/Χορεύοντας μ’ ένα όνειρο… Για τη Beatrice

Χορεύοντας μ’ ένα όνειρο… Για τη Beatrice

Γράφει ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης, συγγραφέας

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Χορού:

“Ερχόταν για εβδομάδες, πάντα την ίδια ώρα. Κατά τις 5, σχεδόν ακριβώς. Διάλεγε το ίδιο τραπέζι, σε μια γωνιά, με θέα το παράθυρο. ‘Επινε Singapore Sling, με μια ροδέλα φρέσκο ανανά…

Όταν δεν διάβαζε τη Village Voice, παρακολουθούσε τον κόσμο που περπατούσε βιαστικά στο πεζοδρόμιo και κάπου-κάπου χαμογελούσε…

Την πιο πολλή ώρα είχε το κεφάλι της προς την πόρτα, σαν να περίμενε κάποιον, που ποτέ δεν είχε έρθει…

Ηταν ψηλή, σχεδόν αέρινη, μες τα πολύχρωμα μακριά φορέματά της, που την έκαναν να φαίνεται ψηλότερη. Την έλεγες και κοκέτα…

Και περπατούσε με χάρη, λές και ήταν μπαλαρίνα…

Η δε ηλικία τη απροσδιόριστη, αν και όχι στην πρώτη της νιότη…

Το πρόσωπό της γλυκύτατο, φωτεινό, με ζωγραφισμένο, μονίμως, ένα αδιόρατο χαμόγελο και τα γκρίζα μαλλιά της πάντα φροντισμένα στην εντέλεια. Σαν να πήγαινε σε επίσημη έξοδο.

Δεν έλεγε πολλά, όμως, όσα έλεγε αυτά τα λίγα, δηλαδή, τα έλεγε με ευγένεια και χάρη, κάπως επιτηδευμένα…

Στα νιάτα της θα έπρεπε να ήταν καλλονή, το δίχως άλλο. Ποιος ξέρει πόσες καρδιές θα σαϊτεψε, πόσα παλικάρια θα πέρασαν αξημέρωτα τα βράδια τους ικετεύοντας για μια, έστω και ψεύτικη, υπόσχεση κι ένα μισό χαμόγελο ελπίδας…

Φεύγοντας, άφηνε πάντα 5 δολάρια τυχερά για τη σερβιτόρα μας, τη Σεσίλια. Η Σεσίλια ήταν από μια φτωχογειτονιά του Μοντεβιδέο και σπούδαζε για να γίνει ηθοποιός και χορεύτρια! Μετρίου ύψους, σφιχτό γυμνασμένο σώμα, στήθη που ασφυκτιούσαν και ταλαιπωρούσαν τα στενά μαύρα πουκάμισα που φορούσε. Πρόσωπο φωτεινό σαν ανοιξιάτικη λιακάδα, μαύρα μαλλιά χυτά μέχρι τους ώμους, μάτια που σπινθηροβολούσαν και το μεγαλύτερο χαμόγελο του κόσμου! Ο «παλιός» την είχε βαφτίσει «burning hell» και έλεγε ότι μπορούσε ν’ αναστήσει ακόμα και πεθαμένους, μ’ ένα της φιλί.

Ο «παλιός» που έλεγε πως έκοβε αμέσως τους ανθρώπους, με την πρώτη φορά, και δεν έπεφτε έξω, αποφάνθηκε, μετά βεβαιότητος, ότι η παράξενη και μόνιμη πελάτισσά μας είναι συγγραφέας! Για αυτό και έδωσε εντολή να την αντιμετωπίζουμε με σεβασμό. Ο ίδιος, που μόλις και μετά βίας είχε τελειώσει το High Schoοl, έτρεφε έναν απεριόριστο σεβασμό για τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.

Ετσι, το αποδεχθήκαμε ότι η παράξενη κυρία είναι συγγραφέας! Αλλωστε, ποιοι ήμασταν εμείς, οι χθεσινοί μαθητευόμενοι, που θα τολμούσαμε να αμφισβητήσουμε την αυθεντία, την εμπειρία, τις γνώσεις και τις προβλέψεις ενός ανθρώπου που είχε φτιάξει ποτά για τον Μάρλον Μπράντο, τον Φράνκυ και τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και είχε σερβίρει, όπως έλεγε, πάνω από 50 χιλιάδες πελάτες και είχε πάρει με άριστα όλα τα πτυχία της ζωής!

Ο «παλιός» τα παρατηρούσε όλα και δεν του ξέφευγε τίποτα. Ετσι, όταν μια μέρα είδε ότι η «συγγραφέας» έκανε έναν μορφασμό καθώς έπινε το κοκτέηλ της, με πήρε και με σήκωσε! Εκείνη δεν είπε τίποτα, αλλά εκείνος, σαν να τον χτύπησε κεραυνός, πήγε στο τραπέζι της, σχεδόν άρπαξε το ποτήρι από τα χέρια, ζήτησε συγνώμη για την αδεξιότητα του νέου, εμένα δηλαδή, ύστερα με προσοχή ξαναέφτιαξε το κοκτέηλ και το σερβίρισε ο ίδιος: compliments of the house with our apologies!

Η «συγγραφέας», με την άκρη του ματιού της θα πρέπει να αντιλήφθηκε το μπινελίκωμα για αυτό φεύγοντας, άλλαξε τη συνήθειά της, ήρθε κοντά μου στο counter, και μου έτεινε το χέρι της. «Beatrice!”, είπε χαμογελώντας. Υστερα πρόσθεσε «Υοung man, he really cares about you…You are a lucky guy!» Και έδειξε τον «παλιό»!

Του «παλιού» του άρεσαν αυτά και έκανε μια βαθειά υπόκλιση για την αναγνώριση. Ηρθε και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη!
«Να γιατί αυτή η δουλειά είναι η καλύτερη του κόσμου! Γιατί γνωρίζεις τέτοιους ανθρώπους!»

Eτσι μάθαμε και το όνομα της «συγγραφέως», την έλεγαν Beatrice!

Ο «παλιός» βρήκε πάλι την αφορμή να επαναλάβει έναν από τους…νόμους του: «στο πρώτο ποτό κοιτάμε πάντα τον πελάτη στο πρόσωπο, εκεί θα μας δείξει, αν του άρεσε αυτό που του σερβίραμε! Αν δεν του άρεσε, το αλλάζουμε αμέσως! Δεν κάνουμε πειράματα!» Ηταν το μάθημα της ημέρας!

Μια μέρα στο μπάρ, είχε πλακώσει στεναχώρια μεγάλη. Η Σεσίλια έπεσε από τις σκάλες του σπιτιού της και έσπασε τον αστράγαλο της. Θα έπρεπε να απουσιάσει για πολύ καιρό, θα έχανε το Semester, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει το νοσοκομείο.

Ο «παλιός» μόλις έκλεισε το μαγαζί, μας μάζεψε όλους γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι, έβαλε πρώτος ένα μάτσο λεφτά πάνω και είπε ότι για τις επόμενες ημέρες και για όσο χρειαστεί θα κρατάει τον μισό μισθό μας, εκείνος θα σήκωνε τις καταθέσεις του και ζήτησε να κάνουμε το ίδιο όσοι δεν είχαμε άλλες πιεστικές υποχρεώσεις για να βοηθήσουμε τη Σεσίλια. «Εδώ, ισχύει ο νόμος του «παλιού». Στηρίζουμε ο ένας τον άλλον μέχρι θανάτου. Οποιος διαφωνεί, δεν ανήκει στο team, φεύγει αμέσως!» Κανένας μας δεν έφερε αντίρρηση και ο «παλιός» δάκρυσε από τη συγκίνηση.

Καταφέραμε και μαζέψαμε ένα καλό ποσό, αλλά απείχαμε πολύ από το να συγκεντρώσουμε τα χρήματα που απαιτούσε η νοσηλεία της Σεσίλια.

Ο «παλιός» πήγε και παρακάλεσε τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού για να βάλει κάτι κι αυτός, αλλά γύρισε με το κεφάλι σκυφτό, τα χέρια να τρέμουν από τα νεύρα και τα χείλη του να στάζουν φαρμάκι. Θα ήπιε ένα μπουκάλι ουϊσκι εκείνη τη μέρα και όλο μουρμούριζε. «Λες και θα τα πάρει μαζί του στον τάφο, το καθίκι». Ούτε ένα δολάριο δεν έδωσε o σκρούτζ παρά το γεγονός ότι ο «παλιός» ήταν μαζί του καμιά δεκαριά χρόνια και αυτός κρατούσε το μαγαζί…Μάθαμε, δε ότι την είχε και ανασφάλιστη, ο γέρο τσιφούτης, που κακό χρόνο να είχε.

Όταν κατά τις πέντε ήρθε η «συγγραφέας», σέρβιρα εγώ το ποτό της και με ρώτησε που είναι η Σεσίλια και γιατί έδειχνα τόσο στεναχωρημένος. Εν συντομία, της εξήγησα τι είχε συμβεί. Μόνο για το ατύχημα ανέφερα, δεν είπα τίποτα για τα χρήματα. Ζήτησε να μάθει σε ποιο νοσοκομείο νοσηλευόταν και το πλήρες ονοματεπώνυμο της. Κάτι σημείωσε σ’ ένα στενόμακρο καρνέ, το έβαλε με χάρη στην τσάντα της, χωρίς να πεί τίποτα περισσότερο από ένα ευχαριστώ.
Τελείωσε το ποτό της και αποχώρησε την ώρα που έφευγε συνήθως, ενώ στάθηκε στην είσοδο και μας χαιρέτησε υψώνοντας το δεξί της χέρι.

Την άλλη μέρα το μεσημέρι που πήγαμε να επισκεφθούμε τη Σεσίλια στο νοσοκομείο, μας είπαν ότι είχε φύγει. Ο «παλιός» τα πήρε στο κρανίο που έγινε κάτι τέτοιο χωρίς να το γνωρίζει, αλλά υπέθεσε, όπως όλοι μας, ότι μάλλον θα ήρθαν οι συγγενείς της και ανέλαβαν να τη φροντίσουν. Ετσι επιστρέψαμε στη δουλειά περιμένοντας νέα από τη Σεσίλια.

Το απόγευμα, στη συνηθισμένη ώρα της, ήρθε η κυρία Beatrice για το ποτό της. Πρίν καθίσει στο τραπέζι της μας εξήγησε ότι η Σεσίλια μένει πλέον μαζί της και όποτε θέλουμε, μπορούμε να την επισκεφθούμε στο σπίτι της στο Village, ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για τα χρήματα και η ίδια θα φρόντιζε για την νοσηλεία και την αποθεραπεία της.

Μέσα σ’ ένα φάκελο μας επέστρεψε τα χρήματα που είχαμε δώσει στο νοσοκομείο. Ο «παλιός» αρνιόταν επίμονα, αλλά και εκείνη ήταν ανένδοτη και τελικά πέρασε το δικό της. Ακόμα και ο «παλιός», που πολλά είχαν δεί τα μάτια του και ιστορίες πολλές είχε ακούσει, έμεινε να την κοιτάζει μ’ ανοιχτό το στόμα. «Miracles still happen my man! Φτάνει να είσαι καλός άνθρωπος!» Μονολόγησε, ενώ ως πιστός καθολικός, έκανε τον σταυρό του.

Το Σάββατο το βράδυ η κυρία Beatrice μας δέχθηκε στο…φτωχικό παλάτι της στο Village. Ενα τεράστιο σπίτι με θέα τον East River, διακοσμημένο με εκλεπτυσμένο γούστο, πανάκριβους πίνακες και κομψά έπιπλα.

Υστερα ήρθε η αποκάλυψη. Η κυρία Beatrice δεν ήταν….συγγραφέας!

Την…πάτησε ο «παλιός»! Ετσι, μου ερχόταν ν’ αρχίσω να τον πειράζω, αλλά είπα να το αφήσω για κάποια άλλη στιγμή!

Η κυρία Beatrice, όπως μας είπε, στα νιάτα της ήταν χορεύτρια της Οπερας του Παρισιού, γεννημένη στο Μπορντώ της Γαλλίας.

Μετά από μια παράσταση στο Radio City, στις 27 Δεκεμβρίου 1942 με αφορμή την δέκατη επέτειο από τη λειτουργία του, όπου την αποθέωσαν κριτικοί και θεατές, καθώς έβγαινε από το θέατρο γλύστρισε, έπεσε κάτω και έπαθε συντριπτικά κατάγματα στο γόνατο, τον αστράγαλο και τον αριστερό αγκώνα της.

Ηταν μόλις 25 ετών…Πάνω στη νιότη της, θα τελείωνε άδοξα μια καριέρα, για την οποία όπως έλεγαν οι ειδικοί καμιά κορφή δεν θα έμενε απάτητη. Την κράτησαν στο νοσοκομείο ένα μήνα. Στο διπλανό κρεβάτι νοσηλευόταν μια κυρία, σχεδόν στην ηλικία της μητέρα της, η οποία και τη συμβούλευε να κάνει υπομονή, ο καιρός είναι μπροστά της, θα γίνει σύντομα καλά και όλο αυτό θα περάσει σαν ένα κακό όνειρο, το οποίο θα διαδεχθεί μια ηλιόλουστη και χαρούμενη μέρα γεμάτη χαρά και φώς!

Η Beatrice, πρόσεξε τον νεαρό αεροπόρο, που ερχόταν καθημερινά να δεί τη μητέρα του και η καρδιά της σκίρτησε. Ηταν ψηλός, όμορφος, με λαμπερά μάτια και ένα χαμόγελο που μαγνήτιζε. Τα βράδια τον έφερνε στον νού της και όλη μέρα, περίμενε, πώς και πώς να τον δεί να ξεπροβάλλει από την πόρτα του θαλάμου.

Περιμένοντας καθημερινά τον αεροπόρο, οι μέρες πέρασαν γρήγορα και ούτε που το πήρε χαμπάρι και ένα πρωϊ η μάνα του πήρε εξιτήριο. Ηρθε και την παρέλαβε ο σύζυγος της. Η κυρία Rosie τη χαιρέτισε θερμά και την ασπάστηκε καθώς αναχωρούσε, ενώ της ευχήθηκε τα καλύτερα.

Την άλλη μέρα θα έφευγε από το νοσοκομείο και η Beatrice, είχε έρθει ο πατέρας της από τη Γαλλία για να την συνοδεύσει με το υπερωκεάνειο με το οποίο θα επέστρεφαν στην πατρίδα.

Καθώς ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τον θάλαμο του νοσοκομείου, τον είδε ξαφνικά να ξεπροβάλει στην πόρτα και το πρόσωπό της άστραψε. Την πλησίασε, έβγαλε το πηλίκιό του, και της συστήθηκε ως Tom, κάνοντας μια υπόκλιση. Της προσέφερε την ανθοδέσμη που κρατούσε και ένα μικρό χαρτάκι. Θα έφευγε την άλλη μέρα για να πολεμήσει στην Ευρώπη, αλλά της υποσχέθηκε πως μόλις τελειώσει ο πόλεμος, θα πάει να τη βρει! Να τον περιμένει. Οπωσδήποτε! Είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του, η θλίψη όλου του κόσμου.

Η καρδιά της Beatrice ράγισε και μόλις που πρόλαβε να ψελλίσει ένα αδύναμο «θα περιμένω», που ίσως και να μην το άκουσε ο Τom.

Η Beatrice επέστρεψε στο Μπορντό για να συνεχίσει την αποθεραπεία της.

Ο πόλεμος τελείωσε. Στο Μπορντό προσπαθούσαν όλοι να ξαναρχίσουν τη ζωή τους μετά την καταιγίδα του πολέμου που τα είχε ρημάξει όλα. Πέρασε ένας χρόνος, δύο, αλλά ο Tom δεν εμφανίστηκε. Ούτε κανένα γράμμα της έγραψε και άλλο τίποτα δεν είχε παρά μόνο εκείνο το μικρό χαρτάκι που είχε λιώσει στα χέρια της από τις τόσες φορές που το διάβασε.

Ωρες-ώρες σκεφτόταν πως μπορεί και να χάθηκε στον πόλεμο. Ακουγε συχνά από το ραδιόφωνο για εκατόμβες θυμάτων και αγνοουμένων. Άλλες πάλι φορές σκεφτόταν πως εκείνα τα λόγια που της είπε στην πόρτα του θαλάμου, λόγια ενθουσιασμού ήταν που ξεθώριασαν στον χρόνο. Τα πήραν οι άνεμοι του πολέμου και τα έσβησαν…

Όμως, ένα απόγευμα του Αυγούστου, το 1946, καθώς ο ήλιος έκαιγε ακόμα, είδε από μακριά να έρχεται κατά το σπίτι της ένα μεγάλο κόκκινο αυτοκίνητο, ανοιχτό, με λευκά καθίσματα που αστραποβολούσαν στον ήλιο!
Ο Τom είχε κρατήσει την υπόσχεσή του! Όμως, πρίν έρθει να την πάρει, ήθελε πρώτα να δουλέψει κάποιο καιρό για να έχει τα δικά του χρήματα, να φτιάξει μια οικογένεια.

Η Beatrice τον ακολούθησε! Ετσι, χωρίς λόγια πολλά και ερωτήσεις!

Ο Tom, δούλευε στη Wall Street, ήταν έξυπνος, εργατικός και κατάφερε γρήγορα να κάνει μια αρκετά υπολογίσιμη περιουσία. Παντρεύτηκαν και πριν η Beatrice το συνειδητοποιήσει, βρέθηκε να μεγαλώνει δυο αγόρια.

Όταν εκεί κατά το 1950 δοκίμασε να ξαναχορέψει, διαπίστωσε ότι δεν άντεχε πια το πόδι της και η ίδια είχε πλέον μεγαλώσει αρκετά.

Ένα βράδυ έκλαψε πολύ όταν αποφάσισε ν’ αποχαιρετήσει το όνειρο της εφηβείας της. Ποτέ δεν θα γινόταν η πρίμα μπαλαρίνα. Εβαλε τα παπούτσια του χορού και τη στολή της σ’ ένα λευκό κουτί, το έδεσε με μια μεγάλη ρόζ κορδέλα και το ανέβασε στον πάνω όροφο, δίπλα σ’ ένα παράθυρο για να βλέπουν τον ήλιο για να μπορούν να ταξιδέψουν. Γιατί τα όνειρα είναι αθάνατα, πεθαίνουν, μόνον όταν τα παρατάμε για αυτό έχουν δικαίωμα στο φώς!

Όμως, είχε δυο παιδιά να μεγαλώσει…Καμιά φορά δεν ξέρεις. Οταν χάνεται ένα όνειρο, κάποιο καλύτερο έρχεται στη θέση του να τ’ αντικαταστήσει. Είναι μέρος της ουράνιας αρμονίας…

Όταν πια τ’ αγόρια της μεγάλωσαν, η Beatrice ολοκλήρωσε τις σπουδές της και άρχισε να διδάσκει χορό σε νέα κορίτσια…Το όνειρο που δεν πρόλαβε να ζήσει η ίδια, ήθελε να το βιώσει μέσα από τα όνειρα των νέων κοριτσιών…

Είναι μεγαλύτερη χαρά όταν χαίρεσαι για την χαρά των άλλων στην οποία έχεις προσθέσει κι εσύ ένα λιθαράκι!

Κάθε μέρα, εκεί γύρω στις 5 περίμενε τον Tom, που τελείωνε τη δουλειά του και πιασμένοι χέρι-χέρι έκαναν μια βόλτα στο Village για να διώξουν την ένταση της ημέρας και ύστερα πήγαιναν στο σπίτι για φαγητό!
Κάθε μέρα, από το 1956, εκτός από γιορτές, Σαββατοκύριακα κι αργίες, τον περίμενε την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο! Παλιά ήταν ένα μικρό coffee shop, αργότερα έγινε το Bar που είναι σήμερα!

Ο «παλιός» είχε χαζέψει ακούγοντας την ιστορία!

«Πως δεν σας είχα προσέξει, τόσο καιρό;» Ρώτησε κάπως ένοχα…

«Ο Tom, δυστυχώς, έφυγε ξαφνικά πρίν από δυο χρόνια και δεν ήθελα να βγαίνω έξω. Νόμισα πως τελείωσε και η δική μου η ζωή και δεν είχε πια νόημα…Τα δυο παιδιά μου έφυγαν από τη Νέα Υόρκη, δεν τους άρεσε ποτέ αυτή η πόλη, ο ένας ο γιατρός μένει στη Νέα Ορλεάνη, ο άλλος ο δικηγόρος στο Σαν Φραντσίσκο. Εγώ, δεν ήθελα με τίποτα να εγκαταλείψω το σπίτι μου, τη γειτονιά μου και τις παλιές συνήθειες, έστω και αν τα περισσότερα πράγματα γύρω μου με πληγώνουν. Όμως, όλα μου θυμίζουν μια ζωή για την οποία δεν μετάνιωσα και δεν θέλω να τη διαγράψω…Για αυτό έμεινα! Εδώ και μερικούς μήνες άρχισα να έρχομαι και πάλι στο ίδιο μέρος, να κάθομαι για λίγο, να γυρίζει ο νούς μου σ΄ εκείνα τα όμορφα χρόνια και να επιστρέφω σπίτι μου, με τις αναμνήσεις μου. Για αυτές ζώ πλέον…»

Είχαν τελειώσει το κινέζικο φαγητό που είχε παραγγείλει η κυρία Beatrice, η οικονόμος της μάζεψε τα πιάτα και καθάρισε την τραπεζαρία.

Η κυρία Beatrice σηκώθηκε και στράφηκε προς τον «παλιό».

«Θα μου επιτρέψετε τώρα να σας φτιάξω εγώ ένα Singapore Sling για να δείτε τι καταφέρνω! Βέβαια, δεν θα είναι σαν το δικό σας, αλλά κάτι κάνω!» Χάθηκε στην κουζίνα γελώντας.

Επέστρεψε μετά από λίγα λεπτά με ένα στρογγυλό δίσκο και τέσσερα κοκτέηλ. Πρώτα σερβίρισε τον «παλιό»!

«Δεν μου είπατε ποτέ το όνομά σας;» Τον ρώτησε.

«Gary», φώναξε, “Gary Morgan, περήφανος Ιρλανδός! Αυτά τα τσογλάνια με φωνάζουν γέρο, αλλά τι να τα κάνω, θα μεγαλώσουν!» Και έδειξε εμένα και τη Σεσίλια.
«Λοιπόν, πως σου φαίνεται το κοκτέηλ μου….young men?» Ρώτησε περιπαιχτικά, η κυρία Beatrice.

Ο «παλιός», σαν σε ιεροτελεστία, ήπιε δυο γουλιές, μετά με το καλαμάκι, ανακάτεψε το ποτό του, ύστερα ήπιε άλλες δυο και όταν πια βεβαιώθηκε, είπε κουνώντας τον κεφάλι.

«Οφείλω να ομολογήσω ότι είναι καλύτερο από το δικό μου!!!»

Αυτή ήταν η δεύτερη ήττα του «παλιού» σ’ ένα βράδυ!

«Είσαι άδικος με το εαυτό σου», τον παρηγόρησε, η κυρία Beatrice!

«Μια χαρά τα καταφέρνεις! Απλώς το δικό μου τζίν είναι από την Σιγκαπούρη και είναι ειδικά για αυτό το κοκτέηλ!»

Η κυρία Beatrice για να μην στεναχωρήσει άλλο τον «παλιό», επιχείρησε ν΄ αλλάξει τη συζήτηση.

«Θ’ αναρωτιέστε βέβαια για ποιο λόγο ενδιαφέρθηκα και προσφέρθηκα να φιλοξενήσω τη Σεσίλια, ε;»

Γνέψαμε πως περιμέναμε μια εξήγηση.

«Στη Σεσίλια το έχω ήδη πεί! Η ίδια δεν το ήξερε, αλλά μια μέρα στη σχολή που παρακολουθεί, εγώ διδάσκω χορό, την είδα να χορεύει tango Ηταν το καλύτερο tango που ως τότε είχα δεί στη ζωή μου! Είδα τη φλόγα στα μάτια της! Μου θύμισε τα νιάτα μου! Απ’ ο,τι έμαθα είναι στην ίδια περίπου ηλικία που ήμουν κι εγώ όταν σταμάτησα! Δεν θέλω να πάθει το ίδιο! Ετσι, τηλεφώνησα στο γιό μου, ο οποίος όπως σας είπα είναι γιατρός και του είπα να φροντίσει τα σχετικά με τη νοσηλεία της! Η Σεσίλια θα μείνει δίπλα μου γιατί κάποιος που ξέρει, πρέπει να τη στηρίξει αυτές τις δύσκολες ώρες! Απ’ ότι έμαθα, θα γίνει απολύτως καλά και σε δυο μήνες θ΄ αρχίσει να χορεύει και πάλι! Από τη σχολή θα της δώσουμε μια υποτροφία για τη συνέχεια των σπουδών της. Ο Tom είχε κάνει πολλές χορηγίες εκεί και δεν ήταν δύσκολο να μας δώσουν την υποτροφία! Αλλωστε είναι η πρώτη φορά που ζήτησα κάτι, δεν μπορούσαν να μου αρνηθούν! Και να το δείτε, θα γίνει η καλύτερη χορεύτρια tango στον κόσμο! Και θέλω να μοιραστώ αυτό το ταξίδι μαζί της!»

Καθώς μας αποχαιρετούσε, ο «παλιός» δεν κρατήθηκε.

«Πάντως εγώ, όπως σας έβλεπα, νόμιζα πως είστε συγγραφέας!» Το είπε και ξεθύμανε.

Η κυρία Beatrice, κοντοστάθηκε για μια στιγμή και τον κοίταξε κατάματα, Εδειχνε συγκινημένη.

«Και τι σας έκανε να το πιστεύετε αυτό;»
Ο «παλιός» δυσκολεύτηκε λίγο, αλλά κατάφερε να ψιθυρίσει «να, όπως σας έβλεπα να παρατηρείτε τα πάντα, αυτήν την ευγένεια και ηρεμία που είχατε στο πρόσωπο, μου φάνηκε που θα είστε κάποια διανοούμενη!»
«Και απογοητευτήκατε;»

«Όχι βέβαια! Τι λέτε! Γιατί να απογοητευτώ;»
Μας είπε να περιμένουμε για λίγο και χάθηκε στο σαλόνι! Μετά από λίγα λεπτά, επέστρεψε κρατώντας δυο βιβλία.

«Και όμως, είχα γράψει ένα βιβλίο πριν από αρκετά χρόνια, αλλά κανένας εκδοτικός οίκος δεν θέλησε να το εκδώσει! Είχα εισπράξει τόσες αρνήσεις, που στο τέλος απογοητεύτηκα! Είπα, πως μάλλον δεν θ’ άξιζε τον κόπο. Όμως, ο Tom, που ποτέ δεν ήθελε να με βλέπει θλιμμένη, τύπωσε μερικά βιβλία για να έχουμε για τους πολύ στενούς μας φίλους! Και για να μη μείνει το όνειρο απραγματοποίητο!»

Ο «παλιός» έλαμψε από τη χαρά του!
Αγκάλιασε την κυρία Beatrice και τη σήκωσε ψηλά!

Το βιβλίο έγραφε «Dancing with a dream…” By Beatrice Petite.

Επιστρέψαμε στο σαλόνι και ο «παλιός» με την κυρία Beatrice χόρεψαν ένα tango…

Δεν έχω δει καλύτερο χορό από δυο ανθρώπους που δεν γνωρίζονταν και τόσο καλά…

«Ο «παλιός» δεν λαθεύει με τους ανθρώπους!» Ελεγε και ξαναέλεγε στο δρόμο , ενώ φεύγαμε…

Η κυρία Beatrice σταμάτησε πλέον να έρχεται στο bar και το τραπέζι της άδειασε…

Αποφάσισε να ξεφύγει από την αγκαλιά των αναμνήσεων και άρχισε να σχεδιάζει για το μέλλον πλάθοντας όνειρα. Απ’ αυτά που κλέβουν την αστερόσκονη και ντύνουν τη ζωή με μαγεία…

Εβαλε στόχο να κάνει τη Σεσίλια την καλύτερη tango χορεύτρια στον κόσμο!
Ο «παλιός» σε μια στιγμή έμπνευσης και μετά από πολλές δοκιμές έφτιαξε ένα εξαιρετικό κοκτέηλ, με βάση το τζίν, που το ονόμασε «Beatrice» και το έβαλε σ’ ένα ειδικό σημείο στον τιμοκατάλογο. «Μόνο για ειδικές περιπτώσεις», έγραψε.

Κάθε μέρα, καθάριζε το τραπέζι της, λες και την περίμενε…

Όταν πια το πήρε απόφαση, τοποθέτησε μια πινακίδα με τη λέξη «Reserved» και δεν επέτρεψε ποτέ σε κανέναν, ούτε καν στ’ αφεντικό, να καθίσει στη θέση της Beatrice…
‘Αφηνε ένα Singapore Sling και δίπλα το βιβλίο της «Dancing with a dream»
Ηλπιζε πως μια μέρα θα βρεί κάποιον εκδότη…

Ο «παλιός» δεν παρατούσε αυτά που πίστευε, έτσι είχε μάθει στη ζωή…