Οδηγίες χρήσης για μία έκθεση μοντέρνας Τέχνης
«Και τι είναι αυτά» αναφωνεί επιτιμητικά ο μη εξασκημένος επισκέπτης μιας έκθεσης μοντέρνας Τέχνης,
«αυτά μπορώ να τα κάνω κι εγώ!» καγχάζει μπροστά στα έργα που εκτίθενται εκεί.
Φαίνεται ότι η Τέχνη για να έχει την έγκριση του θεατή πρέπει να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει τη μαστοριά της και τη δεξιοτεχνία της.
Ο καλλιτέχνης, για να ονομάζεται έτσι, θέλουμε να αποδεικνύει κάθε φορά, ότι μπορεί να ζωγραφίσει τα πράγματα όπως «ξέρουμε» ότι είναι. Αλλιώς γινόμαστε δύσπιστοι και τον υποπτευόμαστε όχι μόνο για προχειρότητα, αλλά για αδεξιότητα.
Μοιάζει απλό, όμως το πώς είναι τα πράγματα γύρω είναι πάρα πολύ περίπλοκο. Το πώς βλέπουμε είναι θέμα της ψυχολογίας της αντίληψης. Για τον τρόπο όμως που περιμένουμε να δούμε τα πράγματα, είναι περισσότερο υπεύθυνη η ζωγραφική παρά η ίδια η φύση.
Αν μία φορά έχουμε δει τα ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ, ο τρόπος με τον οποίο θα βλέπουμε στο εξής τα πραγματικά ηλιοτρόπια θα έχει αλλάξει. Μία κανάτα και λίγα μήλα ριγμένα πάνω σε ένα λευκό πανί, όταν τα δούμε ζωγραφισμένα, μας φωτίζουν ξαφνικά ένα κομμάτι της πραγματικότητας που περνούσε ως εκείνη την ώρα απαρατήρητο. Και πόση λάμψη και πόση ποίηση αναδύεται ξαφνικά μέσα από μία διευθέτηση τόσο απλών πραγμάτων, πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια.
Άλλες φορές μένουμε ολωσδιόλου αδιάφοροι μπροστά σε ένα έργο που απεικονίζει με την παραμικρή λεπτομέρεια τα πράγματα, ενώ μένουμε εκστατικοί μπροστά σε έργα που έχουν αποδοθεί με λίγες μεστές πινελιές.
Πολλά έργα της επίσημης Τέχνης του προηγούμενου αιώνα, θεωρήθηκαν «άψογα» μεν «εύκολα» δε. Υπήρξαν έργα που με την τελειότητά τους και την ομορφιά τους είχαν γίνει ενοχλητικά: η γλυκύτητα που απέπνεαν ήταν τεχνητή και το αποτέλεσμα ήταν «καραμελωτό».
Αυτή την αίσθηση της αποστροφής μπροστά στο γλυκερό και το εύπεπτο, μπορούμε να την αντιπαραβάλλουμε με αυτό που συμβαίνει με τις μαλακές και γλυκιές κρέμες: μας ξετρέλαιναν όταν είμασταν παιδιά, όσο όμως ωριμάζουμε μας προξενούν ναυτία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εύκολες ικανοποιήσεις: όσο πιο εύκολα μας παρουσιάζονται τόσο πιο επιφυλακτικοί γινόμαστε και δεν τις απολαμβάνουμε.
Είναι σαν να συνδέεται η ιδέα του μαλακού με την παθητικότητα και του σκληρού με την ενεργητικότητα.
Έτσι μεταβάλλονται και οι επιλογές μας στην Τέχνη: καθώς ωριμάζουν οι αισθήσεις μας, μας αρέσει περισσότερο το λιγότερο προφανές, τείνουμε προς το λιγότερο ευδιάκριτο.
Το έργο του καλλιτέχνη μας οδηγεί να γίνουμε δημιουργικοί όπως και εκείνος.
Μπροστά σε έναν πίνακα εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι αυτό που έχουμε μπροστά μας και που «μοιάζει σαν αληθινό», δεν είναι το πράγμα το ίδιο, αλλά είναι η ζωγραφική του απεικόνιση ή η γλυπτική του απεικόνιση, ότι είναι ένα εικαστικό έργο. Δηλαδή κηλίδες χρωμάτων και γραμμές σε μία διάταξη.
Τώρα, αν αφαιρέσουμε τα αναγνωρίσιμα πράγματα από την εικονιστική επιφάνεια και κρατήσουμε τις κηλίδες των χρωμάτων και τις γραμμές, τότε έχουμε κάνει αφαίρεση.
Η αφηρημένη ζωγραφική, ακριβώς, έχει αφαιρέσει την αναγνωρισιμότητα των πραγμάτων και έχει κρατήσει τις χρωματικές κηλίδες. Είναι αυτονόητο ότι κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει κάτι αν δεν ξέρει από πού το αφαιρεί, αν δεν ξέρει δηλαδή το όλον πώς μπορεί κανείς να αφαιρέσει το μέρος. Με άλλα λόγια ο καλλιτέχνης που αφαιρεί την αναγνωρισιμότητα των πραγμάτων ξέρει πολύ καλά να τα αναπαριστά αναγνωρίσιμα.
Το να εκτιμήσει κανείς τις επιλογές του καλλιτέχνη και τη δεξιότητα με την οποία διευθετεί τις επιλογές του, είναι μέρος ουσιώδες για την κατανόηση του έργου της Τέχνης. Όταν βλέπεις ό,τι περιέχεται, αντιλαμβάνεσαι και ό,τι έχει αποκλειστεί.
Αυτό, ενώ ισχύει για κάθε κώδικα επικοινωνίας, όταν λεχθεί για την Τέχνη μοιάζει ελιτίστικο: “δηλαδή, η Τέχνη είναι μόνο για τους ειδικούς; γι’ αυτούς που καταλαβαίνουν;” – Όχι βέβαια.
Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι πολύ απλά.
Ας τα περιγράψουμε σαν οδηγίες.
Πρώτον, πηγαίνουμε σε μία έκθεση χωρίς προκατειλημμένες διαθέσεις.
Δεύτερον, κοιτάμε τα έργα με ειλικρινές ενδιαφέρον.
Τρίτον, εμπιστευόμαστε τον καλλιτέχνη ότι αν ήθελε, θα μπορούσε να ζωγραφίσει «καλύτερα».
Τέταρτον, τον αφήνουμε να μας οδηγήσει οπτικά σε έναν καινούριο κόσμο, από όπου σίγουρα θα βγούμε ωφελημένοι.
Φυσικά, κάτι μπορεί να μας αρέσει ή να μην μας αρέσει.
Είναι πολύ φυσικό και μάλιστα ωφέλιμο.
Εκείνο που είναι επιζήμιο, όπως στη ζωή έτσι και στην Τέχνη, είναι η προκατάληψη και η χωρίς λόγο δυσπιστία.
Ο ζωγράφος δεν είναι ούτε ανίκανος να ζωγραφίσει τα πράγματα «καλύτερα» ούτε τόσο αθώος, ώστε να τα φτιάξει τόσο «αδέξια» ή «παιδικά». Δεν υπάρχει στην Τέχνη αθώο μάτι. Ούτε με την έννοια του ανεπηρέαστου ούτε με την έννοια του ανεκπαίδευτου. Το μάτι του ζωγράφου που κοιτά τριγύρω, είναι ένα μάτι που ξέρει πολύ καλά τη δουλειά του.
Πολλές φορές είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον καλλιτέχνη να αποποιηθεί τη σχεδιαστική του δεινότητα, να αντισταθεί στην επιθυμία να ζωγραφίσει με χαριτωμένες λεπτομέρειες, και να αναζητήσει, με ένα πιο πρωτόγονο σχέδιο, δυνατότερες συγκινήσεις.
Η περίπτωση του Πικάσο, ενός ζωγράφου, που από παιδί μπορούσε με μεγάλη ευχέρεια να ζωγραφίσει οτιδήποτε, είναι χαρακτηριστική. Αναζήτησε στην αφρικανική Τέχνη τη σχεδιαστική τραχύτητα, αφαιρώντας κάθε ίχνος συναισθηματισμού, ώσπου έφθασε στον Κυβισμό, την Τέχνη του να αναπαριστάνεις τα πράγματα σαν σπασμένα σε χίλια κομμάτια.
Από την άλλη μεριά, ο καλλιτέχνης που, κλεισμένος στη σοφίτα του, δουλεύει μακριά από τον κόσμο, είναι φυσικά ένας μύθος. Ο καλλιτέχνης είναι ενεργό μέλος της κοινωνίας και θέλει να προσεγγίσει όσο μπορεί περισσότερο κοινό.
Θεωρεί ότι γίνεται περισσότερο κατανοητός απλοποιώντας τη γλώσσα και τα εκφραστικά του μέσα : χρησιμοποιώντας καθημερινά υλικά, αντικείμενα ή δρώμενα προσπαθεί να ξαφνιάσει το θεατή, ακόμα και να τον σοκάρει, ώστε να τον κάνει να δει διαφορετικά τα πράγματα γύρω του και να αφυπνιστεί.
Πολλές φορές τα εκθέματα μπορεί να είναι προκλητικά ή εξουθενωτικά: ας πούμε ένας σωρός σκουπίδια στριμωγμένος σε ένα κουτί από πλεξιγκλάς ώστε να φαίνεται το περιεχόμενο. Ο θεατής που έχει μάθει ότι η Τέχνη παρουσιάζει «ομορφιές» και εξιδανικευμένα την πραγματικότητα, αιφνιδιάζεται. Αντί όμως ο αιφνιδιασμός του να τον κάνει να σκεφτεί, ακολουθεί τις κοινότοπες προκαταλήψεις, απογοητεύεται και δυσπιστεί.
Έτσι κι αλλιώς, ποτέ κανείς δεν είπε στο θεατή ότι η Τέχνη δεν φτιάχνει μόνο ωραία πράγματα για το σαλόνι.
Οι κριτικοί είναι αρνητικοί και δεν του εξηγούν.
Οι φιλόσοφοι είναι σκεπτικιστές και τον μπερδεύουν.
Ιδού η καλύτερη στιγμή για την Εξουσία: αντί να φανεί ο καλλιτέχνης που με το έργο του αντιδρά και καταγγέλλει, απομονώνεται. Παρουσιάζεται σαν ένας παράξενος, ένας ιδιόρρυθμος, ένας εκτός τόπου τύπος, αλλιώτικος και παράδοξος.
΄Ετσι, ό,τι κι αν κάνει, ο καλλιτέχνης και το έργο του, μπαίνουν στο χώρο του άκακα παράδοξου.
Το «αδίκημά» του γίνεται στιγμιαίο και η Τέχνη του παρουσιάζεται προκλητική, ναι, όμως ακίνδυνη.
Αντί το έργο της Τέχνης να επικοινωνήσει με το ευρύ κοινό, γίνεται δύσληπτο, όλο και περισσότερο αινιγματικό και το κοινό που το “καταλαβαίνει” γίνεται μικρότερο και μικρότερο, μία μικρή ελίτ της διανόησης, με την οποία ο πολύς κόσμος δεν έχει καμία επαφή.
Τι κάνουμε τώρα;
Επιστρέφουμε στις οδηγίες που δώσαμε παραπάνω. Πάμε κατευθείαν στην οδηγία νούμερο τρία: εμπιστευόμαστε τον καλλιτέχνη και τον εμπιστευόμαστε για να μας δείξει με άλλο τρόπο –τον δικό του- τα πράγματα. Τον εμπιστευόμαστε και προσέχουμε να δούμε και να ακούσουμε τι έχει να μας πει.
Δεν διστάζουμε να διερωτηθούμε γιατί κάνει αυτό ή εκείνο και αφιερώνουμε χρόνο να ψάξουμε τι θέλει να πει με το έργο του. Στις διερωτήσεις και στις αναζητήσεις μας μπορεί να υπάρχουν απαντήσεις, μπορεί όμως και να μην υπάρχουν.
Οι εικόνες μπορεί να είναι εκεί, σκόπιμα χωρίς γιατί. Σκόπιμα χωρίς υψηλά ή βαθιά μηνύματα και παραπομπές. Μπορεί να είναι εκεί για να μας ξυπνήσουν την πρόθεση να τις δούμε, για να μας μάθουν την εγρήγορση του βλέπειν: για να ξαναμάθουμε πώς να βλέπουμε ένα ηλιοβασίλεμα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό ή έναν τοίχο με μισοσκισμένες αφίσες, οπωσδήποτε χωρίς αδιαφορία.
Η αδιαφορία, μέσα από την Τέχνη, ξεμαθαίνεται.