O Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ [Francis Scott Key Fitzgerald, 24 Σεπτεμβρίου 1896 – 21 Δεκεμβρίου 1940] ήταν Αμερικανός συγγραφέας. Αποτελεί έναν από τους κύριους εκπροσώπους της αποκαλούμενης Χαμένης Γενιάς των Αμερικανών λογοτεχνών και θεωρείται γενικότερα ένας από τους μείζονες συγγραφείς του 20ού αιώνα. Ολοκλήρωσε συνολικά τέσσερα μυθιστορήματα και πλήθος διηγημάτων, ενώ το έργο του έχει μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες.
Ο Φιτζέραλντ γεννήθηκε στο Σεντ Πολ της Μινεσότας, γιος του Έντουαρντ Φιτζέραλντ και της Μαίρη Μακ Κουίλαν, ιρλανδικής καταγωγής και κόρης Ιρλανδού μετανάστη που απέκτησε σημαντική περιουσία ως παντοπώλης. Η οικογένειά του ανήκε στην μεσαία τάξη και διατηρούσε δεσμούς με τον καθολικισμό, κυρίως λόγω της καταγωγής της μητέρας του. Ο εξάδελφός του, Φράνσις Σκοτ Κι (Francis Scott Key) υπήρξε ο δημιουργός του αμερικανικού εθνικού ύμνου.
Τις περιόδους 1898 –1901 και 1903 – 1908, έζησε στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης, όπου ο πατέρας του εργάστηκε ως πωλητής για την επιχείρηση Procter & Gamble. Μετά την απόλυσή του το 1908, η οικογένεια επέστρεψε στην Μινεσότα και ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ γράφτηκε στη σχολή Saint Paul Academy and Summit School όπου φοίτησε το διάστημα 1908 – 1911. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στην προπαρασκευαστική σχολή Newman School, στο Χάκενσακ (Hackensack) του Νιού Τζέρσεϊ, για την περίοδο 1911 – 1912.
Το 1913 ξεκίνησε σπουδές στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον, ένα από τα κορυφαία ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αμερικής.
Εκεί γνώρισε τους συγγραφείς και κριτικούς Έντμουντ Γουίλσον και Τζον Πιλ Μπίσοπ, ενώ συμμετείχε στα περιοδικά Princeton Tiger και Nassau Literary Magazine. Είχε μέτριες ακαδημαϊκές επιδόσεις και σε συνδυασμό με την απόφασή του να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, εγκατέλειψε τις σπουδές του το 1917, χωρίς να εξασφαλίσει το πτυχίο του. Τον Οκτώβριο του 1917 κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό και συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και εγκατέλειψε για πάντα το Πρίνστον.
Αν και τελικά δεν ταξίδεψε ποτέ στην Ευρώπη, υπό τον φόβο του θανάτου και καθώς επιθυμούσε να αφήσει λογοτεχνική κληρονομιά, ο Φιτζέραλντ ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα The Romantic Egotist την περίοδο κατά την οποία εκπαιδευόταν ως αξιωματικός στα στρατόπεδα Zachary Taylor και Sheridan. Όταν κατέθεσε το έργο του στον εκδοτικό οίκο Charles Scribner’s Sons, έλαβε ως απάντηση μία επιστολή, στην οποία αναγνωριζόταν η πρωτοτυπία του αλλά δεν γινόταν δεκτό προς δημοσίευση πριν να υποστεί αναθεωρήσεις. Αργότερα, κατέθεσε για δεύτερη φορά το μυθιστόρημα, ωστόσο απορρίφθηκε εκ νέου.
Την περίοδο εκπαίδευσής του στο Camp Sheridan, τον Ιούνιο του 1918, ο Φιτζέραλντ γνώρισε και ερωτεύτηκε την Zelda Sayre, που ήταν η νεότερη κόρη δικαστή.
Τον επόμενο χρόνο και μετά τη λήξη του πολέμου, μετακόμισαν μαζί στην πόλη της Νέας Υόρκης με σκοπό να παντρευτούν. Ο Φιτζέρλαντ εργαζόταν για μία διαφημιστική εταιρεία και παράλληλα έγραφε διηγήματα, ωστόσο δεν έπεισε την Ζέλντα πως θα ήταν ικανός να συντηρήσει οικονομικά μία οικογένεια, με αποτέλεσμα να διαλυθεί ο αρραβώνας του.
Ο Φιτζέραλντ επέστρεψε στους γονείς του, στο Σεντ Πολ, προκειμένου να επεξεργαστεί και πάλι το πρώτο του μυθιστόρημα. Τελικά, υπό τον τίτλο “Δώθε από τον παράδεισο (This Side of Paradise)”, έγινε δεκτό προς δημοσίευση από τον Μάξουελ Πέρκινς, των εκδόσεων Charles Scribner’s Sons, την Άνοιξη του 1919. Παράλληλα ξεκίνησε να γράφει μικρές ιστορίες για λογοτεχνικά περιοδικά και έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας. Το μυθιστόρημα του, εκδόθηκε στις 26 Μαρτίου του 1920 και κατέστησε τον Φιτζέραλντ, έναν από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της εποχής του. Η επιτυχία του, είχε επίσης ως συνέπεια την επανασύνδεσή του με την Ζέλντα, την οποία παντρεύτηκε μία εβδομάδα μετά την έκδοση του This Side of Paradise. Μαζί απέκτησαν μία κόρη, την Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (Frances Scott “Scottie” Fitzgerald), γεννημένη στις 26 Οκτωβρίου του 1921.
Η δεκαετία του 1920 υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του Φιτζέραλντ. Το δεύτερο μυθιστόρημα που ολοκλήρωσε, με τίτλο The Beautiful and Damned (Όμορφοι και Καταραμένοι), δημοσιεύτηκε το 1922 ενώ το 1925 εκδόθηκε το κορυφαίο κατά πολλούς έργο του The Great Gatsby (Ο υπέροχος Γκάτσμπυ). Παράλληλα, ο Φιτζέραλντ πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη γαλλική Ριβιέρα και το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με άλλους εξόριστους Αμερικανούς λογοτέχνες, όπως τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον οποίο ο Φιτζέραλντ θαύμαζε. Με τη σειρά του, ο Χέμινγουεϊ έγραψε για το ταλέντο του Φιτζέραλντ πως ήταν “τόσο φυσικό όσο το σχήμα που αφήνουν στη σκόνη τα φτερά μιας πεταλούδας”.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ξεκίνησε να επεξεργάζεται το τέταρτο μυθιστόρημά του, ωστόσο αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει παράλληλα οικονομικές δυσχέρειες αλλά και τη σχιζοφρένεια της συζύγου του που εκδηλώθηκε εκείνη την εποχή.
Η ψυχική της υγεία παρέμεινε εύθραυστη μέχρι το τέλος της ζωής της. Μετά από νευρική κατάρρευση, το 1930 εισήχθη σε κλινική της Ελβετίας μέχρι το Σεπτέμβριο του 1931 και στη συνέχεια επέστρεψαν μαζί στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου το 1932 εισήχθη εκ νέου σε νοσοκομείο της Βαλτιμόρης. Την ίδια περίοδο, ο Φιτζέραλντ ενοικίασε τo κτήμα “La Paix”, στα προάστια του Towson, προκειμένου να αφιερωθεί στο νέο του μυθιστόρημα. Εκδόθηκε τελικά το 1934 με τον τίτλο Tender is the Night (Τρυφερή είναι η νύχτα) και αποτέλεσε εμπορική αποτυχία.
Το 1937, με πολλά οικονομικά προβλήματα να τον βαραίνουν, ο Φιτζέραλντ υπέγραψε συμβόλαιο με την Metro-Goldwyn-Mayer, εξάμηνης διάρκειας και με αμοιβή 1.000 δολάρια την εβδομάδα. Αργότερα ανανέωσε το συμβόλαιο του για έναν ακόμα χρόνο, γεγονός που του επέτρεψε να αντιμετωπίσει τις οικονομικές του δυσκολίες. Εργάστηκε ως σεναριογράφος χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1939 ξεκίνησε επίσης το πέμπτο μυθιστόρημά του, The Love of the Last Tycoon, βασισμένο στη ζωή του στελέχους Έρβινγκ Τάλμπεργκ και μια προσπάθεια προσέγγισης του κόσμου του Χόλιγουντ και περιγραφής του Αμερικανικού Ονείρου. Το έργο αυτό έμεινε ημιτελές και εκδόθηκε τελικά, για πρώτη φορά, μετά το θάνατό του, έπειτα από σχετική επιμέλεια των σημειώσεων του Φιτζέραλντ από τον φίλο του, Έντμουντ Γουίλσον.
Την ίδια περίοδο αποξενώθηκε από την Ζέλντα, η οποία συνέχισε να ζει σε ιδρύματα ενώ εκείνος συνδέθηκε με την δημοσιογράφο Σίλα Γκρέιαμ. Σταμάτησε τελείως να πίνει και εργάστηκε με ζήλο στο τελευταίο του μυθιστόρημα. Τέλη Ιουλίου ολοκλήρωσε το “Κοσμοπόλιταν” που ήταν και το τελευταίο του σενάριο για το Χόλιγουντ, το οποίο αν και δεν γυρίστηκε σε ταινία, θεωρήθηκε μετά το θάνατό του, ένα από τα καλύτερα σενάρια που είχε δει ποτέ το Χόλιγουντ.
Ο Φιτζέραλντ υπήρξε αλκοολικός ήδη από νεαρή ηλικία, ενώ κατά τη δεκαετία του ’20, ο προσωπικός του μύθος ήταν συνδεδεμένος με την ιδιότητα αυτή.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του, ειδικά κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Το 1940 υπέστη δύο καρδιακές προσβολές. Η τελευταία, στις 21 Δεκεμβρίου προκάλεσε και το θάνατό του σε ηλικία 44 ετών στα χέρια της Σίλα Γκρέιαμ. Τάφηκε στο Ρόκβιλ και στον ίδιο τάφο, θάφτηκε και Ζέλντα Φιτζέραλντ το 1947.