Γράφει η Πόπη Αγγελή (Poppy Angeli)
Περπατούσα τη νύχτα σ έναν χαλικοστρωμένο δρόμο, ώσπου μετά από ώρα, έφτασα σε ένα σημείο και σταμάτησα. Σκοτάδι παντού. Στεκόμουν ακίνητη και κοίταζα γύρω μου. Με δυσκολία εντόπισα κάποια σκόρπια δέντρα κάτω από τα οποία υπήρχαν άνθρωποι που κοιμόντουσαν σε υπνόσακους. Αυτός που βρισκόταν πιο κοντά σε μένα αντιλήφθηκε την παρουσία μου, πετάχτηκε πάνω και έτρεξε προς το μέρος μου.
Με κοίταξε με αγωνία και μου είπε, «Επιτέλους, ήρθες! Σε περιμέναμε καιρό» και έστρεψε το βλέμμα του προς τα πίσω. Πιο μακριά διαγράφονταν σκιές ατόμων που έβγαιναν από τους δικούς τους υπνόσακους και άρχισαν να με πλησιάζουν.
Ύστερα από λίγο είχαν μαζευτεί όλοι γύρω μου.
Αυτός που με είχε προσεγγίσει πρώτος, πήρε το λόγο. «Έχουμε, αλήθεια, κουραστεί με αυτά. Και όταν φτάνουμε στα όρια μας, σκέφτομαι εσένα και λέω στους υπόλοιπους, τι να πει και αυτή που έχει αναλάβει να παρουσιάσει το Duality…». Κατάλαβα ότι αναφερόταν σε μένα, αλλά τι εννοούσε; «Duality»; Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι ακριβώς μιλούσε και τον κοίταξα με απορία. Τι είναι αυτό δηλαδή, που έπρεπε να παρουσιάσω και σε ποιόν;
Αγχωμένη, λες και θα έδινα εξετάσεις σε ένα μάθημα που δε διάβασα ποτέ, πετάχτηκα στον ύπνο μου. Προσπαθούσα να κοιμηθώ ξανά, αλλά το μυαλό παρέμενε κολλημένο σε μια λέξη, που περιέργως είχε ειπωθεί στα αγγλικά, «Duality».
Άρχισα να το ψάχνω στο Google. «Duality», αλλιώς «Δυϊκότητα», αναζήτηση και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε ένα κατεβατό σελίδων ως αποτέλεσμα. Σε ποιο πεδίο θες; Δυϊκότητα στη φυσική, στα μαθηματικά, στη βιολογία, στην οικονομία, στην πληροφορική, στην κοινωνία, στην φιλοσοφία. Πληθώρα δυϊκοτήτων, που ομολογουμένως αγνοούσα.
Τηλέφωνο και ερώτηση.
-«Τι είναι Duality;»
-«Τι εννοείς, Duality; δυϊκότητα; δυϊκοί χώροι;»
-«Ναι, δεν ξέρω. Έστω. Τι είναι;»
Ερώτηση και απάντηση.
-«Αν αναφέρεσαι σε χώρους, τότε, κάθε χώρος έχει το δυικό του και αποτελείται από όλες τις απεικονίσεις με πεδίο ορισμού τα αντικείμενα του αρχικού χώρου που τα αντιστοιχίζουν σε πραγματικές τιμές κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρούνται πάντα οι πράξεις. Ο αρχικός χώρος ενδέχεται να μην είναι πλήρης, δηλαδή όσο κοντά κι αν βρισκόμαστε τελικά, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι συγκλίνουμε, ότι τείνουμε σ’ ένα συγκεκριμένο όριο, ότι καταλήγουμε κάπου τέλος πάντων. Το πρωτεύον είναι η πλήρωση του χώρου.»
-«Και για ποιο λόγο μας ενδιαφέρει αυτή η πλήρωση που λες;»
-«Ο στόχος μας ανέκαθεν είναι η πλήρωση του χώρου. Δίχως την πληρότητα θα κινούμαστε αέναα δίπλα-δίπλα χωρίς να καταλαγιάζουμε σε ένα σημείο. Ο δυικός του αρχικού χώρος είναι πάντα πλήρης, ανεξάρτητα αν ο αρχικός είναι ή δεν είναι. Με λίγα λόγια, ο δυικός χώρος είναι ένα εργαλείο για να μελετάς τον αρχικό.»
Απάντηση και προβληματισμός.
Αν θεωρήσω λοιπόν, ότι ο χώρος είναι η ψυχή, τότε ενδέχεται να υπάρχει μια δυική στην ψυχή μας, ψυχή.
Η αρχική ψυχή δεν είναι πλήρης, αφού της λείπουν πληθώρα σημείων τόσο μέσα όσο και πάνω ακριβώς στα όρια του εαυτού μας. Αυτά τα κενά σημεία, θα μπορούσε να συμπληρώσει μια δυική ψυχή που είναι τελείως πλήρης και συμπεριφέρεται λίγο πολύ σαν το δίδυμο αδερφάκι της αρχικής μας. Και επειδή ακριβώς αυτή τυγχάνει να είναι πλήρης, μπορεί να μας καθοδηγεί μέσα στην ανημποριά μας, να μας ψέγει για τις ανεπάρκειες και τα ελαττώματά μας και να μας βοηθά να υπερβούμε αυτό που «λείπει», ώστε να προσεγγίζουμε τον απώτερο στόχο που δεν είναι άλλος από την πλήρωση.
Το πως ακριβώς ορίζεται η πληρότητα στη ζωή του καθενός, είναι ζήτημα καθαρά υποκειμενικό. Όμως, το αν και κατά πόσο είναι εφικτή η πληρότητα στην πραγματική μας ζωή, την οποία η αρχική μη πλήρης ψυχή την νιώθει επίσης, ως έναν διαφορετικό χώρο με κενά και απουσίες, είναι κάτι που προβληματίζει. Επί αυτού του προβληματισμού, η ύπαρξη της δυικής, ως εργαλείο, ίσως να δίνει τη δυνατότητα να διατηρούνται ανέπαφες και σαφείς οι εντός της πραγματικής μας ζωής πράξεις, ανεξάρτητα από τις εμφανείς ελλείψεις και παραλείψεις, προκειμένου κάθε φορά να προχωράμε ένα βήμα παραπέρα.
Υποθέτω έτσι, ότι η πιθανή συμπόρευση ενός ατελούς και μη πλήρους ψυχικού χώρου με έναν τέλειο και πλήρη, έχει ως στόχο να γεμίζει τις τρύπες της ζωής μας, ώστε να μην περιπλανιόμαστε αδιάκοπα, απομακρυνόμενοι από αυτό που αγαπάμε και πραγματικά θέλουμε και να καταφέρουμε τελικά, παρά τις αντιξοότητες που παρουσιάζονται στο διάβα μας, να συγκλίνουμε εκεί που λαχταρά η καρδιά μας.
Υπό αυτή την έννοια, η ταυτόχρονη ύπαρξη των δύο αυτών ψυχικών χώρων, μέσα από την προσωπική μου οπτική, θα μπορούσε να είναι αυτή η περιβόητη δυϊκότητα, που με μεγάλη περιέργεια ως όρο προσπαθώ να προσεγγίσω, καθώς θα μπορούσε- θεωρητικά πάντα- να ερμηνεύσει τα αδιέξοδα της ζωής μου και να ενισχύσει την διαρκή προσπάθειά μου για να απελευθερωθώ από αυτά.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ειλικρινά νιώθω ότι η πορεία της σύγκλισης προς αυτό που ο καθένας θεωρεί πληρότητα ζωής, διαγράφεται εξαιρετικά δύσκολη και μάλιστα συνοδεύεται από αυξημένο βαθμό ανατρεπτικών εμπειριών, η παρουσίαση των οποίων θα μπορούσε πράγματι να είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Τώρα, στο ερώτημα «σε ποιόν;», που επίσης αρκετά με απασχόλησε, μια πιθανή απάντηση είναι, «to whom it may concern (σε όποιον ενδιαφέρεται)».