Γράφει ο Δημήτρης Βασιλειάδης
Κάτσαμε με έναν γνωστό μου για έναν καφέ και η συζήτηση δεν άργησε να γυρίσει στη λογοτεχνία που την αγαπάμε και η δύο, και ιδιαίτερα στη γνωστή γκρίνια περί ποιοτικής λογοτεχνίας και μη. Οι θέσεις μας ήταν αντίθετες.
Εγώ πιστεύω πως η λογοτεχνία είναι, κυρίως, αυτό που ακριβώς λέει η λέξη. Λόγο-τεχνία.
Αυτός πάλι πίστευε ότι ένα λογοτεχνικό έργο το κάνει καλό, το σύνολο και μόνον αυτό, των ιδεών, των ευαισθησιών, και οι ιδιοφυείς εμπνεύσεις του συγγραφέα. Βέβαια δε διαφωνώ μ΄ όλα αυτά, αλλά επιμένω σ΄ αυτό που ανάφερα πριν. Ενόσω λοιπόν εξελισσόταν αυτή η κουβέντα, θυμήθηκα το παρόμοιο περιστατικό ανάμεσα στον Καραγάτση και έναν φίλο του, ο οποίος κι αυτός γκρίνιαζε για την χαμηλής έμπνευσης και ποιότητας λογοτεχνικά έργα της εποχής τους.
Για να στερεώσω λοιπόν την άποψή μου, όπως κι ο αγαπημένος Καραγάτσης, ξεκίνησα να περιγράφω στον φίλο μου την περίληψή ενός υποτιθέμενου μυθιστορήματος το οποίο μέλλει να γραφεί : ’’Ένας νέος’’, είπα, ‘’ερωτεύεται παράφορα μια νέα, γόνο πλούσιας αριστοκρατικής οικογένειας. Εκείνη αρχικά αρνείται τον έρωτα του νέου. Με το πέρασμα όμως του χρόνου αρχίζει και ενδίδει. Έτσι ανάμεσα στους δυο νέους αναπτύσσεται ένας μεγάλος έρωτας. Έρωτας απαγορευμένος όμως, εξαιτίας της κοινωνικής θέσης του νέου από τη μια και της αυστηρότητας του πατέρα της νέας από την άλλη. Ο μόνος που παραστέκεται στα παιδιά είναι η θεία της νέας. Όμως η ζωή τα φέρνει αλλιώς και ο πατέρας της νέας την παντρεύει με έναν γιατρό. Έναν κατά τα άλλα θαυμάσιο άνθρωπο με τον οποίο κάνει οικογένεια και προσηλώνεται σ΄ αυτήν. Ο νέος μαραζώνει, και παρά το γεγονός ότι αρχίζει και ανελίσσεται κοινωνικά, και προσπαθεί να γεμίσει τη ζωή του με έρωτες και σχέσεις που κρατούν λίγο, δεν ξέχασε τον μεγάλο του έρωτα και περίμενε καρτερικά. Ούτε η νέα όμως ξέχασε. Πέρασαν 51 χρόνια, 9 μήνες και 4 ημέρες και οι δυο νέοι, γέροι πια, ξανασμίγουν. Και πάνω που ξανασμίγουν για να ξαναχαρούν τον έρωτά τους, ο νέος, γέρος πια, ξεψυχά στα χέρια της’’. Από μια πρώτη ματιά αν κοιτάξεις αυτήν την περίληψη, το πρώτο πράμα που θα πεις είναι, πως αυτό που διάβασες είναι ένα μελό της κακιάς ώρας.
Αυτό όμως που μόλις διάβασες είναι το ‘’Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας’’, το αριστούργημα του Μάρκες.
Ο φίλος μου στο άκουσμα αυτής της περίληψης χαμογέλασε. Κατάλαβε. Είχε διαβάσει το βιβλίο. Ήξερε…
Σαν την ιστορία της γλυκιάς Φερμίνας και του υπέροχου Φλορεντίνο ακούσαμε και γνωρίσαμε πολλές στη ζωή μας. Μυθιστορήματα με ήρωες σαν τη Νανά ή τον πρίγκιπα Μίσκιν γράφτηκαν πολλά . Αριστουργήματα όμως, όπως η ‘’Άννα Καρένινα’’, ‘’ο Ηλίθιος’’, το ‘’Ρωμαίος και Ιουλιέτα’’ είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Εδώ ακριβώς φανερώνεται ο Τεχνίτης και η Τέχνη του Λόγου. Τα δύο από τα τρία απαραίτητα μέρη ενός μεγάλου λογοτεχνήματος
Ο Ελύτης, μιλώντας για τον τεχνίτη του λόγου λέει, ‘’βουτιέται με τα μούτρα στο ανάποδο για να ανασύρει την ίσια μεριά’’ (‘’πρώτα-πρώτα η ποίηση’’), και σε ένα άλλο σημείο πάλι λέει, ‘’να βλέπει μέσα από το αθώο το ένοχο και μέσα απ΄ το λευκό το μαύρο’’ . Ο λογοτέχνης ο αληθινός, είναι ‘’στρουθίον μονάζον επί δώματος’’.
Του έχει δοθεί η ευχή και η κατάρα να βλέπει αυτά που δεν βλέπονται, να ακούει αυτά που δεν ακούονται, ν΄ αγγίζει αυτά που δεν αγγίζονται . Κοντολογίς, μέσα απ΄ τις αισθήσεις του και τη διαίσθησή του να αναγνωρίζει τους ήρωές του όταν για τους άλλους είναι αμελητέες ποσότητες. Γιατί, ‘’η τεχνική ξεπερνιέται, η φύση, όχι. Οι ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ποτέ οι γνώσεις πάντοτε’’ λέει πάλι ο Ελύτης. Είναι τρομακτική η μοναξιά του καθώς χάνεται στο δικό του ‘’selva oscura’’ (σκοτεινό δάσος) όπως ορίζει ο μέγας Σεφέρης την στιγμή που… ‘’αφού ο ποιητής (τεχνίτης γενικότερα) αφομοιώσει τα πράγματα που έχει μαζέψει η ιδιοσυγκρασία του από τον γύρω κόσμο, φτάνει η στιγμή που θα νιώσει το κενό μέσα του,…’’ (Δοκ. Β΄163-174) ή όπως περιγράφει αυτή τη στιγμή ο μέγας Έλιοτ στην παρακάτω στροφή… ‘’Between the conception/ And the creation/ Between the emotion/ And the response/ Falls the shadow’’.
Έχει πολλά εργαλεία ο τεχνίτης για να κάνει μεγάλη λογοτεχνία.
Απ΄ αυτά τα πολλά με τράβηξαν τρία. Το πρώτο είναι η ευθύνη. Αυτή η Ερινύα που κάθε βράδυ ψιθυρίζει στο αυτί του Τεχνίτη ‘’τι πας να κάνεις’’, και σαν καφκικός δικαστής τον αφήνει με μόνη τη βεβαιότητα πως το μόνο σίγουρο είναι η ‘’τιμωρία’’ του απ΄ τους αναγνώστες. ‘’Για να είμαι ειλικρινής, το πρώτο πράμα που συλλογίστηκα ήταν ο κίνδυνος του γελοίου’’ μας λέει ο Θεοτοκάς (ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ‘’Απαντήσεις σε δυο ερωτήματα’’). Η πάλη με το ‘’εγώ’’ του είναι γιγάντια. ‘’Οι άνθρωποι των γραμμάτων κατά βάθος… έχουν κάποια τάση να φαντάζονται πως ο κόσμος στρέφεται γύρω στα γραφτά τους,… δεν τους λείπει και μια ροπή προς το ναρκισσισμό, προς τον αυτοθαυμασμό, προς την επίδειξη’’ μας λέει πάλι ο ίδιος στο ίδιο δοκίμιο. Το ίδιο και η πάλη του με τις αναστολές του. ‘’Πέρασα περιόδους μεγάλης αμφιβολίας για την αξία του έργου μου. Προχώρησα στη ζωή, πολύ μόνος, χωρίς βοήθεια…’’ λέει ο Σεφέρης (Μέρες ε΄152-153). Είναι εκείνες οι ώρες που το έργο του τεχνίτη μπαινοβγαίνει στο συρτάρι του γραφείου του από αβεβαιότητα. ‘’Δεν έπρεπε να έμπω σ΄ αυτό το έργο ένας αγράμματος, να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούς της κοινωνίας… ότι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήξω ταχτική στα γραφόμενα…’’. Έτσι σκεφτόταν ο Μακρυγιάννης καθώς έγραφε τα απομνημονεύματά του. Επέμενε όμως, όπως κάνει κάθε Τεχνίτης που έχει πίστη στο έργο του. Και εδώ μπαίνει το δεύτερο εργαλείο. Η ειλικρίνεια.
‘’Νομίζω πως ειλικρίνεια είναι να έχεις εμπιστοσύνη όχι μόνο στο έργο που έχει ολοκληρωθεί , αλλά και στο έργο που βρίσκεται σε φάση δημιουργίας. Δεν μπορώ να αντιληφθώ μ΄ άλλον τρόπο την ειλικρίνεια ενός καλλιτέχνη’’ λέει ο Σεφέρης (αλληλ. Με την Φιλίπ). Και πάλι στις Μέρες του (Ε΄152-153) λέει, ‘’… αφοσίωση στη πίστη μου. Έχω περισσότερη… με κάνει να υπομένω με μεγαλύτερη ψυχική γαλήνη…’’ Τι παράξενο που η ειλικρίνεια ταυτίζεται με την εμπιστοσύνη που έχει ένας Τεχνίτης στην δουλειά του. Και όμως έτσι είναι. Γιατί αν δεν πιστεύεις στη δουλειά σου και προσποιείσαι, δεν υπάρχει περίπτωση να μη γίνεις αντιληπτός απ΄ τους αναγνώστες. Δεν μπορεί όταν ο γλωσσικός πλούτος σου είναι μικρός, όταν το γλωσσικό σου περιβάλλον είναι τέτοιο και η χρήση κάποιων λέξεων από εσένα είναι ανύπαρκτη, με σκοπό και μόνο να εντυπωσιάσεις, να τις χρησιμοποιείς μηχανικά χωρίς να νιώθεις πως αυτές είναι οι κατάλληλες για να σου βγάλουν τα εσώψυχα και να δώσουν αυτό που θέλεις στον αναγνώστη, και άρα έτσι να τον εξαπατήσεις. ‘’Έχω να δώσω στη νέα ελληνική γενιά την ακόλουθη συμβουλή: …Έχω να τους πω ότι για να γράψεις πρέπει να πιστεύεις σ΄ αυτό που κάνεις, όχι να κάνεις πως πιστεύεις ότι κάτι πιστεύεις. Πρέπει να θυμούνται ότι η μόνη δουλειά στην οποία δεν μπορεί κανείς να πει ψέματα είναι η ποίηση (η λογοτεχνία γενικότερα λέω εγώ)… Αν είσαι ψεύτης, πάντα θα σε ανακαλύψουν…’’, λέει ο Σεφέρης (συν. Με τον Εντ. Κήλυ σελ. 135-137). Εδώ έρχεται το τρίτο εργαλείο. Οι λέξεις.
Στη λογοτεχνία, όπως θα ΄λεγε κι ο Σεφέρης, ‘’η λέξη, είναι η μονάδα’’. Όχι η οποιαδήποτε λέξη, παρά αυτή που θα απογειώσει το έργο του και το κυριότερο, αυτή που θα εκφράσει τη ψυχή του. ‘’Είναι πολύ παράδοξο το πώς μια και μοναδική λέξη με κάνει να διστάζω να τελειώσω ένα ποίημα. Μερικές φορές περνούν δύο χρόνια, άλλοτε τρία…’’, λέει ο Σεφέρης στη συζήτησή του με την Φιλίπ. Είναι βάσανο μεγάλο η λέξη και κυρίως η επιλογή της ανάμεσα από άλλες πολλές, που στέκουν στοιβαγμένες σε μια τεράστια δεξαμενή γεμάτη από δαύτες. ‘’ντουμάνιασε από τις λέξεις η κάμαρά μου και πήρα τους δρόμους και κει που κάθισα στους μπάγκους στοιβάχτηκαν από κάτω και πασαλείβουνται στο πρόσωπό μου και μπλέκουνε μες στα μαλλιά μου’’, λέει η μεγάλη Μάτση Χατζηλαζάρου στο ποίημα της ‘’οδυρμός’’. Ο Τεχνίτης πρέπει να στέκει υποψιασμένος όταν οι λέξεις βγαίνουν εύκολα και κολλάνε στο γραπτό του. Εδώ ελλοχεύει το επιφανειακό και η ευκολία. ‘’Κι αν εμίσησα το μεγάλο κοινό είναι γιατί έμαθα, εκεί που δυσκολεύτηκα, να φοβάμαι τον επιδερμισμό πριν απ΄ όλα’’, λέει ο Σεφέρης (αλληλ. με Καραντώνη σελ. 129-130). Ή όπως αλλιώς το λέει ο Ελύτης στο ‘’Πρώτα-πρώτα η ποίηση’’, ‘’Το κόκκινο πανί μου –το πιο κόκκινο- ήταν και είναι ακόμα η ευκολία. Την υποψιάζομαι παντού. Κάτω από τα κηρύγματα για την απλότητα, για την τάξη, για την εγκράτεια’’.
‘’Γιατί γράφετε;’’, έθεσε αυτό το ερώτημα στον εαυτό του ο Θεοτοκάς. Για να απαντήσει αμέσως, ‘’…γράφει κανείς, πρώτα-πρώτα, για να βγάλει από πάνω του μερικά πρόσωπα που δεν τα προσκάλεσε, που ήρθαν μόνα τους και κινιούνται στη φαντασία του και απαιτούν να υπάρξουν.’’
Και όχι μόνο πρόσωπα θα πρόσθετα, παρά και ιδέες και συναισθήματα και εμμονές και όλα εκείνα τα ανθρώπινα που είναι η μαγιά της Τέχνης. Όλο αυτό κατά γνώμη μου λέγεται κάθαρση ψυχής. ‘’Στην Ποίησή μου έφτανε η καθαρότητα του ψυχισμού’’ λέει ο Ελύτης. Μα κι ο Σεφέρης το ίδιο λέει ‘’..η έλξη ή η απώθηση (από ένα έργο), εξαρτάται βέβαια από την αξία του έργου, αλλά και κατά ένα μέρος από τις αρετές και την ανάγκη κάθαρση της ψυχής μας.’’ (Δοκ. Α΄155-156).
Τρία εργαλεία απαραίτητα και ένα ερώτημα που με ειλικρίνεια πρέπει να απαντηθεί απ΄ τον Τεχνίτη του λόγου, συγκροτούν κατά τη γνώμη μου την ‘’ικανή και αναγκαία συνθήκη’’ για την δημιουργία ενός μεγάλου έργου Τέχνης. Όμως στο σημείο αυτό μπαίνει το τελευταίο μέρος αυτής της καταπληκτικής εξίσωσης που λέγεται Λογοτεχνία, Τέχνη γενικότερα θα έλεγα, κι αυτό δεν είναι άλλο απ΄ τον Αναγνώστη. Ένα έργο Τέχνης γίνεται σπουδαίο, μόνον και τότε μόνον, όταν ο Αναγνώστης διαγνώσει την ‘’ευθύνη’’, την ‘’ειλικρίνεια’’, την πάλη με τις ‘’λέξεις’’ του Τεχνίτη, και απαντήσει και ο ίδιος στο ερώτημα ‘’Γιατί διαβάζεις;’’, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και με τα ίδια λόγια που απάντησε ο Τεχνίτης στο ερώτημα ‘’Γιατί γράφεις;’