια αυτάρκεια και η μουσική μπορεί να τον αλλοιώσει, και αφετέρου, όταν ο συνθέτης επιχειρήσει να παντρέψει τα λόγια με τη μουσική, κάποιες φορές η απόπειρα στέφεται με επιτυχία, άλλοτε όμως το αποτέλεσμα είναι μάλλον απογοητευτικό. Για το λόγο ακριβώς αυτό αισθάνομαι ευτυχής που και στις δύο συνεργασίες με τον Γιώργο Καγιαλίκο τα λόγια μου βρήκαν την μελωδική απόδοση που όχι μόνο τους ταίριαζε αλλά και που ανέδειξε την βαθύτερη ουσία τους. Ο Γιώργος βυθίζεται στον ποιητικό λόγο και ανασύρει τις κρυμμένες μελωδίες των λέξεων, σέβεται απόλυτα τις προθέσεις του ποιητή, το ύφος και το περιεχόμενο του ποιήματος. Είναι από αυτές τις ευλογημένες περιπτώσεις που λόγια και μουσικές σμίγουν και δίνουν ένα νέο, αυτόνομο καλλιτεχνικό είδος το τραγούδι, με τεράστια δυναμική στην επικοινωνία με το κοινό. Και όλοι γνωρίζουμε πόσο μια τέτοια ευτυχής σύμπραξη έχει βοηθήσει την ποίηση να φτάσει σε περισσότερους ανθρώπους, ακόμη και σε εκείνους που δεν θα την διάβαζαν.