Γράφει ο Γιώργος – Νεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας
Αν πάει κανείς σήμερα σε πάρτυ ή συνάντηση παιδιών του σχολείου, πολύ συχνά θα ακούσει τον Tus, κατά κόσμον Χρήστο Τούση. Ο Tus είναι ένας Ελληνοαλβανός ράπερ, o oποίος τα τελευταία χρόνια ερωτοτρόπησε έντονα και με την trap. Σε ένα, λοιπόν, από τα πιο πρόσφατα κομμάτια του που λέγεται «Αλκέτ Ριτζάι», θα ακούσουμε και τα εξής: «Πουτ**νες, συμβόλαια θανάτου/Ναρκωτικά, τα λεφτά μου μπροστά/Με αίμα πληρώνει όποιος μου χρωστάει/Σε όποιον χρωστάω πληρώνω πλαστά». Με άλλα λόγια, ο καλλιτέχνης ειδωλοποιεί ένα άτομο που όχι απλώς είναι παραβατικός, αλλά που δεν έχει μπέσα, δεν έχει τιμή, που δεν τηρεί τις συμφωνίες και το λόγο του. Βέβαια, είναι γεγονός ότι ο Ριτζάι, παρ’ ότι βαρυποινίτης, δεν ήταν τέτοιο άτομο. Πολύ περισσότερο δεν ήταν έτσι ο Βασίλης Παλαιοκώστας (με τον οποίο συνεργάστηκαν στις αποδράσεις τους) ή ο Βαγγέλης Ρωχάμης, που φρόντισαν σε όλη τη «σταδιοδρομία» τους ως ληστές να δώσουν το στίγμα ενός «κοινωνικού ληστή» της παλιάς εποχής: ενός ανθρώπου που θα πάρει ό,τι μέτρα χρειάζεται, ώστε να μην πειραχτεί η σωματική ακεραιότητα κανενός και επίσης που θα μοιραστεί τον πλούτο που μάζεψε από πλούσια άτομα και οργανισμούς με τους απόκληρους της κοινωνίας. Για αυτό άλλωστε, οι δύο τελευταίοι ήταν ιδιαίτερα… κοσμαγάπητοι –συμπαθείς ακόμη και σε αρκετούς εκπροσώπους του νόμου!- και παρέμεναν ασύλληπτοι.
Σε αυτόν τον κόσμο, της παραβατικότητας, των συμφωνιών μεταξύ αντρών, των σκληρών αναμετρήσεων μας βάζει ο Γουίλιαμ Μπερνέτ με τον «Μικρό Καίσαρά» του.
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε αφού ο συγγραφέας του είχε μελετήσει σοβαρά τεράστια αναστήματα της εν γένει μεγάλης λογοτεχνίας επί οκτώ συναπτά έτη: μιλάμε για το Γάλλο ρομαντικό λογοτέχνη Μεριμέ, τον Γκυστάβ Φλωμπέρ, τον Γκυ ντε Μωπασάν, αλλά και άλλους, Νοτιοευρωπαίους συγγραφείς. Σήμερα, αλλά και από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν γνωστές για τις συμμορίες τους: τους γκάνγκστερς, που αλώνιζαν και χαλούσαν τον κόσμο με τα καμώματά τους. Το περίεργο είναι ωστόσο ότι τόσο στη Νέα Υόρκη –όπως θα δούμε στο Νονό– όσο και στο Σικάγο, μέρος των συμμοριών ήταν… ευρωπαϊκές και μάλιστα νοτιοευρωπαϊκές!
Σε ένα τέτοιο σκηνικό μπαίνουμε από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Έχουμε το σύνολο της συμμορίας να παίζει χαρτιά σε ένα δώμα ενός speakeasy, δηλαδή ενός αμέρικαν μπαρ που σέρβιρε οινοπνευματώδη κατά την περίοδο της Ποταπαγόρευσης. Ο αρχηγός, ο Ιταλός Σαμ Βετόρι, που έχει περάσει τα 45, όπως λέει αργότερα, έχει γενικότερα παρα-πλαδαρέψει: είναι υπερβολικά παχύσαρκος, δεν έχει το νεύρο ή δεν εμπνέει πλέον το σεβασμό που θα επέτρεπε να υπακούει η συμμορία του επ’ αόριστον σε αυτόν: όπως λέει ο Μπερνέτ, είναι “χοντρός σα γουρούνι, με αετήσιο πρόσωπο” και ταυτόχρονα “βαρύθυμος, ευέξαπτος και πανούργος”. Την ευκαιρία δράττεται ο Ρίκο, ένας 29χρονος Ιταλοαμερικανός, υπαρχηγός της συμμορίας, που ξεκίνησε από ασήμαντες ληστείες πρατηρίων βενζίνης στο Τολέδο του Οχάιο. Είναι χαρακτηριστικό: ο Βετόρι, σε όσες δουλειές διοργανώνει, ξέρει να θέτει όρια, τα οποία είναι όρια ταυτόχρονα ηθικά και ρεαλιστικά: δε χρησιμοποιούν τα «σιδερικά» παρά για εκφοβισμό. Ξέρει ότι αν την ανάψουν σε κάποιον για τα καλά, αν σκοτώσουν άνθρωπο, αργά ή γρήγορα είναι τελειωμένοι. Ο Ρίκο θα περάσει αυτό το όριο αυτοπροαίρετα δύο φορές: τη μία σε μια ληστεία που διοργανώνεται παραμονές Πρωτοχρονιάς, όπου σκοτώνει μεγαλοστέλεχος της τοπικής αστυνομίας, όπου δρα υπό πίεση. Τη δεύτερη όμως φορά, επειδή μέλος της συμμορίας του Βετόρι, ο οδηγός Τόνυ Πάσα, αντιμετωπίζει συνειδησιακή κρίση μετά τη «ληστεία μετά φόνου» και μάλιστα σκέφτεται να εξομολογηθεί στον καθολικό π. ΜακΝηλ (που, αν και αυτή δεν είναι καθόλου η αποστολή του εξομολόγου, θεωρείται ύποπτος να μιλήσει στην αστυνομία), γαζώνεται από το Ρίκο.
Ο Ρίκο –σε αντίθεση με τον Οτέρο, τον «Έλληνα», όπως τον λένε- δεν είναι ένας κοινωνικός ληστής. Είναι περισσότερο σαν τον Αρσέν Λουπέν: χρησιμοποιεί τον πλούτο του για να μπει στην «καλή κοινωνία», παρ’ ότι τα ακριβά κουστούμια δεν του λένε κατά τα άλλα και πολλά. Είναι εγωϊστής, με μεγάλη αυτοπειθαρχία και αδίστακτος και ο λιγότερο «θρησκευόμενος» από όλα τα άλλα μέλη της συμμορίας, που επικαλούνται κάθε τόσο το Θεό ή την Παναγία Μητέρα (ως «μακαρονάδες» Καθολικοί).
Ως βιβλίο, ο «Μικρός Καίσαρ» -το πραγματικό όνομα του Ρίκο είναι Τσεζάρε- είναι πάρα πολύ καλογραμμένο για το είδος του.
Θεωρείται καθαρόαιμο νουάρ και μοιάζει με τέτοιο: οι διατυπώσεις είναι κοφτερές και σταράτες. Μάλιστα, σε αντίθεση με το «Μεγάλο Ύπνο» του Τσάντλερ, η αφήγηση δίνεται από τη μεριά των συμμοριτών: είναι, έτσι, το πρώτο γκαγκστερικό αστυνομικό-νουάρ έργο.
Αυτό που κάνει τον Μικρό Καίσαρα να ξεχωρίζει είναι κάτι το αστάθμητο: ο συγγραφέας φαίνεται ότι δε γράφει καθόλου διεκπεραιωτικά. Αντίθετα, μας χαρίζει μια ιστορία αξιανάγνωστη, με αυθεντική ένταση, σασπένς και συγκινήσεις, παρά τη γραμμική της δομή.
Πραγματικά, αν ο Μπερνέτ έγραφε σαν τον Χέμινγουεϊ, όπως λέγαν οι κριτικοί, τότε είναι ένας πηγαία νουάρ Χέμινγουεϊ, με συνεχείς αναφορές σε “σιδερικά”, “μολύβι”, “λαπάδες”, “σκάρτους” και τα συναφή.
Τελικά, το έργο μας αφήνει και με σημαντικά διδάγματα.
Διότι είναι άλλο να είναι κανείς συμμορίτης στο Σικάγο και άλλο να μην έχει τιμή ή μπέσα(- μια λέξη αλβανικής προέλευσης, σύμφωνα με το φιλόλογο Σαράντο Καργάκο). Ανάμεσά στα δύο, χαράζεται μια αόρατη γραμμή που, εάν τη διαβεί κανείς, διαβαίνει το Ρουβίκωνα και πλέον ο γυρισμός γίνεται δύσκολος.
Τελικά, δικαιώνεται ο εκδότης του Παρατηρητή που κυκλοφόρησε το βιβλίο το 1985: οι παλιοί όπως ο Μπερνέτ κάνουν όντως αρκετούς νεότερους να ωχριούν. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι θέμα εποχής, αλλά θέμα προσωπικότητας και γνησιότητας έκφρασης.