Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, συγγραφέας
Κάθε γενιά έχει τις δικές της λατρεμένες ταινίες. Ταινίες με τις οποίες ταυτίστηκε είτε γιατί παρουσίαζαν τις αγωνίες και τα αδιέξοδα της, είτε γιατί ταυτίστηκαν με σημαντικές στιγμές της συλλογικής πορείας της. “Τα φτηνά τσιγάρα”, υπήρξε μια ταινία που όταν κυκλοφόρησε συζητήθηκε πολύ περισσότερο από όσο παρακολουθήθηκε.
Κάτι οι αντιφατικές κριτικές, κάτι η εμμονή μας στις ξένες παραγωγές και η ταύτιση του ελληνικού σινεμά με την ακατανόητη “κουλτούρα” ή την κωμική καρικατούρα, και μια ταινία διαφορετική, άλλοτε ποιητική και ρομαντική. άλλοτε σκοτεινή και ρεαλιστική, σχεδόν “χάθηκε” εν τη γενέσει της.
«Τα Φτηνά τσιγάρα, που μου δίνουν όλες αυτές τις πολύ μεγάλες χαρές, είναι η ταινία μου που μου έχει δώσει και τις μεγαλύτερες θλίψεις. Έχασα την πίστη μου. Με συνέτριψε όλο αυτό. Τι να κάνεις δηλαδή όταν προβάλλεις μια ταινία και πάει άπατη; Έπεσα, μου κόπηκαν τα φτερά. Σκέφτηκα ότι η ταινία ήταν ένα προσωπικό μου καπρίτσιο, μία προσωπική μου τρέλα. Και ότι απέτυχα στους στόχους μου», λέει ο σκηνοθέτης της ταινίας Ρένος Χαραλαμπίδης. Ωστόσο, η ταινία δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια από την παταγώδη εμπορική αποτυχία της ώστε να κερδίσει σταδιακά ένα μεγαλύτερο κοινό, αρχικά χάρη στο βίντεο και κατόπιν στο διαδίκτυο. «Έρχονταν στο δρόμο», θυμάται ο Ρένος Χαραλαμπίδης, «έχοντας δει την ταινία προφανώς από βιντεοκλάμπ και μου μιλούσαν. Και με το YouTube το όλο πράγμα εκτινάχτηκε!». Τα Φτηνά τσιγάρα πλέον μετρούν εκατομμύρια views και αποθεώνονται, κάθε προβολή τους σε θερινό σινεμά δημιουργεί το αδιαχώρητο, ενώ οι ατάκες τους έγιναν κλασικές και συνθήματα στους τοίχους: «Η ζωή ξέρει. Κι εγώ την εμπιστεύομαι».
Κι όμως διέθετε μια σειρά από στοιχεία που μπορούσαν να την μετατρέψουν σε αναπόσπαστο στοιχείο της γενιάς που ενηλικιώθηκε στα ’90ς. Μιας γενιάς που βίωσε τη μετάβαση στον ψηφιακό κόσμο, προλαβαίνοντας όμως να διατηρήσει ζωντανές τις μνήμες από τις αναλογικές εμπειρίες, τον τρόπο επικοινωνίας, τις συνήθειες, το φλερτ, μιας άλλης εποχής. Μιας εποχής που σιγά, σιγά χανόταν δια παντός. Υπαρξιακά διλήμματα, ιδιαίτεροι, παθιασμένοι χαρακτήρες του χθες που παλεύουν να επιβιώσουν στο σήμερα και ρομαντικούς ήρως του σήμερα που δεν μπορούν να συμβιβαστούν με το χθες. Και φυσικά μια εμπνευσμένη μουσική επένδυση (το “Λευκό μου γιασεμί, αποτελεί τη πιο πιστή συναισθηματική ταυτοποίηση του αισθητικής της ταινίας.”) να συνοδεύει αρμονικά τους διαλόγους.
22 χρόνια μετά, τα Φτηνά Τσιγάρα, γίνονται μιούζικαλ στην εναλλακτική σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος από τις 16 Φεβρουαρίου 2022 και για 22 παραστάσεις έως και τις 13 Μαρτίου 2022. Σε μουσική Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και λιμπρέτο Πέτρου Βουνισέα έρχεται μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Κωνσταντίνου Ρήγου.
Κι όλοι περιμένουμε να δούμε πώς η αισθητική του τότε γραπτού λόγου, μεταφέρετε σε λιμπρέτο με τον ίδιο τον δημιουργό να αναλαμβάνει το ρόλο του αφηγητή, του συνδετικού κρίκου ανάμεσα στις δυο εποχές. Κρίνοντας από τους συντελεστές και τη γενικότερη σύλληψη της ιδέας, όλα δείχνουν ότι τα “Φτηνά Τσιγάρα” θα αποκτήσουν δεύτερη ζωή, δεύτερη ευκαιρία νέας καταξίωσης στη συνείδηση του κοινού, θα γίνουν ξανά το όχημα μετάβασης του ατόφιου συναισθήματος.