/Φρανθίσκο Γκόγια – Ο “πατέρας” της σύγχρονης τέχνης

Φρανθίσκο Γκόγια – Ο “πατέρας” της σύγχρονης τέχνης

Ο Φρανθίσκο Γκόγια (Francisco José de Goya y Lucientes, 30 Μαρτίου 1746 – 16 Απριλίου 1828) ήταν Ισπανός ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης. Υπήρξε ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε τρεις γενιές μοναρχών και θεωρείται ο σπουδαιότερος Ισπανός καλλιτέχνης, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου. Το έργο του, που ανήκει στην περίοδο του ροκοκό και του ρομαντισμού, περιλαμβάνει περισσότερους από 700 πίνακες ζωγραφικής, 900 σχέδια και σχεδόν 300 χαρακτικά, που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από καινοτομίες και ρηξικέλευθα στοιχεία σύνθεσης.

Αν και υπήρξε διακεκριμένος και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία, η φήμη του εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατό του. Κατά το 19ο αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από τους ζωγράφους του ρομαντισμού, με κύριο θαυμαστή του τον Ντελακρουά, ενώ την ίδια στάση τήρησαν καλλιτέχνες και θεωρητικοί της τέχνης του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών, καθώς και ένας εκ των πρώτων «μοντέρνων» καλλιτεχνών.

Ο Γκόγια γεννήθηκε sτις 30 Μαρτίου 1746 στο χωριό Φουεντετόδος και σε ηλικία 14 χρονών μετακομίζει μαζί με την οικογένεια του στη Σαραγόσα, την πόλη όπου θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με την ζωγραφική. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών με τον ζωγράφο Χοσέ Λουθάν Μαρτίνεθ. Το 1764 και το 1766 συμμετείχε σε εξετάσεις για την υποτροφία που είχε θεσπίσει η Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάρντο στη Μαδρίτη, στις οποίες τελικά απέτυχε. Αργότερα, υπήρξε μαθητής του διακεκριμένου αυλικού ζωγράφου Φρανσίσκο Μπαγέ, στη Μαδρίτη. Το 1771 ταξίδεψε στη Ρώμη όπου συνέχισε την εκπαίδευσή του.

Ύστερα από μία δεκαετία δίπλα σε δασκάλους ζωγραφικής, οι οποίοι σταδιακά του αποκάλυψαν τα “μυστικά της τέχνης”, ο Γκόγια αναλαμβάνει τις πρώτες του δουλειές για μοναστήρια και εκκλησίες στη Σαραγόσα.

Τον Ιούλιο του 1773 νυμφεύτηκε την Χοσέφα Μπαγέ, αδελφή του δασκάλου του και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας (Real Fábrica de Tapices de Santa Bárbara), με θέματα εμπνευσμένα από την καθημερινότητα. Η επιρροή του Μπαγιέ στους κύκλους της αυλής της Μαδρίτης υπήρξε ενδεχομένως καθοριστική για την ανάθεση του έργου στον Γκόγια, πέρα από το ταλέντο. Το 1779 προάγεται σε ζωγράφο της βασιλικής αυλής και η αναγνώριση στους κύκλους της θα έρθει το 1780, ύστερα από την παρουσίαση του πίνακα «Ο Εσταυρωμένος Χριστός» ή «Ο Χριστός στο Σταυρό», με τον οποίο θα γίνει επιτέλους μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο.

Το 1786, ο Φρανσίσκο Γκόγια ανακηρύσσεται και επισήμως «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ και αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος των «προσωπογραφιών». Υπό την προστασία του διαδόχου του Καρόλου Δ’, ο Γκόγια θα γίνει διάσημος και αγαπητός, ενώ το 1799 θα ανακηρυχθεί Πρώτος Ζωγράφος της Αίθουσας του Βασιλιά. Ως ο επίσημος ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, προσέφερε αφειδώς τις υπηρεσίες του στον μονάρχη, μη λησμονώντας όμως ταυτόχρονα τον λαό που στέναζε έξω από το παλάτι: λίγο καιρό αργότερα με τρεις σειρές χαρακτικών σχολιάζει καυστικά τα δεινά του κόσμου, ριψοκινδυνεύοντας τόσο τη θέση του όσο και τη ζωή του.

Αυτήν την περίοδο, όμως, φιλοτεχνεί πανέμορφα και λεπτομερή έργα για την αυλή.

Έργα όπως το «Ο δούκας και η δούκισσα Οσούνα και τα παιδιά τους» (1787-1788) απεικονίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σχεδιαστική δεινότητα του Γκόγια αλλά και την έμφαση που έδινε στη λεπτομέρεια. Αποτυπώνει με μαεστρία ακόμα και τα παραμικρά χαρακτηριστικά του προσώπου και των ενδυμάτων της αριστοκρατικής οικογένειας.

Το 1795 διορίστηκε Διευθυντής Ζωγραφικής της Ακαδημίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε όμως δύο χρόνια αργότερα, εξαιτίας προβλημάτων υγείας, τα οποία είχαν εμφανιστεί από το 1792, όταν προσβλήθηκε από μία σοβαρή νόσο που είχε ως αποτέλεσμα την μόνιμη απώλεια της ακοής του. Σχετικά με την αρρώστια του, δεν διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες, ούτε γνωρίζουμε αν υπήρξε αποκλειστικά σωματικής φύσης ή επηρέασε την ψυχική του υγεία. Το 2017 η Ρόννα Χερτζάνο, ειδική επί της ακοής στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, πραγματοποίησε ανακοίνωση, στις 28 Απριλίου 2017, στο Συνέδριο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου (UM SOM) σχετικά με έρευνά της για την ασθένεια του ζωγράφου. Διαπιστώνει ότι έπασχε από το σπάνιο σύνδρομο Σούσακ (Susac’s syndrome). Τα συμπτώματα αυτού του συνδρόμου είναι η περιορισμένη εγκεφαλική λειτουργία και προσωρινή απώλεια όρασης, ακοής και ισορροπίας. Παρά το ότι τα περισσότερα από αυτά εξαφανίζονται με την πάροδο του χρόνου, η απώλεια ακοής μπορεί να είναι οριστική, όπως συνέβη με τον Γκόγια.

Η ταραγμένη προσωπική περίοδος της ανάρρωσης θα τον ωθήσει να ξεδιπλώσει το ταλέντο του σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια: αρχίζει να ζωγραφίζει για το κέφι του, πίνακες δηλαδή που δεν του είχαν παραγγείλει και δεν επρόκειτο να πληρωθεί γι’ αυτούς, δίνοντας έμφαση σε πορτρέτα γυναικών από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το ζωγραφικό του ύφος υπόκειται επίσης σε ευρείες αλλαγές.

Συνέχισε να ξεδιπλώνει το ταλέντο του, δημιουργώντας προσωπογραφίες γεμάτες αλληγορίες που αποτύπωναν τον ψυχικό κόσμο των προσώπων, χωρίς καμία πρόθεση ωραιοποίησης.

Η «Οικογένεια του Καρόλου Δ’» (1801) είναι αποκαλυπτική των διαθέσεων του ζωγράφου, οι οποίες δεν έγιναν τότε αντιληπτές χάρη στη λαμπρότητα με την οποία απεικόνισε τα εντυπωσιακά όσο και πανάκριβα ενδύματα της βασιλικής οικογένειας: τα πρόσωπα μοιάζουν κακοζωγραφισμένα, πρόκειται σχεδόν για καρικατούρες, ενώ η κενότητα στο βλέμμα του βασιλιά εντυπωσιάζει –όσο για την παρουσία της βασίλισσας Λουίζας, με το ματαιόδοξο και υπεροπτικό ύφος, στο κέντρο του πίνακα, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, καθώς εκείνη ήταν που ουσιαστικά κινούσε τα πολιτικά νήματα. Ο Γάλλος ποιητής Θεόφιλος Γκοτιέ είχε πει χαρακτηριστικά, σχολιάζοντας το έργο, ότι τα πρόσωπα μοιάζουν περισσότερο με τον τοπικό φούρναρη και την οικογένειά του που κέρδισαν στη λοταρία.

Αργότερα, στρέφεται ακόμα περισσότερο στον εσωτερικό του κόσμο ανακαλύπτοντας τις σκοτεινές πτυχές του που θα αποτυπώσει πάνω στον καμβά. Το στιλ του αλλάζει και το 1799 δημιουργεί τη σειρά των χαρακτικών του, με τίτλο «Καπρίτσια» («Los Caprichos»), η οποία αποτελείται από 80 χαρακτικά που ασκούν κριτική στη διεφθαρμένη άρχουσα τάξη, στον Κλήρο και στην Ιερά Εξέταση, στηλιτεύει την Αυλή, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες και την κενοδοξία των γυναικών. Ο Γκόγια δεν ξέχασε ποτέ τα δεινά του λαού της Ισπανίας, γι’αυτό και αποφάσισε, λοιπόν, να τα απαθανατίσει ως κοινωνικό σχόλιο. Αυτή η περίοδος σηματοδοτεί και την στροφή του Γκόγια σε έργα που αντιμάχονταν το ηγεμονικό και κοινωνικό καθεστώς.

Ο Γκόγια χρησιμοποίησε επίσης την ιδιαίτερη παλέτα του για να καταγράψει (εν είδει χρονικογράφου) την ταραγμένη ιστορία της χώρας του και των καιρών του.

Το 1808 η Γαλλία εισβάλει στην Ισπανία, με τον Ναπολέων Βοναπάρτη. Ο γάλλος αυτοκράτορας εγκαθιδρύει τον αδελφό του στον θρόνο της Ισπανίας, με τον περίφημο ζωγράφο Γκόγια να παραμένει ωστόσο στις υπηρεσίες και της νέας αυλής.  Όμως το σπουδαιότερο έργο αυτής της περιόδου είναι μια σειρά χαρακτικών γεμάτων αίμα και θάνατο με τίτλο «Οι συμφορές του πολέμου». Ο ζωγράφος, χωρίς να παίρνει τη θέση της μίας ή της άλλης πλευράς, καταγγέλλει τις αγριότητες του πολέμου – θα αποφασίσει όμως να κρύψει αυτά τα χαρακτικά, τα οποία θα γίνουν γνωστά 35 χρόνια μετά τον θάνατό του.

Μετά την παραίτηση του Ναπολέοντα και την επιστροφή του Φερδινάνδου Ζ’ στην Ισπανία, επαναφέρθηκε το παλαιό απολυταρχικό καθεστώς, ενώ δεκάδες χιλιάδες Ισπανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε άλλες χώρες. Ο Γκόγια διατήρησε τη θέση του, παρά το γεγονός πως είχε υπηρετήσει τον Γάλλο βασιλιά και θεωρείτο «ύποπτος» ως φιλελεύθερος, και αναγκάστηκε να απολογηθεί προς την Ιερά Εξέταση για τους πίνακες του.

«Θα σου άξιζε να αποκεφαλιστείς, είσαι όμως σπουδαίος καλλιτέχνης, οπότε σε συγχωρούμε!».

– Φερδινάνδος Ζ’

Άλλοι βέβαια δεν θα ήταν εξίσου τυχεροί με τον Γκόγια, καθώς ο βασιλιάς βάλθηκε να ξεκάνει τους φιλελεύθερους που ονειρεύονταν συνταγματικό κράτος. Ο Γκόγια, παρά το ακραίο προσωπικό ρίσκο που έπαιρνε, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον ζυγό του Φερδινάνδου με μια νέα σειρά χαρακτικών («Los disparates»), που απεικονίζουν τον παραλογισμό των καιρών διερευνώντας τις έννοιες της λαγνείας, της τρέλας, της τρίτης ηλικίας, του θανάτου και πολλών ακόμα εκρηκτικών κοινωνικών θεμάτων.

Το 1814 ο Γκόγια ολοκληρώνει δύο από τους διασημότερους και βαθύτατα αντιπολεμικούς πίνακές του. Τιτλοφορούνται «Η 2α Μαΐου 1808» και «Η 3η Μαΐου του 1808», στους οποίους απεικονίζονται οι μαζικές εκτελέσεις Ισπανών από το Γαλλικό στρατό,  και είναι βασισμένοι σε πραγματικά γεγονότα. Μέσα από αυτούς προβάλλει ανάγλυφα όλος ο πόνος που του είχε προκαλέσει η γαλλική κατοχή. Μάλιστα, ο πίνακας «Η 2η Μαΐου του 1808» επηρέασε ιδιαίτερα τον Πικάσο όταν δημιούργησε την «Γκουέρνικα».

Την ίδια χρονιά ο Γκόγια θα κληθεί σε απολογία από την Ιερά Εξέταση για τον πίνακα «Η γυμνή μάχα» που είχε ζωγραφίσει γύρω στα 1800 και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα γυμνά της ισπανικής τέχνης. «Μάχας» αποκαλούσαν στην Ισπανία όσες ανήκαν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και το έργο απεικονίζει την πρώτη ολόγυμνη γυναίκα στην ιστορία της δυτικής τέχνης που δεν είναι μυθολογικό πρόσωπο. Το μοντέλο του πίνακα παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα, με ένα από τα δημοφιλέστερα σενάρια να υποστηρίζει ότι πρόκειται για την εκκεντρική Δούκισσα της Άλμπα, την οποία είχε ζωγραφίσει επανειλημμένως ο Γκόγια, ενώ κατ’ άλλους ήταν και μυστική ερωμένη του – σε ένα ολόσωμο πορτρέτο της, εξάλλου, η γυναίκα δείχνει χαραγμένη στην άμμο μπροστά της τη φράση «Solo Goya» (Μόνο ο Γκόγια).

Με το πέρασμα των χρόνων, ο ζωγράφος παύει εντελώς να ακούει και αρχίζει να εμφανίζει ψυχολογικά προβλήματα.

Επιδιώκοντας να απομονωθεί κι έχοντας χάσει τη γυναίκα του και έξι από τα επτά παιδιά του, ο Γκόγια μετακόμισε το 1819 στα περίχωρα της Μαδρίτης, σε μία κατοικία που ονομάστηκε από τους περίοικους «Η έπαυλη του κουφού» (La Quinta del Sordo). Στα τέλη του έτους αρρώστησε βαριά, την ίδια περίοδο που φιλοτέχνησε τους αποκαλούμενος και μαύρους πίνακές του.

Οι Μαύροι Πίνακες (Ισπανικά: Pinturas negras) είναι μία σειρά δεκατεσσάρων έργων τα οποία o Γκόγια ζωγράφισε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κατά τη χρονική περίοδο (1819-1823). Απεικονίζουν έντονα, στοιχειωμένα θέματα, τα οποία αντανακλούν το φόβο της παράνοιας και την οπτική γωνία της ανθρωπότητας που είχε ο καλλιτέχνης.

Μετά τους Ναπολεόντιους Πολέμους και την εμφύλια διαμάχη στην Ισπανία, ο καλλιτέχνης ανέπτυξε μια αίσθηση πικρίας για τους ανθρώπους. Ο Γκόγια είχε βιώσει τον πανικό, τον τρόμο, και την υστερία σε προσωπικό επίπεδο. Είχε επιβιώσει από δύο παραλίγο θανάσιμες ασθένειες, και έγινε ιδιαίτερα αγχώδης και ανήσυχος για το ενδεχόμενο υποτροπίασης. Ο συνδυασμός αυτών των γεγονότων θεωρείται πως ώθησε τον Γκόγια να δημιουργήσει αυτά τα 14 έργα. Απεικονίζουν διάφορες μορφές όπως μάγισσες, πνεύματα, ανθρώπους, ζώα αλλά όλα στην τρομακτική τους διάσταση. Βγάζουν ανάμεικτα συναισθήματα πανικού, φόβου, τρόμου και υστερίας.  Οι μαύροι πίνακες του είναι έργα σκοτεινά, με περίεργες μορφές που φαίνεται σαν να θέλουν να μιλήσουν, να ουρλιάξουν. Ο Γκόγια, μέσα από τους συγκεκριμένους πινάκες, σαν να ήθελε να πει πολλά για την ανθρωπότητα, σαν να ήθελε να εκφράσει την ωμή αλήθεια του κόσμου. Είναι φανερό πως ζωγράφιζε τα βαθύτερα συναισθήματα που έκρυβε μέσα του, απελευθερώνοντας όλη την φρίκη, την θλίψη και την απελπισία του πάνω στον καμβά. Ο πιο γνωστός και τρομακτικός “σκοτεινός” πίνακας του είναι “Ο Κρόνος τρώει τον γιο του”, για το οποίο έχουν κάνει ήδη αφιέρωμα.

Το 1824, όταν οι διώξεις έναντι των φιλελεύθερων και αντιμοναρχικών στοιχείων ανανεώθηκαν, ο Γκόγια υπέβαλε αίτημα για άδεια μετακίνησής του στη Γαλλία, για λόγους υγείας. Εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι, ενώ αργότερα έζησε στο Μπορντό μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, ο Γκόγια συνέχισε να εργάζεται, ενώ στα τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε μία σειρά λιθογραφιών, με σκηνές ταυρομαχίας. Πέθανε στις 16 Απριλίου του 1828 στο Μπορντώ, σε ηλικία 82 ετών. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1901 στη Μαδρίτη και θάφτηκαν τελικά στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου δε λα Φλόριδα, διακοσμημένη με τις νωπογραφίες του Γκόγια του 1798.

Μετά τον θάνατό του, ο Φερδινάνδος Ζ’ θα φροντίσει να «εξαφανίσει» τα έργα του, τα οποία μέχρι το 1872 δεν θα εκτεθούν ποτέ στο κοινό

– η ανάγκη του Γκόγια να παρουσιάζει αφτιασίδωτη την αλήθεια δεν τον καθιστούσε ιδιαίτερα αγαπητό στον στυγνό μονάρχη. Αν και ήταν αναγνωρισμένος ζωγράφος όσο ζούσε, δεν επηρέασε ιδιαίτερα την καλλιτεχνική ζωή της εποχής του, καθώς είχε λιγοστούς μαθητές – ο Ευγένιος Ντελακρουά είναι εκείνος που θα τον «συστήσει» στους Γάλλους ρομαντικούς ζωγράφους. Σήμερα, ο «πρίγκιπας» του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, εκείνος που κατά τον Ν.Μ. Μπράουν «ενοποίησε μοναδικά στο έργο του την υποκουλτούρα και το υποσυνείδητο», θεωρείται ένας από τους πρώτους «μοντέρνους» καλλιτέχνες και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μείζονες ζωγράφους, ενώ κάθε μουσείο που φιλοξενεί έργα του καθίσταται πόλος έλξης για τους φιλότεχνους.

dromospoihshs