/Αστυνομική λογοτεχνία και βία

Αστυνομική λογοτεχνία και βία

Γράφει ο ΓιώργιοςΝεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας

Αρκετά συχνά ακούμε, από διάφορες πλευρές, την κατηγορία ότι μέρος του σύγχρονου κινηματογράφου και λογοτεχνίας, ιδίως της αστυνομικής, έχει υπερβολικά πολλή βία και αυτό λειτουργεί αρνητικά στη σύγχρονη συλλογική ψυχοσύνθεση. Είναι όμως έτσι; Το ζήτημα είναι σημαντικό και θα προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε στη συνέχεια.

Καταρχάς να σπεύσουμε να πούμε ότι όντως υπάρχει μια τάση στον εμπορικό κινηματογράφο αλλά και σε μέρος της αστυνομικής λογοτεχνίας να εστιάζει υπερβολικά στην άσκηση της βίας ή στην αιματοχυσία (gore). Θα θυμάστε ίσως ότι στον Οιδίποδα Τύραννο, βλέπουμε τον Οιδίποδα αλλόφρονα μετά την αυτοτύφλωσή του επί σκηνής (με τις πόρπες του φορέματος της Ιοκάστης), αλλά δε βλέπουμε την ίδια την αυτοκαταστροφική ενέργεια. Ο μεγάλος Αμερικανός σκηνοθέτης ταινιών τρόμου John Carpenter είχε πει πριν μερικά χρόνια ότι, αν και του αρέσει η ταινία να έχει τα στοιχεία αυτά (αίμα και βία), σίγουρα δεν είναι τα σημαντικότερα, δεν είναι τα καθοριστικά: αντίθετα, είναι η υπόθεση, η πλοκή μιας ταινίας τρόμου ή θρίλερ που την καθιστά καλή. Πράγματι, αν δούμε την πρώτη ταινία της «Νύχτας με τις μάσκες» (1978), που και δημιούργησε το franchise που κρατάει μέχρι και σήμερα με αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία, δεν είχε σχεδόν καθόλου προβολή της αιματοχυσίας. Τα εγκλήματα του Μάικλ Μάιερς ήταν μεν εξαιρετικά βίαια και σοκαριστικά, αλλά ο θεατής δεν έβλεπε όλες τις λεπτομέρειες σε γκρο πλαν. Αντίστοιχα ισχύουν για το εξαιρετικό θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Ψυχώ» (1960). Πράγματι, στην περίφημη σκηνή της δολοφονίας στο μπάνιο, η λήψη είναι τέτοια που ο θεατής αντιλαμβάνεται τη διεξαγωγή ενός φοβερού εγκλήματος μεν με πολλαπλές μαχαιριές, βλέπει το αίμα στη μπανιέρα, εντούτοις δεν έχει καθόλου καθαρή θέαση ή «επίδειξη» της δολοφονικής πράξης. Αυτό ισχύει για όλη την ταινία. Αν συγκρίνουμε αυτές τις ταινίες με την πρόσφατη τριλογία remake της «Νύχτας με τις μάσκες» (Halloween, Halloween kills, Halloween ends) από την Blumhouse, το συμπέρασμα είναι σαφές: η τελευταία επικεντρώνεται αναμφισβήτητα στην αιματοχυσία και στην καθαρότατη, λεπτομερή απεικόνιση των φόνων ή των δολοφονικών χτυπημάτων. Μια παρόμοια τάση έχει σημειωθεί και στην αστυνομική λογοτεχνία.

Σε ορισμένους σύγχρονους λογοτέχνες του είδους αρέσει να υπερπροβάλουν αυτά τα στοιχεία, θεωρώντας ίσως ότι έτσι θα προσδώσουν και ένα εμπορικότερο στοιχείο στο έργο τους.

Εντούτοις, υπάρχει μία κριτική που ισχυρίζεται ότι δεν είναι καλό ένα έργο τέχνης γενικά να μιλάει για ζητήματα τέτοια «βαριά» και «σκοτεινά». Να μην πολυμιλάει για τη βία ή να μην έχει φρίκη και τρόμο. Αντίθετα, να εστιάζεται στα «θετικά» και «ευχάριστα». Αυτή την κριτική θα μπορούσαμε να την πούμε «κριτική της τοξικής θετικότητας»: όπως λέει και το σχετικό (χιουμοριστικό) ρητό, «η ροκ μουσική και τα βιντεοπαιχνίδια μας απευαισθητοποίησαν μπροστά στη βία». Η συγκεκριμένη κριτική αγνοεί -ή καλύτερα (και αυτό είναι το χειρότερο) θέλει να αγνοεί- τη βία που ζουν πάρα πολλοί άνθρωποι, δίπλα μας, καθημερινά: τη βία της ακούσιας ανέχειας, τη βία της γονεϊκής εξουσίας, τη βία του σχολικού εκφοβισμού, τη βία της κοινωνικής περιθωριοποίησης, τη βία ποικιλόμορφων αρνητικών διακρίσεων, τη βία του κοινωνικού συστήματος, που επιτάσσει ο άνθρωπος να αποξενωθεί από την κοινωνία και τον εαυτό του, γινόμενος (όπως θα’ λεγε ο συγγραφέας Κωστής Μοσκώφ) «εικόνα του μοναχικού εμπορεύματος» και πολλά άλλα. 

Πράγματι, η αστυνομική λογοτεχνία (η λογοτεχνία μυστηρίου, η λογοτεχνία τρόμου) έχει το χαρακτηριστικό να πλάθει τρομακτικούς μύθους όπου οι χαρακτήρες τους βιώνουν –οι ίδιοι είτε γνωστά τους πρόσωπα- πολλές από αυτές τις μορφές βίας, συν βεβαίως τη βία της αφαίρεσης μιας ανθρώπινης ζωής (δολοφονία), που συχνά έρχεται ως επακόλουθο.

Από αυτή την άποψη, η λογοτεχνία αυτή, όταν αξίζει την ονομασία της, έχει οξύτερη επίγνωση του κακού.

Θέλει να το προβάλει, να το «τρίψει στη μούρη μας» αν θέλετε, με σκοπό όχι να… απευαισθητοποιήσει, αλλά αντίθετα να τονίσει την ύπαρξή του, να θίξει προβλήματα που παραθεωρούμε και βέβαια, τελικά, να ευαισθητοποιήσει. Σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μπορεί να παρακολουθούμε τη φυσική βία που ασκείται σε ένα παιδί που δεν μπορεί να αποστηθίσει καλά το μάθημά του και, λόγω του «ψυχολογικού νόμου της ομοίωσης προς το αντικείμενο του μίσους», την παραμορφωμένη εσωτερίκευση αυτής της συμπεριφοράς. Σε ένα άλλο, παρατηρούμε τις κλίκες των «νταήδων» σε εκπαιδευτικούς χώρους και την οικτρή μοίρα των «άλλων», των αδύναμων ή των «περίεργων» (ας θυμηθούμε εδώ κατ’ αντιπαραβολή και την περίπτωση Γιακουμάκη ή Άλεξ). Σε τρίτο, θα δούμε την έκπτωση των διαφυλικών ερωτικών σχέσεων σε σχέσεις εφήμερες και ατομοκεντρικές, σχεδόν εμπορευματικές, και τον σύμφυτο κυνισμό των ανθρώπων που τις διεξάγουν ή «υφίστανται». Σε τέταρτο, θα παρατηρήσουμε την εξέλιξη ενός ατόμου άβουλου, με επί χρόνια καταπιεζόμενη θέληση από μια αυταρχική μάνα να μετατρέπεται σε ένα στυγνό βασανιστή ή βίαιο εγκληματία. Σε άλλο, θα δούμε τη συντριπτική πίεση της κοινωνικής νόρμας στην ανθρώπινη προσωπικότητα ή, όπως θα’ λεγε ο Κρίστοφερ Λας, το ψυχικό κενό στην εκκοσμικευμένη κοινωνία μας.

Όλα αυτά τα «βίαια» και «σκοτεινά» στοιχεία είναι λοιπόν κάτι παραπάνω από βέβαιο πως πρέπει να ειπωθούν, πρέπει με κάποιο τρόπο να αρθρωθούν. Τίθεται όμως το ερώτημα, εάν οι συγγραφείς (ή οι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες) μένουν εκεί ή προχωρούν σε μια λύση. Πράγματι, αυτό είναι ένα σημείο καίριο: αν η λογοτεχνία ή ο κινηματογράφος μείνει απλώς στην ουδέτερη ή παραιτημένη καταγραφή κάποιων καταστάσεων, χωρίς την εσωτερική ορμή της άρσης τους, τότε αφήνει το θεατή ή τον αναγνώστη προβληματισμένο μεν, αλλά αλύτρωτο. Εάν ωστόσο μπορέσει να δείξει (χωρίς ξηρό διδακτισμό, αλλά με τρόπο πηγαίο και γνήσιο) στον αναγνώστη μια δύναμη αντίρροπη, ένα αυθεντικό μονοπάτι αντίστασης, τότε μπορούμε να πούμε ότι η λογοτεχνία δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία που προσφέρει κάποιες συγκινήσεις, αλλά ψυχαγωγεί αυθεντικά.