/Close

Close

Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος

Την πληρέστερη εξήγηση των πάντων γύρω μας για το οτιδήποτε συμβαίνει την έχουν τα παιδιά, γιατί μπορούν να προσεγγίζουν τον κόσμο με πεντακάθαρες αισθήσεις και με τα πιο διαυγή φίλτρα. Η παιδικότητα, τα νιάτα είναι για ξόδεμα, για σπατάλη, δεν είναι για οικονομία, στέρηση και μαράζωμα. Ούτως ή άλλως θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου που τα παιδιά θα μάθουν τόσα, ώστε να γίνουν συνετοί και νουνεχείς πολίτες και τότε θα δρουν και θα σκέφτονται με τη βουκέντρα της κοινωνίας στα πλευρά της ύπαρξής τους. Μέχρι τότε δικαιούνται να προσπαθούν για το αδύνατο και προς έκπληξη της κοινωνίας μαγικά να το πετυχαίνουν.

Στην ταινία «Close»,  δυο 13χρονα αγόρια, δυο πολύ καλοί φίλοι, ζουν έντονα την εφηβεία τους στην επαρχία του Βελγίου.

Ο ένας αγαπά και προστατεύει τον άλλον και οι δυο μαζί χαίρονται τις μέρες και τον χρόνο περνούν παρέα. Η φιλία του Λεό και του Ρεμί γεμίζει κάθε χαραμάδα της ζωής τους. Ζουν και αναπνέουν την ίδια ανεμελιά, βιώνουν την ίδια χωρίς σύνορα ξεγνοιασιά. Παίζουν τους ιππότες διασταυρώνοντας τα σπαθιά τους πάνω από τη χωμάτινη ρουτίνα, κοιμούνται ο ένας στο σπίτι του άλλου και κλειδώνουν απ’ έξω τη μοναξιά, την ερημιά και την αποξένωση. Με το φως της μέρας συναντιούνται κάθε πρωί στο ίδιο σημείο για να πάνε με τα ποδήλατά τους μέχρι το σχολείο κι από εκεί να διασχίσουν τον κόσμο με πλατύ χαμόγελο και ολάνθιστες επιθυμίες. Ο Λεό βοηθάει τους γονείς του στην καλλιέργεια λουλουδιών και οι γονείς του τυλίγουν με στοργή και φροντίδα την τρυφερή σχέση των δυο παιδιών. Ο ταλαντούχος Ρεμί κάθε μέρα γίνεται και καλύτερος στη μουσική που αγαπά και εξασκείται επιμελώς. Το αγρόκτημα των λουλουδιών φιλοξενεί τις ανέφελες μέρες των 13χρονων και  η βελγική επαρχία απλώνεται ως πολύχρωμο και φωτεινό φόντο στη δροσερή ζωή των δυο παιδιών.

Τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια όμως κάποτε τελειώνουν, έτσι και στο «Close». Τα δυο αγόρια αμέριμνα συνεχίζουν τον αμόλυντο βίο τους μέχρι που οι «ξερόλες» και «εξυπνάκηδες» θα αρχίσουν τα πειράγματα και τα ερωτήματα, τα οποία περισσότερο μοιάζουν με λεκτικές επιθέσεις, παρά με ειλικρινή ερωτήματα. Όταν δε οι συμμαθητές τους  ρωτούν ευθέως αν είναι ζευγάρι, τα πράγματα και η σχέση των δυο ηρώων μας μπαίνουν σε αβέβαιες και άγνωστες ατραπούς. Ο Λεό απαντά κατηγορηματικά όχι, στις ερωτήσεις και τα ομοφοβικά υπονοούμενα των συμμαθητών του, ενώ ο Ρεμί χαμηλώνει το βλέμμα και σιωπά προσπαθώντας να κατευνάσει τον απροκάλυπτο εκφοβισμό και την έρπουσα απειλή. Ο Λεό για να επιτύχει πλήρη και ασφαλή ενσωμάτωση στην νέα εχθρική για τη μέχρι τότε ζωή του, αναπτύσσει νέες φιλίες, ανακαλύπτει την έφεσή του σε πιο «ανδροπρεπή» σπορ όπως το χόκεϊ επί πάγου, ενώ ακόμη και το sleepover από μια φυσική και τρυφερή κατάσταση, μετατρέπεται σε μια ύποπτη, αφύσικη  πιθανόν και νοσηρή συνθήκη. Οι γονείς δεν υποψιάζονται τίποτα από την ανατροπή που έχει επέλθει, μετά την παρέμβαση του κοινωνικού περίγυρου. Όλα πια χάνουν τον αμόλυντο χαρακτήρα τους και τη φυσικότητα τους και η σχέση των δυο εφήβων εισέρχεται σε μια δαιδαλώδη,  γεμάτη υποψίες και τριβές οδό που μοιάζει να μην έχει επιστροφή.   

Με το «Close»,  τη δεύτερη  μεγάλου μήκους ταινία του ο 31χρονος Βέλγος σκηνοθέτης Λούκας Ντοντ (Girl (2018),  μας αφηγείται, σχεδόν μας ψιθυρίζει, με λιτό τρόπο, μια απλή όμορφη και βαθιά λυρική ιστορία. Οι ανθρωποκεντρικές επιδιώξεις του σκηνοθέτη Κλοντ δεν τον αφήνουν να απομακρυνθεί από τα εκφραστικά πρόσωπα των δύο παιδιών και κυρίως του Λεό, καταφέρνοντας να κερδίσει δυνατές ερμηνείες οι οποίες ολοκληρώνουν το τρυφερό, γεμάτο ευαισθησία και λεπτότητα επίτευγμα του σκηνοθέτη. Η ταινία κατέκτησε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες και είναι υποψήφια για το Οσκαρ διεθνούς ταινίας και πλήθος άλλων διακρίσεων για τη διακριτικό και συγκινητικό χειρισμό του θέματος της παιδικότητας, της ενηλικίωσης, της φιλίας, της σεξουαλικότητας της ομοφοβίας και της απώλειας.

Στην ταινία τέμνεται η νατουραλιστική προσέγγιση του σκηνοθέτη στα αψεγάδιαστα πρόσωπα των αγοριών και η ιμπρεσιονιστική διάθεση που ξεχύνεται από το background στο οποίο δρουν και κινούνται οι δυο ήρωές μας και το τελικό μείγμα που προκύπτει είναι εύστοχο εικαστικά και ενδιαφέρον αφηγηματικά.

Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα τη στιγμή που τα δύο παιδιά στην προεφηβική τους ακόμα περίοδο, προσπαθούν δίχως πυξίδα, σαφείς στόχους και καθαρές επιδιώξεις, να αποκτήσουν ταυτότητα, να βρουν τους δρόμους και τις κατευθύνσεις τους και να εκφράσουν τα συναισθήματα που τα κατακλύζουν και να  εκτονώσουν τις  επιθυμίες που κυριεύουν.

Αν η μοναξιά στη μεγάλη ηλικία είναι δυσβάστακτη, στη νεότητα αφόρητη, στην εφηβεία είναι τρομακτική. Στην προσπάθεια να ξεφύγουν από αυτόν τον τρόμο, τα παιδιά και οι νέοι άνθρωποι, δρουν πολλές φορές χωρίς σαφείς στόχους και επιδιώξεις, πέρα ίσως από το να δώσουν σήμα στους μεγαλύτερους ότι κι αυτοί υπάρχουν. Στην ακατέργαστη, άγρια, πολλές φορές επικίνδυνη, αυτή  προσπάθεια τα παιδιά και οι νέοι δεν έχουν πάντα δίκιο, αλλά η κοινωνία που τους αγνοεί και ξεχύνεται κατά πάνω τους, με βία και κορεσμένη οργή, είναι βέβαιο ότι πάντα έχει άδικο.