/Διατί δεν μας εννοεί ο λαός

Διατί δεν μας εννοεί ο λαός

Δια της παιδείας, προς την ελευθερίαν. ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης, Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος

Είναι πλέον προφανές και τούτο και στον πλέον αδαή, πως υφίσταται επί δεκαετίες μια μορφή πολιτιστικής ασυνέχειας αναμεταξύ του λαού και του πνευματικού κόσμου της χώρας. Τούτη η προκαλούσα αλγείνη εντύπωση πάντοτε διαπίστωση, δεν έρχεται ώστε να παραβιάσει ‘ανοικτάς θύρας”, αλλά έρχεται ως επιστέγασμα πολλών αιτιών αλλά και παραγόντων. Έρχεται ώστε να κατατεθεί ως η εναρκτήριος στλλογιστική βάσις όπου επάνω της θέλει τεθεί η απαρχή της λύσεως τούτης της πολιτιστικής ασυνέχειας. Τούτης της ασυννενοησίας αναμεταξύ πνευματικού κόσμου και λαού. Και είναι βασική η επίλυση του καίριου ζητήματος τούτου, προκειμένου ο λαός μας να βαδίσει και πάλι εις το φώς όπου μόνον το πνεύμα θα μπορούσε ποτέ να του παράσχει.

Στον λαό μας, υπάρχει αυτό που ονοματίζει κάποιος “συλλογική ψυχή”. Τι σημαίνει εν ολίγοις η έννοια συλλογική ψυχή;

Σε αυτό το ερώτημα μπορεί να απαντήσει η μακραίωνη ιστορία αγώνων, αίματος, πνευματικής προσπαθείας, εθνικών και κοινωνκών οραμάτων που για αιώνες και χιλιετίες φέρνουν τον έναν συνέλληνα δίπλα στον άλλον, πολλαπλασιάζοντας την δύναμη του ενός σε σημείο μια ολάκερη κοινωνία να ηττάται ή να νικά ανά τους αιώνες και τούτη είτε η νίκη είτε η ήττα, να ανήκει στον κάθε έναν ξεχωριστά, αλλά το περισσότερο να κατατίθεται ως παρακαταθήκη των προγόνων προς τους απογόνους. Να καθίσταται η διάλεξη όπου οι ερχόμενοι θα παρακολουθήσουν, θα ενστερνιστούν, θα αφουγκραστούν, θα αξιολογήσουν και είτε θα την κρατήσουν είτε θα την πετάξουν στον κάλαθο της ιστορίας.

Η συλλογική ψυχή δεν ορίζεται από κανένα χωροχρονικό περιορισμό. Ξεπερνά τις μικρότητες αυτές και αδιόρατα συνδέει όσες ψυχές την έθρεψαν και συνεχίζουν να την θρέφουν, ως το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας επάνω στον πλανήτη. Σε στιγμές παρακμής (διότι ως μια στιγμή μπορεί να ιδωθεί μια ιστορική περίοδος ως η δική μας), σε στιγμές μετάβασης προς μια άλλη άγνωστη και υπό διαμόρφωση κατάσταση, χάνεται πρόσκαιρα το δέσιμο αυτό το αδιόρατο ανάμεσα στις ψυχές των ανθρώπων, των ανθρώπων των συγκαιρινών μα και όσων πέρασαν. Των ανθρώπων του μόχθου, των ανθρώπων του μεροκάματου, μα και των ανθρώπων του πνευματικού αγώνα, των λογοτεχνών, των πανεπιστημιακών, των ανθρώπων που τις νύχτες πια δεν καταφέρνουν να βλέπουν το ίδιο συλλογικό όνειρο, αλλά χάνονται στις θάλασσες της φιλαυτίας, της ψευδεπίγραφης ευμάρειας του υλισμού, της επικρατήσεως κατ άρρωστο τρόπο της ύλης επί του πνεύματος.

Τοιουτοτρόπως το λοιπόν, σε τέτοιους δύσκολους καιρούς ο κόσμος σπρωγμένος απο την ανάγκη της καθημερινότητας, θα στραφεί στην προσπάθεια του να συντηρήσει το σαρκίον του ως ένα ύστατο επιβληθέν ενστικτωδώς συναίσθημα της αυτοσυντηρήσεως. Είναι η τραγική στιγμή όπου γεννάται κι ας μην καταδυκνείεται προφανής ο καρπός τούτης της αδιόρατης γέννας, η πολιτιστική ασυνέχεια αναμεταξύ λαού και πνευματικών ανθρώπων. Είναι εκείνη η στιγμή η τραγική όπου τα δίπολα άνθρωπος – σώμα και ψυχή – πνεύμα χωρίζονται επικίνδυνα. Είναι τέλος η στιγμή εκείνη κατά την οποίαν το πνεύμα δεν εκπροσωπεί τον άνθρωπο της καθημερινότητας, δεν απηχεί τις ανάγκες του, δεν αφουγκράζεται την φωνή του την αγωνιώδη που καλεί προς βοήθεια, και αναζητά μια σανίδα σωτηρίας απο του ναυαγίου της ανθρώπινης ύπαρξης, το οποίον συντελείται κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή.

Παράδειγμα τρανό της ένωσης λαού και πνεύματος, το πρώτο που έρχεται κατά νου στον υποφαινόμενο, ήταν το παράδειγμα της κηδείας του Παλαμά εν μέσω της γερμανικής κατοχής.

Τότε στον τελευταίο του περίπατο και εν μέσω μαύρης κατοχής, ναζισμού και φασισμού με τα όπλα ανά χείρας οι γερμανοί “συνοδεύουν’ τον λαό που συνοδεύει στην τελευταία του κατοικία με την σειρά του, τον ποιητή.

Δεκάδες χιλιάδες κόσμου φτάνουν στο Α κοιμητήριο, σε μια βουβή άτυπη λιτανεία όπου ομοιάζει με τις προγονικές εκείνες εκδηλώσεις των ελευσινίων μυστηρίων θα το έλεγε κανείς, που έβραζε απο αγανάκτηση για τον κατακτητή. Οι γερμανοί μη συναισθανόμενοι ίσως τον κίνδυνο, τολμούν να καταθέσουν στεφάνι.

Τότε είναι όμως όπου, ο αγαλματώδους παραστήματος Άγγελος Σικελιανός, σε μια κίνηση που θεωρήθηκε απο όλους φυσιολογική ως να παίρνεις μια ανάσα βαθιά, θα κρατήσει το γερμανικό στεφάνι και θα το πετάξει έξω απο την μάνδρα του Α κοιμητηρίου. Οι γερμανοί δεν τολμούν να κτυπήσουν. Είναι οχι μόνον οι λίγοι μα και οι αδύναμοι. Φοβούνται τον λαό αυτόν που θάβει έτσι τους ποιητές του. Φοβούνται τους ποιητές του εν ζωή που μένουν πίσω. Κι ο λαός που μπορεί να μην διάβασε ποτέ του τον Παλαμά, συναισθανόμενος το βάρος της ιστορικής στιγμής, θάβει βουβά, απέριττα και δωρικά τον ποιητή του. Ιδού το λοιπόν ένα παράδειγμα ενότητος λαού και πνευματικών ανθρώπων. Ιδού με λίγα, ελάχιστα λόγια οτι επιδιώκει να καταδείξει το παρόν ταπεινό κείμενο.

Όταν ο λαός και το πνεύμα μιάς χώρας, ομιλεί την ίδια γλώσσα, τότε αυτή η χώρα όχι μόνον δεν μπορεί να ηττηθεί, αλλά ευημερεί, πράττει έργα καλά και όλος ο κόσμος, από τον πρώτο πολίτη ως τον τελευταίο, αισθάνεται μια συνταύτιση, διότι εννοεί και συννενοείται διαμέσου της ίδιας γλώσσας. Του ίδιου κώδικα της επικοινωνίας. Τούτο είναι που λείπει αναμεταξύ πνεύματος και πολλών. Και μεγάλης κοινωνίας. Ο κοινός κώδικας, όπου θα πρέπει να βρεθεί το συντομότερο δυνατόν, ώστε το κοινό όραμα να γίνει πράξη. Μα για να γίνει πράξη ένα κοινό όραμα, θα πρέπει να γίνει κατανοητό και απο τον τελευταίο. Τούτη η μεταφορά του κοινού οράματος μέλλει να είναι σημαντικότερη ακόμη και απο την έμπνευση του ίδιου του οράματος. Θα πρέπει να το εννοήσουν όλοι και να συνδράμουν ο καθείς κατά τις δυνάμεις του προς την επίτευξη όσων περισσότερων κοινών οραμάτων μπορούν να υπάρξουν μέσα σε μια κοινωνία και μάλιστα μέσα σε μια κοινωνία η οποία έχει καταστεί ένας σύγχρονος πύργος της Βαβέλ. Πύργος ασυννενοήσεως και πολλάκις έλλειψης νοήσεως και πόσο μάλλον διανοήσεως.

Ίσως αγαπητέ αναγνώστη, η διατύπωση του τίτλου του άρθρου του ίδιου να είναι κάπως λάθος. Διότι με το “διατί δεν μας εννοεί ο λαός” υποννοείται πως ο γράφων δεν ανήκει εις τον λαό. Οχι όμως, το ζήτημα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο τίτλος διατυπώθηκε τοιουοτρόπως, στην προσπάθεια του συντάκτη του παρόντος, να καταδείξει τις αγωνίες του επί της προβληματικής του κειμένου.

Αγωνίες που αφορούν τον ίδιον ο οποίος με την σειρά του θεωρεί τον εαυτόν του εργάτη πνευματικό, ο οποίος αμισθί αγωνίζται για το κοινό καλό και θεωρεί τον λαό, λαό του μα συνάμα συναισθάνεται και την ευθύνη την προσωπική του ως άνθρωπος του πνεύματος απέναντι τόσο στο πνεύμα όσο και στον κόσμο που αναμένει πολλά εξ ημών αλλά δεν ηύρε σχεδόν τίποτε και αναγκάζεται να μας γυρνά την πλάτη, προσπαθώντας να επιβιώσει με το κάθε τι ποταπό, αισχρο και ανούσιο.

Άπαντες οι άνθρωποι του πνεύματος επί τέλους, ας συναισθανθούμε πλέον την ευθύνη που μας βαρύνει.

Δεν είναι δυνατόν σε καιρούς   τέτοιας θεμελιώδους ευθύνης, να αυτοπεριχαρακώνεται το πνεύμα, να μην λαμβάνει θέσεις και ως εκ τούτου να μην υπολογίζεται απο κανέναν σε τούτη την χώρα. Πνεύμα και λαός ενωμένος. Μόνον τότε η Ελλάς οχι μόνον ως χωροχρονική οντότις αλλά και ως δέσμη ιδεών που ανήκουν στην ανθρώπινη πολιτιστική κληρονομιά, προορίζεται να ζήσει και θα ζήσει.