Σπάνια γράφω εισαγωγικά σημειώματα. Όμως η Γεωργία Δρακάκη είναι ένα πολυτάλαντο πλάσμα που ζει την αλήθεια της με πάθος, δυναμισμό κι αξιοπρέπεια και γι’ αυτό την εκτιμώ ξεχωριστά. Η κυκλοφορία του νέου της βιβλίου ήταν μια καλή ευκαιρία για να μιλήσουμε για όλα όσα την αφορούν.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Μανίκας
- “Ο Τάσος πέθανε” από τις εκδόσεις Κάκτος. Τι σε ώθησε να γράψεις ένα βιβλίο με αφορμή τον χαμό του Τάσου Γκόβα;
Όταν ένας αγαπημένος μας άνθρωπος πεθαίνει, παγώνουμε, τα χάνουμε, πιθανώς αρνούμαστε να το πιστέψουμε. Τα έπαθα όλα. Δεν μπορούσα να το χωνέψω με τίποτα. Ο Τάσος, ο δικός μου, ο δικός μας Τάσος, ο μουσικός, ο ταξιδιάρης, ο φίλος, ο εραστής, ο γιος…Το επόμενο στάδιο, μηχανικά ή ίσως υπαγορευμένα από κάπου έξω από μένα, ήταν η γραφή, το συμμάζεμα όλων αυτών των πρωτόγνωρων συναισθημάτων. Δύο χρόνια μετά, αυτή η εξομολόγηση μου, αυτό το ουσιαστικά προσωπικό μου ξεκαθάρισμα λογαριασμών ως ένα βαθμό, μεταμορφώθηκε σχεδόν παρά την θέλησή μου σε βιβλίο. Αν ήταν ο Τάσος να ζούσε, ας μην το ειχα γράψει ποτέ.
- Είχες εξαρχής μια συγκεκριμένη δομή για το βιβλίο στο μυαλό σου ή η συγγραφική διαδικασία και τα συναισθήματά σου σε πήγαν σε άλλα μονοπάτια;
Υποσυνείδητα, ναι, μάλλον είχα στο νου μου ακριβώς αυτό που από τέλη Δεκέμβρη κρατώ και κρατάτε στα χέρια σας. Αλλά, συνειδητά, χάλαγα κεφάλαια, έστηνα νέα, πειραματιζόμουν με τις λέξεις και προσπαθούσα να σκάψω και να βρω καινούργιες, δικές μου, ακριβέστερες γι’ αυτό που ήθελα ακριβώς να εκφράσω. Καταδυόμουν εκεί όπου δεν είχα ξαναβρεθεί και τιναζόμουν όσο ψηλότερα δεν είχα φθάσει ποτέ. Για μένα, το «ο Τάσος πέθανε» είναι ό, τι σημαντικότερο έχω γράψει όσο ζω. Σα να συμπυκνώνει όλο μου το μέχρι στιγμής βίωμα, το γυναικείο, το ανθρώπινο, το συγγραφικό. Δεν είχε ροή, δεν είχε λογική, ούτε ήταν ακριβώς αυτόματη γραφή, δεν το πήγαινα εγώ, ούτε όμως κι αυτό ακριβώς. Ο Τάσος το πήγαινε. Το φευγιό του.
- Ποια εικόνα θεωρείς ότι θα αποκομίσουν οι αναγνώστες για τον Τάσο Γκόβα και σε τι γενικότερες σκέψεις θα οδηγηθούν;
Δεν ήθελα να εκπονήσω μία σύσταση του Τάσου Γκόβα στον κόσμο. Ο Τάσος άφησε πίσω του μερικές κομματάρες και μακάρι να ηχογραφηθούν από μουσικούς και τραγουδιστές φίλους του ή μη. Αυτή είναι άλλωστε η παρακαταθήκη που ο ίδιος ονειρευόταν, μαζί φυσικά, με την κόρη του. Ο Τάσος είναι πραγματικό πρόσωπο και ως τέτοιο αντιμετωπίζεται μες στο κείμενό μου, αλλά ο Τάσος μπορεί κάλλιστα να είναι κάποιου άλλου ο Γιώργος, η Μαρία, η μάνα, ο έρωτας, το κατοικίδιο. Εννοώ, μιλώ για το πένθος. Για τις σκέψεις ενός νου εν μέσω πανικού, θλίψης, αλλά και ισχυρότατης αίσθησης ότι η ζωή (αξίζει να) συνεχίζεται. Πώς είναι αυτό το παρακάτω; Πώς είναι να σπέρνεις τον πόνο μιας απώλειας στην ψυχή σου και να βλασταίνουν αναπάντεχες ομορφιές και δώρα; Οι αναγνώστες στον Τάσο θα δουν, θέλω να πιστεύω, τον δικό τους αγαπημένο που έφυγε, από την ζωή ή την ζωή τους. Θα ήθελα να σκεφτούν τι σημαίνει γι’ αυτούς το ότι είναι ζωντανοί, τι στο καλό κάνουν με αυτό το πράγμα.
- Υπηρετείς το γράψιμο σε όλες του τις μορφές (αρθρογραφία, ποίηση, πεζό, θέατρο κλπ). Λέμε συχνά ότι αποτελεί μια αυτοψυχαναλυτική διαδιακασία. Ποια πλευρά του εαυτού σου “αποκαλύπτεται” με κάθε διαφορετικό τρόπο γραφής;
Είμαι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Ευγνώμων που βιοπορίζομαι από το γράψιμο-και κάποιες σχετικές με αυτό ιστορίες, όπως η επιμέλεια, το ρεπορτάζ, ακόμα και το ραδιόφωνο (για δοκιμάστε να κάνετε μια εκπομπή χωρίς σημειώσεις ή δομή!). Ξεκίνησα την συγγραφική μου δραστηριότητα το 2011, που «ήμουν παιδί στα 19». Και, ναι, ξεκίνησα, με θέατρο. Και σκοπεύω να συνεχίσω να γράφω για το θέατρο, αλλά και να βλέπω και τα παλιότερα θεατρικά μου να ανεβαίνουν στη σκηνή. Όμως, δεν υπάρχει περιορισμός: όταν γράφεις, γράφεις. Και στίχο, και τηλεοπτικό σενάριο, και ποίηση, και απ’ όλα. Δεν ψυχαναλύομαι μέσω γραψίματος. Μέσω γραψίματος εκφράζομαι, γυμνώνομαι και επιθυμώ να γυμνώσω και να αγκαλιάσω τους ανθρώπους, συγχρόνως. Το γράψιμό μου το αντιλαμβάνομαι ως μια ενότητα. Όπως και τον εαυτό μου. Θεωρώ ότι κανείς κατανοεί ότι γράφω εγώ ό, τι δικό μου διαβάσει-δεν απεκδύομαι την συγγραφέα στα δημοσιογραφικά μου. Στον πυρήνα μου, στο μέσα μου μεδούλι, είμαι συγγραφέας. Κι η συγγραφή αποκαλύπτει όλες, μας όλες, τις ανεξερεύνητες κι από μένα ακόμα στην πληρότητά τους, πτυχές μου: τον ερωτισμό, τα τραύματα, την παιδικότητα, την ευαλωτότητα, την επιθετικότητα, τις ανασφάλειες, τον τρόπο μου να βλέπω και να αντιμετωπίζω και να μοιράζομαι την ζωή μου.
- Ποιον ορισμό θα έδινες στην έννοια της λογοτεχνίας; Τι ξεχωρίζει την καλή από την κακή;
Η λογοτεχνία είναι αυτό που συμβαίνει στο χαρτί και μοιάζει να συμβαίνει στην ζωή-όχι από άποψης ρεαλισμού, απλώς αλήθειας. Άλλο ρεαλισμός κι άλλο απόλυτη, ξεκάθαρη, πασίγυμνη αλήθεια. Κι η αλήθεια, προσοχή, δεν είναι ούτε (κατ’ ανάγκην) ειλικρίνεια, ούτε (κατ’ ανάγκην) πραγματικότητα. Σας μπέρδεψα; Η λογοτεχνία είναι, κατά την άποψή μου, μόνο καλό πράγμα. Είναι σα να λέμε «η θάλασσα», «η ζωή». Κακά γραψίματα και γραφές είναι απόπειρες φθασίματος στην λογοτεχνία, εξ ου και όχι πάντοτε άχρηστα ή άχρηστες. Κάποια κακή γραφή μπορεί να μας γιατρέψει περισσότερο από ό, τι ένα αριστούργημα. Δηλαδή, κάποιες νύχτες δεν το’ χεις να φας λαβράκι σωτέ με σως εσπεριδοειδών και φρέσκα χόρτα. Θες απλώς το βρώμικό σου να στάξει μουστάρδες σε χέρια και πηγούνια. Ανοιχτή σε όλα όσα κάνουν έστω και έναν επί γης άνθρωπο να ζεσταθεί, να βρει κάτι δικό του, να νιώσει.
- Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Α, δεν ξέρω. Κακό του κεφαλιού μας. Στο μεταξύ, έχουμε και θαυμάσιο εγχώριο προϊόν, να τα λέμε. Επίσης, αν είναι να πω κάτι, ας πω αυτό: είμαστε Φως, Μεσόγειος, κύματα, απλωσιές, μπλε ουρανός του ονείρου. Εντάξει, την ζούμε ως έναν μεγάλο βαθμό την λογοτεχνία. Τώρα, ορέχτηκα να είναι καλοκαίρι, να βρίσκομαι σε μια παραλία με βότσαλα και να διαβάζω ένα καλό βιβλίο. Όλα συνδυάζονται, παιδιά!
- Τι σημαίνει να είσαι sex editor σε μια κοινωνία που ακόμη παλεύει να αναγνωρίσει τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπά της;
Πολλά και τίποτα. Εγώ κάνω το κομμάτι μου, αμείβομαι, έχω βρει πλατύ αναγνωστικό κοινό, με τσαλεντζάρω συνέχεια συγγραφικά, με κρατώ σε ωραία εγρήγορση, με δοκιμάζω. Η στήλη μου σκοπεύει περισσότερο να ψυχαγωγεί, παρά να εκπαιδεύει, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι πρόκειται εν πολλοίς για πορνογραφία βασισμένη και σε πραγματικές ιστορίες, δικές μου ή άλλων. Η προνογραφία είναι λογοτεχνικό είδος, μεταξύ άλλων. Έχει αγκαλιαστεί η στήλη, οφείλω να ομολογήσω κυρίως από άνδρες. Δεν με χαλά καθόλου. Το Andro μου έχει χαρίσει ένα πολύ ενδιαφέρον βήμα.
- Τι είναι για σένα το τραγούδι; Το “αχ” των ενοχών μας ή το “ωχ” των βεβαιοτήτων μας;
Πολύ ωραία το τοποθέτησες, όμως δεν θα το σκεφτόμουν ποτέ έτσι. Το τραγούδι είναι η ραψωδία των ψυχών μας και των μοιρασμάτων τους, η μία με την άλλη. Το πονώ, το γελώ, το γλεντώ, το πετώ, το μερακλώνομαι, το απογειώνομαι, το κοπανιέμαι, το ερωτεύομαι. Θέλει ψυχή να είσαι τραγουδιστής και επίσης ψυχή θέλει να είσαι ακροατής. Όταν τραγουδάω βρίσκομαι σε ένα πολύ ωραίο σημείο: νιώθω πως βγαίνω για λίγο από το σώμα μου, νιώθω πως γίνομαι, εγώ η ίδια, ένα τοσοδούλι ψηφιδωτό της μεγάλης Μάνας Μουσικής.
- Αν για λόγους καλύτερης διαβίωσης αναγκαζόσουν να επιλέξεις κάποια από όλες τις δραστηριότητες σου, ποια θα προτιμούσες να είναι αυτή;
Το ότι τις έχω επιλέξει όλες είναι ακριβώς για να ζω από αυτές και μόνον. Που θα πει: από το γράψιμο και το τραγούδι. Θα τις άφηνα στην άκρη μόνο για να μεγαλώσω το παιδί μου. Αυτές φυσικά δεν θα με άφηναν: δεν θυμάμαι καμία μέρα της ζωής μου, από όσο έχω μνήμη, να έχει περάσει χωρίς να έχω διαβάσει/γράψει/ακούσει/τραγουδήσει κάτι. Έστω κάτι, μια λέξη, μια εύκολη μελωδία.
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Πέντε βιβλία ή/και δίσκους που θα ήθελες μαζί σου;
Κι άλλη καραντίνα; Τα καταβροχθίσαμε και τα βιβλία και τους δίσκους και τις ταινίες. Βέβαια, δέκα ζωές δεν αρκούν για να απολαύσουμε ό, τι καλό έχει φτιαχτεί καλλιτεχνικά από τον άνθρωπο. Στην φάση που διάγω τώρα, αν εικάζαμε ότι ο Φεβρουάριος θα ήταν ένας μήνας καραντίνας, θα έκανα τις εξής επιλογές: από δίσκους, τον πολυλιωμένο μου ‘’Στου αιώνα την παράγκα’’, το soundtrack album της Kid Moxie με τον παράξενο τίτλο ‘’Not to be unpleasant but we need to have a serious talk’’, τα «Τσίλικα» της Χαρούλας ξανά, το ‘’Χαράτσι’’ του Παπάζογλου, το ‘’Σαμποτάζ’’ της Λένας Πλάτωνος. Από βιβλία, να τελείωνα τον έρμο τον ‘’Οδυσσέα’’ του Τζόης, το ‘’Μπουρδέλο’’ του Πετρόπουλου, ‘’Το Νερό γνωρίζει’’ του Δημήτρη Τσεκούρα, τα άπαντα ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά και το τελευταίο μυθιστόρημα της Ζυράννας Ζατέλη που δεν το έχω προλάβει ακόμα.
- Πιστεύεις στη μοίρα ή στην τύχη;
Είμαι, μοιραία, η αντίσταση και η ανατροπή που επιφυλάσσω στην καλή ή την κακή μου τύχη. Αυτό πιστεύω!