Στις 21 Ιουλίου του 1899, στο Όουκ Παρκ του Ιλινόις κοντά στο Σικάγο γεννήθηκε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του 19ου αιώνα. Όχι τόσο για την -ομολογουμένως- αξιοθαύμαστη συγγραφική του πορεία, αλλά, για την πολυτάραχη και πολυποίκιλη ζωή του. Αμερικανός συγγραφέας, πολεμικός ανταποκριτής, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας ή απλά ένας ασυμβίβαστος μποέμ, καταδικασμένος να σημαδέψει ανεξίτηλα τον 19ο, μα και τον 20ο αιώνα.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Χέμινγουει
Πατέρας του ήταν ο Κλάρενς Έντμοντ Χέμινγουεϊ, ιατρός στο επάγγελμα, ερασιτέχνης ψαράς, φυσιοδίφης, λάτρης της γυμναστικής και της άθλησης. Κληροδότησε στον Έρνεστ τις εξής αξίες: το ότι αν θέλεις μπορείς να είσαι πολυτάλαντος και πως η ζωή σού ανήκει και αν κάποτε δεν την αντέξεις, έχεις κάθε δικαίωμα να την τερματίσεις.
Το καλλιτεχνικό στοιχείο, που εξίσου είχε εντυπωθεί μέσα στον Χέμινγουεϊ, το πήρε από την μητέρα του, Γκρέις Χωλ. Μία γυναίκα που είχε λατρεία, γνώσεις και πείρα πάνω στη μουσική και δη στην όπερα, ούσα υψίφωνος με φωνή που σε σημάδευε!
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του κυλούν ήρεμα και γαλήνια, μα, αυτό από μόνο του αποτελεί πρόβλημα για τον Χέμινγουεϊ. Η έντονα οικογενειακή και θρησκευτική, μεσοαστική, αμερικανική γειτονιά του τον πνίγει, του στερεί το οξυγόνο και υπάρχουν στιγμές που εναγωνίως επιζητά καταφύγιο σε έναν παράδεισο που ως ικέτης προσφεύγει με λαχτάρα για να αναπνεύσει , να ζήσει. Είναι το εξοχικό τους στα περίχωρα που ικανοποιεί τη δίψα για νεανική περιπέτεια, πνευματικά ταξίδια, ψυχική ελευθερία.
Τα εφηβικά χρόνια του Χέμινγουεϊ και η ενηλικίωση
Ο Έρνεστ μεγαλώνει, πηγαίνει στο σχολείο, διαβάζει, βαριέται και δεν συμβιβάζεται. Παρόλο που είναι πολύ καλός μαθητής στα φιλολογικά μαθήματα -ανατρέπει τις πεποιθήσεις του οικογενειακού και κοινωνικού του περίγυρου- και δε φοιτά στο κολέγιο. Είχε τις περγαμηνές και τα προσόντα για να το κάνει. Ε, και; Έτσι, θα ζούσε τη ζωή τρίτων, όχι τη δική του. Ο Έρνεστ είχε, ήδη, χαράξει την πορεία που θα ακολουθούσε.
Το κολέγιο -που ουσιαστικά δεν είχε ποτέ του σε εκτίμηση- αντικαταστάθηκε από τη γυμναστική, τα αθλήματα, το μποξ, την ξέφρενη ζωή. Πάρτι σε επαύλεις με πισίνα, νεανικά θελκτικά γυναικεία κορμιά, ποτά και νύχτα, λέξεις και δημοσιογραφία συνθέτουν το ψηφιδωτό της ζωής του. Το πατρικό πρότυπο σε συνδυασμό με την αγάπη για το κυνήγι, την άθληση και την περιπέτεια είχαν εντυπωθεί πλήρως στον Χέμινγουεϊ και είχαν σφραγίσει τη ζωή του.
Η αγάπη του για τις λέξεις τον βρίσκει κατά την ενηλικίωσή του και -συγκεκριμένα- στην ηλικία των 18 χρόνων. Πρόκειται για το κλειδί που θα άνοιγε διάπλατα μια τεράστια πύλη ενός καταφυγίου που για χρόνια θα επισκέπτεται. Της λύτρωσης. Ο Χέμινγουεϊ είχε πάθη, είχε βιώσει έρωτες, μίση, προδοσίες, λύπες. Έγραφε σαν να ήταν ένα είδος εξομολόγησης για αυτόν, πάντα σαν να ήταν η πρώτη φορά, σε δομικά άρτια σύνθεση, μικροπερίοδο λόγο, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις και λεκτικές φιοριτούρες, θέτοντας πάντα ως στόχο το κέντρισμα του ενδιαφέροντος από τον αναγνώστη, από την πρώτη κιόλας γραμμή. Έμεινε πιστός σε αυτό που είχε ομολογήσει κάποτε:
”Σε όλη μου τη ζωή κοίταζα τις λέξεις σα να τις έβλεπα για πρώτη φορά.”
Την ίδια περίοδο, γύρω στα 18 του χρόνια, πριν καν συμπληρώσει τα 19, ο πατέρας του τον ενθαρρύνει να συμμετάσχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Έρνεστ δεν προέβλεπε ότι το τέρας αυτό, που θέριευε και γιγαντωνόταν, δεν ήταν μια απλή περιπέτεια, αλλά ζήτημα ζωής και θανάτου.
Παρά τα προβλήματα όρασης, συμμετέχει στον πόλεμο το 1918, ως οδηγός ασθενοφόρου στον Ερυθρό Σταυρό, υπηρετώντας στον ιταλικό στρατό. Ένας όλμος τον τραυματίζει, αλλά δεν τον σκοτώνει. Αυτός ο όλμος έγινε η αιτία να γνωρίσει την Άγκνες Φον Κουρόφσκι, την οποία και ερωτεύθηκε.
Με αφορμή αυτόν τον έρωτα γράφει τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα». Τυπικά γράφτηκε για τον πόλεμο, ουσιαστικά, για την Άγκνες.
Η επιστροφή
Το 1920 επιστρέφει από την εμπόλεμη κατάσταση στην ήρεμη ζωή της Αμερικής για να εργαστεί ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες Star weekly και Star Toronto. Αλλά, η περιπετειώδης ζωή του μόλις άρχιζε.
Το 1922 μετακομίζει στο Παρίσι, εργάζεται ως ανταποκριτής σε αμερικανικές εφημερίδες και γίνεται φίλος με εξέχουσες προσωπικότητες και ιερά τέρατα της διανόησης όπως οι: Γερτρούδη Στάιν, Φορντ Μάντοξ Φορντ, Έζρα Πάουντ και ο κολλητός του, Σκοτ Φιτζέραλντ. Με τον τελευταίο, ο Χέμινγουεϊ θα συνδεθεί στενά με κοινή αγάπη το κυνήγι, το ρούμι, τη μπύρα, το κρασί και τον κίνδυνο που λεγόταν γυναίκες. Ειδικά αυτές!
Κεφάλαιο γυναίκες
Αρχικά, το 1921 γνωρίζει την γλυκιά Χάντλεϊ, με την οποία παντρεύεται και αποκτά τον πρώτο του γιο, Τζακ. Μαζί θα περάσουν τα πρώτα χρόνια μια ήρεμη οικογενειακή ζωή, πριν μπει στη ζωή τους η Πολίν. Ο Χέμινγουεϊ την ερωτεύεται, συνάπτει παράλληλο δεσμό και ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί.
Ο Φιτζέραλντ θα τον προειδοποιήσει ότι δυο γυναίκες δεν χωρούν στη ζωή ενός άνδρα και πως σύντομα θα καταλήξει μόνος. Ο Έρνεστ τον ακούει αλλά δεν αντιδρά. Πίνει αρκετά για να αντέξει το δίλημμα. Πίνει, όσο έπινε στις παμπ του Παρισιού με τους λόγιους φίλους του, όσο έπινε στα μπαρ της Αμερικής. Πίνει για να σκοτώσει κάποιες ώρες που μανιωδώς κόλλησαν στον χρόνο.
Αυτά είχε πει, αλλά, τα λόγια του δεν θεωρήθηκαν λόγια μεθυσμένου. Το ποτό δεν τον έσωσε. Σε ένα οικογενειακό ταξίδι στην Αυστρία για σκι, η Πολίν αιφνιδιάζει τον Χέμινγουεϊ και κλείνει ένα σαλέ. Η Χάντλεϊ μαθαίνει την αλήθεια -ή όση της αποκάλυψε ο Έρνεστ- και ζητά διαζύγιο. Αργότερα, ο Χέμινγουεϊ παντρεύεται την Πολίν και αποκτά δύο γιους, τον Πάτρικ και τον Γκρέγκορι. Το 1922 καταγράφει τα πάντα για τη Μικρασιατική καταστροφή.
Η ζωή του, όμως -αυτή τη φορά πιο ισχυρά- θα ταρακουνηθεί και θα καταστραφεί. Το πατρικό πρότυπο, σπάει, θρυμματίζεται, γίνεται στάχτη και αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Ο πατέρας του Έρνεστ, με μια σφαίρα από κυνηγετική καραμπίνα, αυτοκτονεί υπό το βάρος οικονομικών δυσκολιών (1928) . Η Πολίν, όχι μόνο δεν του συμπαραστέκεται, αλλά τον προδίδει. Στο μεταξύ, ο Χέμινγουεϊ έχει εκδώσει τρία χρόνια πριν (1925) την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Στην εποχή μας». Χωρίζει και παντρεύεται άλλες δυο φορές, τη νεαρή Μάρθα και, αργότερα, την Μαίρη Γουόλς.
” Μερικές φορές, ένας έξυπνος άνθρωπος αναγκάζεται να μεθύσει, για να περάσει την ώρα του με ηλιθίους.”
Η περιπετειώδης ζωή
Ο ασυμβίβαστος, μα, καταστροφικός μποέμ συγγραφέας δεν μαθαίνει από τα λάθη του. Αποφασίζει να συνεχίσει την περιπέτεια.
Το 1935 πηγαίνει για σαφάρι στην Αφρική και με αφορμή αυτό γράφει το «Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής».
Το 1936 αποφασίζει να καταγράψει τον Ισπανικό Εμφύλιο και το 1939 γράφει, με αφορμή τον πόλεμο αυτόν, το έργο «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα;».
Παρ’ όλα αυτά, το τέρας του πολέμου τον καταδιώκει. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον καταδιώκει και είναι και πάλι στην πρώτη γραμμή για να τον καταγράψει.
Το 1942-4 κατατάσσεται στη Βασιλική Αεροπορία και δίνει τις προσωπικές του μάχες για να απελευθερωθεί το Παρίσι. Ο πόλεμος τελειώνει. Η ανταριασμένη του ψυχή δεν ησυχάζει. Υποψιάζεται ότι η CIA τον παρακολουθεί ως ύποπτο λόγω κομμουνιστικών ιδεοληψιών. Ο Έρνεστ, όμως, ήταν αριστερός. Θεωρείται τρελός. Χρόνια μετά δικαιώνεται, αλλά είναι αργά.
Έτσι γινόταν και με τα έργα του. Οι κραυγές αποδοκιμασίας από τους επικριτές του αργότερα μετατρέπονταν σε σιωπές αποδοχής. Βραβεύεται με Πούλιτζερ για το «Ο Γέρος και η Θάλασσα» (1953) και μια χρονιά μετά κατακτά το Νόμπελ (1954). Μετά από το Νόμπελ ο Έρνεστ βυθίζεται στην κατάθλιψη που δεν θα ξεπεράσει.
Το τραγικό τέλος
Όμως, ο πιο τραγικός επίλογος γράφτηκε λίγα χρόνια αργότερα, όταν νοσηλεύτηκε στην Κλινική Mayo. Θα υποβληθεί σε 15 (!) θεραπείες με ηλεκτροσόκ και θα υποστεί μόνιμη και πλήρης απώλεια μνήμης. Θα ξεχάσει τα πάντα, όχι όμως και τους δαίμονές του.
Δεν θα τον αφήσουν αυτοί να τους ξεχάσει. Στις 2 Ιουλίου του 1961 θα τερματίσει τη ζωή του με μια σφαίρα στο κεφάλι από κυνηγετική καραμπίνα, βαδίζοντας στα χνάρια του πατέρα του. Φόρος τιμής ή ανάγκη για εξιλέωση; Κανείς δεν γνωρίζει. Μετά το θάνατό του εκδίδονται τρία έργα: «Μια κινητή γιορτή» (1964), «Νησιά της Καραϊβικής» (1970) και «Κήπος της Εδέμ» (1986).
Επίλογος
Προσωπικά, είμαι σίγουρος πως ο Χέμινγουεϊ ήθελε να έχει αυτή τη ζωή. Ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, ταραχώδης, περιπετειώδης, με μίση, έρωτες, πάθη, ποτό, γυναίκες, ταξίδια. Πολλά ταξίδια.
Όπως είχε αναφέρει:
” Αλλά δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου μετακινούμενος από το ένα μέρος στο άλλο.”
Και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, μια ζωή, προσπαθούσε να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό, μα, ήταν πάντα το θήραμα σε τούτο το κυνήγι ελευθερίας. Έζησε πολλά, ιδίως πολέμους και έγραψε για αυτούς πολλά. Είχε δίκιο όταν ομολογούσε κάποτε: «ποτέ δεν χρειάστηκε να διαλέξω ένα θέμα αλλά μάλλον τα θέματα διάλεγαν εμένα». Και είχε δίκιο. Διάλεξε γυναίκες, ακόμα και τον τρόπο που θα πέθαινε, τιμώντας ή μη μπορώντας να ξεφύγει από τον πατέρα του. Όμως, αυτός ήταν ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ένας ασυμβίβαστος μποέμ, μία αξεπέραστη προσωπικότητα.