Τα ελληνικά Γράμματα έγιναν φτωχότερα όταν στις 3 του Γενάρη το 1951 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών ο ποιητής και πεζογράφος Γεώργιος Δροσίνης.
Ένα από τα εκθαμβωτικά αστέρια που διέγραψαν την τροχιά τους στον ελληνικό ουρανό.
Ένα από τʼ ανεκτίμητα διαμάντια που φώτισαν τους αιθέρες της ελληνικής ποίησης.
Ένας υπέρμαχος της Δημοτικής γλώσσας.
Ένας υπέροχος ποιητικός τύπος που τόσο εξέχουσα θέση κατέλαβε στο Πάνθεον
των ποιητών μας.
Ο Γ. Δροσίνης αποτελεί για τη χώρα μας μεγάλο εθνικό κεφάλαιο στον τομέα της ποίησης.
Μέσα από τα ποιήματά του, υπηρέτησε το ωραίο και τʼ αληθινό «των ταπεινών και απορημένων» όπως έλεγε και ο ίδιος. Όπως ο Παλαμάς και ο Μαλακάσης καταγόταν από το Μεσολόγγι, αλλά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1859 κάτω από το γαλάζιο Αττικό ουρανό κοντά στον ιερό βράχο της Ακρόπολης που πάνω σʼ αυτόν οι άνθρωποι φτάσαν στο απόγειο της σαφής αντίληψης του ωραίου και μπόρεσαν να δώσουν το αιώνιο, το αμετάβλητο, το απαράμιλλο μήνυμα προς το θείο.
Από μικρός ήταν φύση ανήσυχη τόσο που η μητέρα του κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του έλεγε: «πότε θάρθει ο Άγιος Σεπτέμβρης».
Όταν τέλειωσε το Γυμνάσιο γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αργότερα μεταγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του ίδιου Πανεπιστημίου και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη Γερμανία. Ήταν ζηλωτής των τραγουδιών του Γκαίτε και του Χάϊνε.
Διετέλεσε επί σειρά ετών Διευθυντής Γραμμάτων και Καλών Τεχνών.
Έγραφε μικρά ποιήματα μʼ έμπνευση, αίσθημα, φωτεινή παράσταση του αισθήματος, ζωηρές περιγραφές με πλούσιο περιεχόμενο και ποικιλία πνευμάτων.
Ο Δροσίνης εμπνεόταν από την ειδυλλιακή φύση. Ζωγράφιζε καθώς έλεγε ο κριτικός μʼ ελαφρύ χέρι, λευκά χωριά, χαρούμενες πλαγιές βουνών, αμυγδαλιές ολόανθες, φαιδρά ακρογιάλια κλπ. κλπ.
Ο ίδιος έλεγε: « ότι γράφω στα ποιήματά μου τίποτε δεν είναι φανταστικό, όλα τα είδα και τα έζησα στο Πήλιο, στις Γούβες και στην Αθήνα.»
Όταν εγκαταστάθηκε στις Γούβες έγραψε τις «Αγροτικές επιστολές».Εκεί γνώρισε και τη Μορφούλα όπου έγραψε το περίφημο «Μοιρολόϊ της Μορφούλας».
Άλλα έργα του είναι: «Το Βοτάνι της Αγάπης», «Έρση», «Ανθισμένη αμυγδαλιά», «Φωτερά σκοτάδια», «Σκοτεινά βλέφαρα» κ. ά.
Στην πολυτελή βίλα του στην Κηφισιά πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του χωρίς να παύσει ποτέ νʼ ασχολείται με την ποίηση.
Το 1951 έκλεισε τα μάτια του αποχαιρετώντας τη ζωή, ο δυνατός, ο μεγάλος, ο τρανός, ο ακούραστος, ο άφθαστος υμνητής των φυσικών καλλονών της πατρίδας μας, καταλαμβάνοντας μια από τις πιο τιμητικές θέσεις στο Πάνθεον των ποιητών της χώρας μας.
Το 1949, καθισμένος στην πολυθρόνα γιόρτασε την ενεννηκονταετηρίδα του και δεχόταν τις ευχές όλων. Η Νεοελληνική μούσα παρούσα στη γενέθλια μέρα, χαιρέτησε τον μεγάλο ποιητή αφιερώνοντάς του κι από ένα ποίημα.
Μαθήτρια Δημοτικού Σχολείου ανάμεσα στα βιβλία της πλούσιας βιβλιοθήκης του σπιτιού μας, τράβηξε την προσοχή μου ένα καλαίσθητο περιοδικό αφιερωμένο στα ενενηκοστά γενέθλια του Γεωργίου Δροσίνη. Τα περιεχόμενά του ήταν ευχές με μορφή ποιήματος λογοτεχνών της εποχής, προς τον γηραιό δημιουργό. Μου άρεσαν πολύ και τα διάβασα αρκετές φορές.
Όμως δύο από αυτά με άγγιξαν περίσσια γι αυτό και φρόντισα να τα αποστηθίσω. Τα χρόνια πέρασαν, τα ποιήματα δεν τα ξέχασα γιατί συχνότατα τα επαναλάμβανα. Μάλιστα καθʼ όλη τη διάρκεια της εκπαιδευτικής μου σταδιοδρομίας ένοιωθα υποχρέωσή μου κάθε χρόνο το Μάη μήνα να αφιερώνω λίγο χρόνο από το μάθημα στον αγαπημένο μου Δροσίνη, διαβάζοντας στους μικρούς μαθητές μου τα δύο αυτά ποιήματα. Με σεβασμό στη μνήμη του Μεγάλου μας ποιητή τα παραθέτω:
«Στεφάνι με 90 φύλλα πλεγμένο στʼ ασημένια σου μαλλιά
στέκει Δροσίνη με περίσσια χάρη.
Και εγώ από του χειμώνα σου την ανθισμένη αμυγδαλιά
θε να σου κόψω δροσερό κλωνάρι».
«Δροσίνη δροσερή πηγή και τα τραγούδια ανθούνε,
να ξεδιψάσουν οι ψυχές και να δροσολουστούνε.
Τεχνίτρα η μούσα τάπλεξε με μεταξένια υφάδια,
μες «τα Κλειστά τα Βλέφαρα» «Τα Φωτερά Σκοτάδια».
«Είπε» κι η λύρα σου έκρουσε και άγγιξε την καρδιά μας,
στην «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» σκαρφάλωσε η χαρά μας.
Νεράιδα η φύση ντύθηκε με τα διαμαντικά της
στους ήχους τους μελωδικούς μέσα απʼ το «Θα Βραδιάζει»
γλυκά λικνίζει η ψυχή και στη «Γαλήνη» αράζει.
«Των Πύργων» κρυφακούσανε τα μυστικά «Των Κάστρων»
και το γοργό κι ανάλαφρο «περπάτημα των Άστρων»,
πήραν τʼ ακρόγιαλα ψυχή τα δέντρα λαμπεράδα,
ξάστεροι κόσμοι ολόφωτοι γεμάτοι από Ελλάδα,
παιδιά και σε λατρέψανε με το γαλάζιο χρώμα
που άγιο εμοσκοβόλησε «το Ελληνικό το Χώμα».
Στην εκκλησιά των στίχων σου άσβεστες οι λαμπάδες,
μεταλαβαίνουν οι πιστοί κι αγνοί προσκυνητάδες.
Και μια «Χελιδονοφωλιά στον Νάρθηκα» όλο ψάλλει ,
«Την ευτυχία πʼ άγγελος επήρε στην αγκάλη
να φέρει χάρισμα στη γη».
Και ανάμεσα η ηλιαχτίδα μʼ ένα στεφάνι ολόχρυσο προβάλλει «η Αμαρυλίδα» και απλώνει τʼ αβρά τα χέρια της αγέραστη κι αιώνια να στεφανώσει του ποιητή τα 90 χρόνια.
Κλειώ Λούμου – Μαρκάκη, Συντ/χος εκπαιδευτικός