Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας
Όσοι ασχολούνται ελάχιστα με τη μουσική, είτε ως καλλιτέχνες είτε κι ως απλοί ακροατές, είμαι σίγουρος ότι κάπου θα την έχουν ακούσει αυτή την απορία. Μια απορία που συνήθως τίθεται από αμετανόητους ροκάδες και λάτρεις του σκληρού ήχου. Όχι όμως μόνο από αυτούς! Κι όχι άδικα.
Το metal, αν κι επί της ουσίας εμφανίστηκε στο στερέωμα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, αναπτύχθηκε στα 70’ς και ανδρώθηκε στα ’80ς, αποτέλεσε μια γροθιά στο στομάχι της μουσικής βιομηχανίας.
Ορισμένοι το υποτίμησαν. Άλλοι μίλησαν για άναρθρες κραυγές και περιττές πομπώδεις μελωδικές γραμμές και στιχουργικές εμπνεύσεις. Οι πιο άσχετοι το καταδίκασαν ως σατανιστικό. Όμως τελικά το heavy metal είναι από τις ελάχιστες μουσικές φόρμες που επιβίωσε στο πέρασμα του χρόνου και διατηρεί, μέχρι, το σήμερα, αμείωτο το ενδιαφέρον των ακροατών.
Είναι μια από εκείνες τις περιπτώσεις, που ή το λατρεύεις ή το μισείς, αλλά ειδικά η κλασική περίοδος του, μέχρι τουλάχιστον τα μέσα της δεκαετίας του ’90, έχει προσφέρει μνημειώδη δείγματα υψηλής τεχνικής και ποιότητας που κάθε καλόπιστος που έρχεται σε επαφή μαζί τους δεν μπορεί παρά ν’ αναγνωρίσει την αξία τους.
Οι επιρροές από την κλασική μουσική είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς σε αρκετές από τις μορφές του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.
Από το καθαρά συμφωνικό metal που παραπέμπει στις οπερετικές καταβολές του Βέρντι και του Πουτσίνι, έως τις επικές μελωδίες όπου νιώθεις να σε διαπερνά η αύρα των βαγκνερικών ήχων, η “σκληρή” μουσική διαπνέεται από σαφέστατες κλασικές φόρμες. Η κιθαριστική δεξιοτεχνία μιας σειράς κορυφαίων οργανοπαιχτών μοιάζει με αναφορά σε παγκοσμίου φήμης βιολιστές.
Ο 20ος αιώνας σίγουρα χαρακτηρίστηκε από την εξέλιξη της τζαζ και της αυτοσχεδιαστικής προσέγγισης της αλλά κι από την ανάπτυξη του ροκ σε ατελείωτα δημιουργικά παρακλάδια. Μέσα σε αυτό τον μουσικό ποταμό, το metal κατόρθωσε να βγει σώο και αβλαβές και σιγά, σιγά να πείσει φίλους κι εχθρούς για την ποιότητα και την επιδραστικότητα του στα μουσικά δρώμενα των τελευταίων 50 και πλέον χρόνων.