Η συγγραφέας Χαρά Μαρκατζίνου μιλά στον Κωνσταντίνο Μανίκα, με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα “Το δικό μας για πάντα” από τις εκδόσεις Κάκτος
- Κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα σας “Το δικό μας για πάντα” από τις εκδόσεις Κάκτος. Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;
Είναι μια ιστορία συνειδητοποίησης και συμφιλίωσής μας με τον χρόνο, με τα λάθη μας και τις πληγές μας. Η ιστορία του Άγγελου και της Μυρτώς μας προτρέπει να φτιάξουμε το «δικό μας για πάντα» και να ζούμε συνειδητά και ολόκληρα την κάθε μας στιγμή.
- Σκιαγραφήστε μας τους δύο κεντρικούς ήρωες. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους;
Οι δύο κεντρικοί ήρωες είναι ο Άγγελος και η Μυρτώ. Πρόκειται για ένα σύγχρονο ζευγάρι που ζει τον έρωτα και την αγάπη, συμφιλιώνεται με το παρελθόν, θεραπεύοντας πληγές, κάνει ανακωχή με ενοχές για αποφάσεις που δεν πάρθηκαν ή πράξεις που δεν έγιναν και μας προτρέπει να κοιτάξουμε κατάματα τη ζωή και να γνωρίσουμε την ολότητά μας.
- Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με πολλαπλά μηνύματα και αναγνώσεις. Ο κάθε αναγνώστης, λοιπόν, θα ταυτιστεί με εκείνο που έχει περισσότερη ανάγκη. Αν με ρωτάτε σαν αναγνώστρια κι όχι σαν δημιουργό του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, θα σας πω ότι όρισα το «δικό μου για πάντα».
- Το “για πάντα” είναι μια συναισθηματική φενάκη ή υπάρχει όντως η δυνατότητα να το κατακτήσουμε;
Το «για πάντα» κατά τη γνώμη μου είναι μία έννοια παρεξηγημένη. Άλλους τους φοβίζει, άλλους τους ευχαριστεί κι άλλοι το απορρίπτουν συμπεριλαμβάνοντάς το στο ροζ συννεφάκι του απραγματοποίητου. Όλα είναι σχετικά, όπως σχετικός είναι και ο χρόνος γενικότερα. Θαρρώ πως υπάρχει εκείνο το «για πάντα» που κρατάει μια ολόκληρη ζωή μα κι εκείνο που έχει κρατήσει λίγες στιγμές αλλά είναι αρκετό, γιατί ήταν μεστό συναισθημάτων, εμπειριών και συγκινήσεων. Κάθε φορά η επιλογή είναι δική μας. Εμείς το δημιουργούμε κι εμείς το διαμορφώνουμε. Οπότε θα απαντήσω καταφατικά στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας και θα πω πως ναι, μπορούμε να κατακτήσουμε ο καθένας το δικό του «για πάντα».
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Η συγγραφή για μένα είναι ελευθερία και θεραπεία, μα πάνω από όλα αγάπη. Η επιθυμία μου να αποτυπώσω σκέψεις στο χαρτί ήταν και το πρώτο ερέθισμα που ενισχύθηκε από την θέλησή μου να ανακουφίσω τον πόνο, την ταραχή, τη στεναχώρια του συνανθρώπου και να του προσφέρω με τις λέξεις μου αγάπη. Γράφω για να θεραπεύω και να θεραπεύομαι.
- Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Η λογοτεχνία είναι η τέχνη του λόγου και των λέξεων, μέσα από την οποία επικοινωνούνται ιδέες και ιδανικά, Η λογοτεχνία αφουγκράζεται την εποχή της και εκφράζει πληθώρα συναισθημάτων, ηθών και εθίμων. Σκοπός της είναι η ευχαρίστηση του αναγνώστη, η διδαχή του και η ενδυνάμωσή του όπως και η κάθαρσή του.
- Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Νομίζω η αγάπη για το βιβλίο ξεκινά από το σπίτι και το σχολείο. Στις μέρες μας που όλα πια γίνονται ψηφιακά, κάποιες φορές η λογοτεχνία μοιάζει με ψυχαναγκαστική ή βαρετή εργασία στο σχολείο. Θαρρώ πως ο κύριος λόγος που οι Έλληνες διαβάζουν λιγότερο, είναι γιατί δεν έχουν ανακαλύψει ή έχουν παρερμηνεύσει το μεγαλείο της λογοτεχνίας. Από την άλλη πάλι, όντας απόγονοι τόσο σπουδαίων λογοτεχνών, ίσως και να την θεωρούμε δεδομένη, ενώ άλλοι πασχίζουν και αφιερώνουν χρόνο να την μελετήσουν.
- Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Η ψηφιακή εποχή είναι μια παρεξηγημένη ευλογία (κατά το αγγλικό mixed blessing). Παρέχει τη δυνατότητα ανάγνωσης ή και αφήγησης των βιβλίων κι από την άλλη η μετάδοση τόσων πολλών εικόνων και ειδήσεων ίσως να στέκεται εμπόδιο στην ανάγνωση βιβλίων. Προσωπικά ανήκω σε εκείνη την κατηγορία αναγνωστών που εξακολουθεί να μυρίζει τις σελίδες ενός χαρτόδετου βιβλίου, να αγγίζει τις σελίδες και να αφουγκράζεται τις λεπτομέρειες πίσω από μια σημείωση ή μια τσακισμένη σελίδα, προτού χαθεί στη μαγεία της ιστορίας του.
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Όταν διάβασα την ερώτηση, δύο σκέψεις ξεδιπλώθηκαν: «τι, πάλι καραντίνα;» και η αμέσως επόμενη «θα φτάσουν πέντε βιβλία;»
Αυτή τη στιγμή έχω αρκετά αδιάβαστα οπότε η επιλογή θα ήταν δύσκολη. Παρόλα αυτά θα διαλέξω να πάρω μαζί μου, βιβλία που έχω διαβάσει και θα ήθελα να ξαναχαθώ μέσα στις σελίδες τους: τις «Θαρραλέες Ψυχές» του Robert Schwartz, το «Περηφάνια και Προκατάληψη» της Τζέιν Όστιν, το «Εκμαγείο» της Φραντζέσκα Μάνγγελ και το «Οδοιπορικό της Επιστροφής» της Lee Carol.
- Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Πιστεύω στις επιλογές της ψυχής πριν την ενσάρκωσή της και στο θεϊκό σχέδιο του καθενός. Ο προορισμός όλων μας είναι η θέωση, το να ανακαλύψουμε το θείο μέσα μας, κι αυτό γίνεται μέσα από τις εμπειρίες που έχουμε διαλέξει να ζήσουμε. Αντί για τον όρο τύχη, θεωρώ ότι υπάρχει θεϊκή συγχρονικότητα.
- Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Χρειαζόμαστε και τα δυο. Ο ρομαντισμός ομορφαίνει τη ζωή μας και διώχνει την πίκρα του κυνισμού. Την χρωματίζει χαρούμενα και μας δίνει ελπίδα. Ο ρεαλισμός έρχεται να κάνει πράξει τα όνειρα και τις επιθυμίες μας γειώνοντάς τα στη σταθερή ενέργεια της Γης. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η αγάπη, που έχει διάκριση, που μπορεί να ονειρεύεται αλλά και να βλέπει ξεκάθαρα την αληθινή εικόνα των πραγμάτων.
Αγαπητέ Κωνσταντίνε θα ήθελα να σε ευχαριστήσω προσωπικά για την όμορφη κουβέντα μας και τη δυνατότητα να μιλήσω για το καινούργιο μου βιβλίο.