/Γιώργος Γιώτσας και Στέλλα Καραμπακάκη στο CulturePoint.gr

Γιώργος Γιώτσας και Στέλλα Καραμπακάκη στο CulturePoint.gr

Γιώργος Γιώτσας και Στέλλα Καραμπακάκη, οι σημερινοί καλεσμένοι μας στο culturepoint.gr για να μας μιλήσουν για το νέο τους βιβλίο: «H πολλή αγάπη σκοτώνει» που έγραψαν από κοινού και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λυκόφως.

Επιμέλεια: Γιώργος Δόλγυρας, συγγραφέας – αρθρογράφος

-Αρχικά θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας λίγα πράγματα ώστε να σας γνωρίσουμε;

Στέλλα: Ευχαρίστως! Έχω σπουδάσει Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε το 2009. Το «Η πολλή αγάπη σκοτώνει» είναι το δέκατο βιβλίο μου που κυκλοφορεί. Το θέμα με το οποίο καταπιάνομαι, στα περισσότερα κείμενά μου, είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, ενώ το 2022 ένα διήγημα από το βιβλίο μου «Εξάρχεια City» (Εκδ. Λυκόφως), που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες σε δεύτερη έκδοση, συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία με τους καλύτερους σατιρικούς συγγραφείς των τελευταίων πενήντα ετών (ΧΙΟΥΜΟΡ, ΕΙΡΩΝΕΙΑ, ΣΑΤΙΡΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΔΙΗΓΗΜΑ (1974-2021) Εκδ. 24 Γράμματα). Τα τελευταία χρόνια, ασχολούμαι επαγγελματικά με τη συγγραφή σεναρίου για τηλεοπτικές σειρές.

Γιώργος: Ευχαριστώ ειλικρινά για τη φιλοξενία σας. Εργάζομαι ως νυχτερινός ρεσεψιονίστ σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας και ζω με τη σύζυγό μου Αγγελίνα και τα δύο μας παιδιά Νικόλα και Θάνο σε ένα πολύχρωμο διαμέρισμα. Τις μικρές ώρες της νύχτας ασχολούμαι με τη συγγραφή, το κάνω με αγάπη, επαγγελματισμό, φροντίδα. Είναι κάτι που αγαπώ, να μοιράζομαι ιστορίες.

-Tι αγαπάτε, τι φοβάστε και τι έχετε χάσει στη ζωή;

Στέλλα: Αγαπώ τους ανθρώπους και τους δεσμούς που δημιουργώ μαζί τους. Ταυτόχρονα, τους φοβάμαι, μιας και δεν εξελίσσονται πάντα όπως ελπίζουμε ή θέλουμε. Και τέλος, έχω χάσει ανθρώπους, πολύ αγαπημένους μου. Η απάντηση λοιπόν και στα τρία είναι η ίδια για μένα.

Γιώργος: Αγαπώ τα παιδιά μου όσο δεν θα μπορέσω να περιγράψω ποτέ, και νιώθω τυχερός που τα βλέπω να μεγαλώνουν, να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, να εξελίσσονται. Θα είμαι όποτε με χρειαστούν δίπλα τους. Φοβάμαι την ανθρώπινη κακία και μικροψυχία. Τη ζήλια, τα ανθρώπινα δηλητήρια. Γενικότερα, τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την κακοποίηση,  τις ανισότητες που «χτίζονται» καθημερινά, όλες τις κοινωνικές αρρώστιες που προσπαθώ να θίξω και σε βιβλία όπως «Το κουτί» (εκδ. Bell, 2020) και «Το μακρύ σοκάκι» (εκδ. Λυκόφως, 2021 και β’ έκδοση 2022). Και πάνω από όλα, φοβάμαι την αμάθεια και την ημιμάθεια ανθρώπων απέναντι στο κάθε τι, αλλά και σε θέματα κρίσιμα όπως της αναπηρίας, θέματα που βιώνω καθημερινά δυστυχώς. Το ότι φοβάμαι όλα αυτά δεν σημαίνει ότι με επηρεάζουν παραπάνω από όσο χρειάζεται για να τα αντιμετωπίσω. Καμία ανοχή στο bullying και την κακοποίηση κάθε είδους! Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος της ερώτησης, έχω χάσει τον αγαπημένο μου πατέρα που μου λείπει πολύ.

-Μία αγαπημένη σας συνήθεια που δεν αλλάζετε εύκολα;

Στέλλα: Είναι πολλές. Είμαι άνθρωπος της συνήθειας οπότε δεν αλλάζω εύκολα το πρόγραμμα και τους ρυθμούς μου. Αν θα έπρεπε να διαλέξω μία και μόνο αγαπημένη συνήθεια, θα ήταν οι βόλτες στα Εξάρχεια.

Γιώργος: Το γέλιο των παιδιών μου. 

-Ποιους συγγραφείς αγαπάτε; 

Στέλλα: Οι συγγραφείς που αγαπώ αλλάζουν, ανά περίοδο, και, όπως είναι φυσικό, όσο περνάνε τα χρόνια αυξάνονται… Νομίζω είναι πιο «σωστό» στη δική μου περίπτωση να αναφέρομαι σε βιβλία που αγαπώ και όχι σε συγγραφείς. Παρ’ όλα αυτά, πρώτοι στον νου μου αυτήν τη στιγμή έρχονται ο Τσίρκας, ο Μάρκαρης, ο Μαμαλούκας και ο Μάτεσις. Κάποια από τα βιβλία τους τα έχω αγαπήσει πολύ.

Γιώργος: Διαβάζω τα πάντα, κυριολεκτικά. Φανταστικό, κοινωνικά, τρόμο, βιογραφίες, εποχής, αστυνομικά, ό,τι μου φανεί ενδιαφέρον. Λίγα χρόνια πριν γνώρισα τη γραφή της Ούρσουλα Λε Γκεν και την ερωτεύτηκα απόλυτα. Το ίδιο μου συνέβη και με τα βιβλία της Σελέστ Ινγκ, μια αναπάντεχη συγγραφική έκπληξη. Υπάρχουν φυσικά πολύ αξιόλογοι Έλληνες συγγραφείς. Η Στέλλα Καραμπακάκη αρχικά, με την οποία χάρηκα ειλικρινά τη συνεργασία μας. Η Χριστίνα Ψύλλα φυσικά, μια συγγραφέας-φαινόμενο με σύγχρονη ματιά. Λατρεύω επίσης τη γραφή της Μαρίας Ροδοπούλου και του Γιώργου Αγγελίδη. Η λίστα είναι μεγάλη και οι σύγχρονες ελληνικές πένες με κάνουν να αισιοδοξώ.

 

-Πώς προέκυψε αυτή η συγγραφική συνεργασία, τι αποκομίσατε, ποιες οι ευκολίες αλλά και οι δυσκολίες όταν δύο συγγραφείς ενώνουν τις πένες τους;

Στέλλα: Η συνεργασία αυτή προέκυψε όταν είχα την ιδέα να μετατρέψω τρεις ιστορίες που είχα γράψει πριν από δεκαπέντε χρόνια σε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο με αρχή μέση και τέλος, που να αξίζει να εκδοθεί. Με τον Γιώργο ανήκουμε στην ίδια εκδοτική στέγη, στις εκδόσεις Λυκόφως, και ο εκδότης μας, ο Αβέρκιος Λουδάρος, ήταν πολύ θετικός. Δεν υπήρχε πιο κατάλληλος συγγραφέας από τον Γιώργο Γιώτσα, για να αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο. Τον θεωρώ έναν εξαιρετικά ταλαντούχο δημιουργό της γενιάς μας και ήμουν σίγουρη πως το αποτέλεσμα θα είναι αντάξιό του. Οι αλλαγές και οι προσθήκες που έκανε ήταν όλες προς το καλύτερο, με σεβασμό στο αρχικό κείμενο αλλά κυρίως στον τελικό μας στόχο: να έχουμε ένα βιβλίο που δεν θα ανήκει αποκλειστικά στο κόσμο του fantasy και θα έχει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης.

Για μένα, το δύσκολο ήταν η έλλειψη χρόνου, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με τη συνεργασία, αλλά με τη δική μου καθημερινότητα. Νομίζω, είναι κάτι στο οποίο θα συμφωνήσει και ο Γιώργος: Στριμωχτήκαμε… αλλά τα καταφέραμε!

Γιώργος: Το «Η πολλή αγάπη σκοτώνει» είναι ένα βιβλίο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως υβριδικό, ως πειραματικό, βιβλίο έξω από φόρμες και στεγανά, ένα βιβλίο με στοιχεία φαντασίας, στοιχεία κωμωδίας, με κοινωνικά μηνύματα, είναι κάτι μοναδικό. Σίγουρα, στη βιβλιογραφία μου θα κατέχει ξεχωριστή θέση και σίγουρα είναι μεγάλη χαρά που είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με μια τόσο σπουδαία συγγραφέα και σεναριογράφο όπως η Στέλλα Καραμπακάκη. Βρισκόμουν στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου όταν ήρθε ένα μήνυμα από τον εκδότη μας Αβέρκιο Λουδάρο. Με ρωτούσε αν με ενδιέφερε να γράψω μαζί με την Στέλλα. «Hell yeeeah!» σκέφτηκα. Τα υπόλοιπα -και παρά το πολύ πιεσμένο πρόγραμμα και των δυο μας- είναι όπως λέμε ιστορία!

 

-«H πολλή αγάπη σκοτώνει» από τις εκδόσεις Λυκόφως, τι θα διαβάσουμε; 

Στέλλα: Το βιβλίο αυτό, με μια πρώτη ματιά, αποτελεί ένα βιβλίο φαντασίας. Το εντάσσουμε τυπικά στην κατηγορία young adult fantasy. Αυτό είναι και το πρώτο του επίπεδο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αποτελεί ένα βιβλίο που αγγίζει τον ρεαλισμό και θίγει κοινωνικά ζητήματα που αφορούν το σήμερα. Στο βιβλίο έχουμε τρεις ιστορίες και τρεις γυναίκες, που το κοινό στοιχείο που έχουν είναι πως ενώ, όσο βρίσκονταν εν ζωή, υπήρξαν θύματα, μετά θάνατον γίνονται θύτες. Οι γυναικοκτονίες σε έναν παράλληλο κόσμο, τον δικό μου και του Γιώργου, δεν μένουν ατιμώρητες, αντίθετα παίρνουν τη δική τους «απάντηση» και τη δική τους τιμωρία.

Γιώργος: Στο «Ή πολλή αγάπη σκοτώνει» γίνεται κάτι το καταπληκτικό. Η Στέλλα γράφει φαντασία και ο Γιώργος γράφει κοινωνικό. Ο Γιώργος γράφει φαντασία και η Στέλλα γράφει κοινωνικό. Οι πένες μας μπλέκονται σαν τις ίνες στο ύφασμα της ίδιας μπλούζας. Και το αποτέλεσμα είναι κάτι που προσωπικά μου αρέσει πάρα πολύ: Τρεις «ιστορίες φαντασμάτων» με ευδιάκριτο τον κοινωνικό σχολιασμό, εναντίον σε κάθε μορφή βίας κατά των γυναικών. Να σημειώσω εδώ την εξαιρετική δουλειά των εκδόσεων Λυκόφως στο βιβλίο -χωρίς υπερβολή, ο εκδότης Αβέρκιος Λουδάρος έγραψε μαζί μας και στρογγυλοποίησε της γωνίες των ιστοριών, ίσιωσε τις γραμμές που ξέφευγαν, ψήλωσε κι άλλο τις ιστορίες μας.

 

-Ποια η γνώμη σας για την αγάπη, μπορεί να γίνει άγρια και σκοτεινή φτάνοντας να σκοτώσει; Πιστεύετε στον έρωτα;

 

Στέλλα: Ζούμε σε έναν κόσμο, που ξεπερνά κάθε -νοσηρή- φαντασία και το πιο τρομακτικό από όλα είναι οι ειδήσεις της ημέρας, μιας και κάθε μέρα έρχονται στο φως νέα εγκλήματα, με τα θύματα να είναι πάντα οι αδύναμοι, οι ξένοι, οι διαφορετικοί, οι γυναίκες. Η αληθινή αγάπη, όμως, δεν κρύβει τίποτα άγριο και σκοτεινό. Είναι ένα «φωτεινό» συναίσθημα. Οποιαδήποτε προσπάθεια να παρουσιάσει κάποιος την αγάπη ως κάτι διαφορετικό έχει ως απώτερο στόχο να «δικαιολογήσει» συμπεριφορές και καταστάσεις (το λιγότερο) νοσηρές.

Όσον αφορά τον έρωτα, φυσικά και πιστεύω σε αυτόν. Είναι ένα μοναδικό, ανεκτίμητο, συναίσθημα που γεμίζει με έμπνευση τη ζωή μας. Είτε με την παρουσία… είτε με την απουσία του!

 

Γιώργος: Θα μοιραστώ μαζί σας μια αληθινή ιστορία: Πριν από περίπου τρεις μήνες, στη νυχτερινή βάρδια που είχα στο ξενοδοχείο, μπήκε μια γυναίκα στο λόμπι και με πλησίασε με αργά βήματα. Στα χέρια της κρατούσε ένα βρέφος το οποίο είχε αποκοιμηθεί. Στο ρουχαλάκι του βρέφους, όπως και στην μπλούζα της γυναίκας, υπήρχαν κόκκινες κηλίδες. Σήκωσα το βλέμμα μου και αντίκρισα το δικό της. Το ένα της μάτι ήταν κλειστό, γεμάτο αίμα. Τη γυναίκα, την οποία την τίμησε ως έννοια και οντότητα η φετινή έκθεση του βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως, δεν πρέπει να την τιμάμε και να την γιορτάζουμε μόνο στις χαρές και τις εορτές. Τη γυναίκα πρέπει να την σεβόμαστε. Να την βοηθάμε. Να την προστατεύουμε. Να την συνδράμουμε στον αγώνα που έχει κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Και να μη φοβόμαστε να απλώσουμε το χέρι να βοηθήσουμε μια γυναίκα που έχει πέσει θύμα κακοποίησης κάποιου τιποτένιου, μια γυναίκα που βρίσκεται σε ανάγκη -να μη γυρίσουμε την πλάτη, να μη γυρίσουμε το βλέμμα μας αλλού. Οι γυναίκες είναι ηρωίδες. Το κατάλαβα καλύτερα όταν παντρεύτηκα και κάναμε παιδιά με τη σύζυγό μου. Το καταλαβαίνω και κάθε μέρα από όσα βλέπω. Και όσο μεγαλώνω, συνειδητοποιώ πως υπάρχει αληθινή αγάπη στον κόσμο αυτόν. Ενάντια σε κάθε νοσηρότητα και διαστρέβλωση του όρου, υπάρχει και η αληθινή, ανόθευτη αγάπη. Χρέος μας είναι να την διατηρήσουμε… σε έναν κόσμο που όπως είχαν γράψει υπέροχα οι R.E.M σε τραγούδι τους, μοιάζει με «βάρκα σε μολυσμένο, φλεγόμενο ποτάμι».

 

-Πώς εμπνευστήκατε τους ήρωές σας, συνεργατικά ή κάποιοι είναι δημιουργήματα του ενός και κάποιοι του άλλου;

Στέλλα: Οι ήρωες προϋπήρχαν στο δικό μου αρχικό κείμενο, σαν σκιές. Εξυπηρετούσαν την ιστορία, αλλά δεν την «οδηγούσαν» οι ίδιοι, γιατί αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο στήνω τους ήρωες στα βιβλία μου. Ο Γιώργος τους επεξεργάστηκε και τους μπόλιασε με όλα εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δημιουργούν έναν ήρωα ικανό να πρωταγωνιστήσει στη δική του ιστορία και να αλλάξει τη ροή της.

Γιώργος:  Οι ήρωες, όπως και οι ιστορίες, είναι γέννημα της φαντασίας της Στέλλας η οποία μου εμπιστεύτηκε τα κείμενά της, για να τα επεξεργαστώ και να τα μπολιάσω με νέα στοιχεία. Αυτό το πάντρεμα το απόλαυσα σε κάθε βήμα της δημιουργικής μας διαδικασίας μέχρι την έκδοση του βιβλίου.

 

-Πώς βλέπετε να κινείται o χώρος της ελληνικής φαντασίας, ποια εικόνα αποκομίσατε από το Fantasy Festival 2023; 

 

Στέλλα: Ο χώρος της ελληνικής φαντασίας εξελίσσεται και μεγαλώνει συνεχώς, δίνοντάς μας αναγνώσματα με μεγάλο ενδιαφέρον. Αυτό που βλέπω να συμβαίνει σιγά σιγά, και σίγουρα θα ήθελα να δω περισσότερο, είναι μια μεγαλύτερη «άνεση» των δημιουργών σε ό,τι αφορά το ταίριασμα των ειδών που οδηγεί στην ανανέωση του είδους. Υπήρχε για χρόνια μία τάση οι συγγραφείς να προσπαθούν να μιμηθούν τις φόρμες και το ύφος που βλέπουμε σε βιβλία του εξωτερικού. Το ζητούμενο δεν είναι να διαβάσουμε ένα πρωτογενές υλικό που όμως μοιάζει με κακή μετάφραση, αλλά να δούμε νέα πράγματα. Ο χώρος του φανταστικού δίνει πολύ μεγάλα περιθώρια και ατελείωτες πηγές έμπνευσης και νιώθω πως οι συγγραφείς το «εκμεταλλεύονται» όλο και περισσότερο, κι αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα.

 

Γιώργος: Αδιαμφισβήτητα έχουμε πολλά να «πούμε» σε εγχώριο επίπεδο. Η Ελλάδα έχει πλούσιες παραδόσεις και αξιοζήλευτη λαογραφία. Να μοιραστώ μαζί σας πως με προβληματίζει το ότι ο Έλληνας αναγνώστης, όταν μπαίνει σε ένα βιβλιοπωλείο, αναζητάει πρώτα τις ξένους συγγραφείς. Δεν βγάζω τον εαυτό μου από τη θέση αυτή, άλλωστε υπάρχουν κλασικές πένες αλλά και αξιόλογοι εκπρόσωποι σε κάθε είδος, αλλά το κακό… είναι η γενίκευση που μας περνάνε, ακόμα και στα ίδια τα ράφια με τις τοποθετήσεις τους οι εκδοτικοί, πως «το χορτάρι είναι πάντα πιο πράσινο στην άλλη πλευρά του φράχτη»… Μόνο που δεν είναι έτσι. Και ευτυχώς που δεν είναι έτσι. Στο Fantasy Festival 2023 γέμισα χαρά και ελπίδα για το ελληνικό φανταστικό (όπως και μια άγρια ροκ ικανοποίηση κάθε φορά που βρίσκομαι στον χώρο όπου πήρα το 1ο βραβείο Everly), καθώς όπου και αν κοιτούσες, έβλεπες πρόσωπα χαμογελαστά, ανθρώπους με τα όνειρα και τη χαρά να λάμπουν σαν γαλαξίες μες στα μάτια τους, ήταν κάτι το φανταστικό! Επίσης, το νέο αίμα των συγγραφέων έδωσε βροντερό παρόν με κέφι και ενθουσιασμό και ήταν μεγάλη η ικανοποίηση να βλέπεις συγγραφείς όπως η Γεωργία Κρίκη, η Ηρώ Δάρδα και ο Ρήγας Βικιώτης, που θριάμβευσε στα φετινά βραβεία Everly, να χαίρονται κάθε στιγμή του φεστιβάλ και την εμπειρία του να είσαι συγγραφέας. Εδώ να δώσω τα ειλικρινή μου συγχαρητήρια στον Κωνσταντίνο Τσουρέκη, τον Κώστα Στριφτό και σε όλη την ομάδα πίσω από την επιτυχημένη διοργάνωση ενός τόσο απαιτητικού και αγαπημένου φεστιβάλ, όπως το Fantasy Festival!

 

-Θα τα καταφέρει η Ελλάδα, πιστεύετε, στο μέλλον να περάσει τα σύνορα και να έχουμε μεταφράσεις Ελλήνων συγγραφέων στο εξωτερικό, φτάνοντας ίσως και σε ταινίες/σειρές στις διαδικτυακές πλατφόρμες όπως το Netflix ή τον κινηματογράφο;

 

Στέλλα: Έχουμε ήδη σειρές και ταινίες που έχουν βγει έξω από τα όρια της χώρας, καθώς και μεταφράσεις βιβλίων Ελλήνων συγγραφέων. Φέτος μάλιστα, είναι αρκετές οι τηλεοπτικές παραγωγές που φιλοδοξούν να φτάσουν μακριά και το αξίζουν. Η σειρά «Το Ναυάγιο», στη σεναριακή ομάδα του οποίου έχω την τιμή και τη χαρά να ανήκω, θεωρώ πως είναι μία από τις τηλεοπτικές παραγωγές που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από σειρές του εξωτερικού.

Παρ’ όλα αυτά, δεν θεωρώ πως η ποιότητα και η επιτυχία μιας σειράς ή ενός βιβλίου κρίνεται μόνο από το αν θα καταφέρει να ξεπεράσει τα όρια της χώρας του. Κάτι τέτοιο μας δείχνει περισσότερο τη δυνατότητα του να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Για μένα, μεγαλύτερη σημασία έχει ένα βιβλίο, μία σειρά ή μία ταινία, να μπορέσουν να αγαπηθούν στη χώρα και τη γλώσσα που δημιουργήθηκαν. Τα υπόλοιπα, πολλές φορές, είναι θέμα συγκυριών.

 

Γιώργος: Το ταλέντο και το μεράκι υπάρχει. Η Στέλλα Καραμπάκη ήδη είναι μια δοκιμασμένη και επιτυχημένη σεναριογράφος σε πολλές ελληνικές σειρές -σειρές με υψηλά στάνταρ, όπως «Το Ναυάγιο»- ενώ προσωπικά έχω ήδη συμβόλαιο για το βιβλίο μου «Το κουτί» με την Aikor Production η οποία συμφώνησε για τα θεατρικά, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά δικαιώματα. Φυσικά, χρειάζεται και τύχη. Διάβασα μια υπέροχη συνέντευξη του Σάκη Τόλη των Rotting Christ στο Metal Hammer, που ανέφερε τη «σκληρή δουλειά». Βέβαια, πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι ο δημιουργός έχει να τραβήξει ένα τεράστιο φορτίο, πέραν αυτού που του αναλογεί για την προώθηση της δουλειάς του. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να έχεις δίπλα σου καλούς συνεργάτες.

 

-Ποια τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια; Θα δούμε ίσως και στο μέλλον κάποιο βιβλίο από τους δυο μαζί;

 

Στέλλα: Από μένα είναι ναι! Νιώθω πως έχουμε ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα στο «Η πολλή αγάπη σκοτώνει», ωστόσο, σε ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου ο Γιώργος έχει συνεργαστεί με έναν συγγραφικά «νεότερο» εαυτό μου, μιας και το δικό μου υλικό προϋπήρχε. Θα ήθελα πολύ να έχουμε τον χρόνο και την έμπνευση να στήσουμε μαζί κάτι, από το μηδέν. Κατά τα άλλα, τα δικά μου συγγραφικά σχέδια, αφορούν το σενάριο. Έχω επικεντρωθεί σε αυτό, μιας και πρόκειται για μια πολύ απαιτητική δουλειά που όμως μου δίνει και την ελευθερία να μπορώ να είμαι δημιουργική.

 

Γιώργος: Θα έγραφα ξανά, ανά πάσα στιγμή, με την Στέλλα. Είναι υπέροχη συνεργάτιδα, πέραν της δεδομένης ποιότητας στη γραφή της.

Προσεχώς θα κυκλοφορήσουν δύο ανθολογίες όπου συμμετέχω με διηγήματά μου, μια τρόμου μετά από μια πολύ τιμητική προσωπική πρόσκληση ενός από τους κορυφαίους Έλληνες συγγραφείς του είδους -και μια κοινωνική, σε πρωτοβουλία της Βίκυς Τάσιου, όπου γράφουμε εναντίον κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών. Επίσης, βρίσκομαι στην επιμέλεια του επόμενού μου μυθιστορήματος και στην πρώτη γραφή του μεθεπόμενου. Υγεία να έχουμε, να ταξιδεύουμε μαζί!

 

-H λογοτεχνία μπορεί να κάνει τον κόσμο καλύτερο;

 

Στέλλα: Η λογοτεχνία, και γενικότερα οι τέχνες, έκαναν και κάνουν πάντα τον κόσμο καλύτερο. Εκθέτουν ιδέες, απόψεις, πλάθουν εικόνες και διευρύνουν τους ορίζοντες του αναγνώστη. Τα καλά βιβλία, έχουν κοινωνική και πολιτική χροιά και δημιουργούνε προβληματισμούς. Ωστόσο, είναι σημαντικό να μη θεωρούμε οποιοδήποτε κείμενο έχει τη μορφή βιβλίου «λογοτεχνία» γιατί με την πληθώρα αναγνωσμάτων που προσφέρονται τα τελευταία χρόνια (για πολλούς και διάφορους λόγους) έχει χαθεί το κριτήριο για το τι είναι λογοτεχνία και τι είναι απλά μια, ευχάριστη ίσως, ιστορία που εκδόθηκε.

 

Γιώργος: Πιστεύω ότι το βιβλίο -και ιδιαίτερα το καλό βιβλίο- πάντα θα έχει θέση σε κάθε εποχή, θα προσφέρει βελτίωση του χρόνου κάθε ανθρώπου, θα παρέχει καταφύγιο, θα δίνει τροφή για σκέψη και έναυσμα για ψυχαγωγία. Οπωσδήποτε, η λογοτεχνία έχει θέση στην (τεχνολογική) εποχή μας. Βοηθάει στην ισορροπία της ζωής μας. Η πρόσφατη πανδημία, νομίζω, βοήθησε τους ανθρώπους να διαβάσουν περισσότερο. Πολλοί άνθρωποι διαβάζουν ανεξαρτήτως. Το σίγουρο είναι ότι η λογοτεχνία διαχρονικά επιβιώνει και βρίσκει τα μέρη να ευδοκιμεί. Να είστε όλοι καλά!

 

Eκ μέρους του culturepoint.gr σας ευχαριστούμε γι’ αυτήν την συνέντευξη.