Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Παρότι μαθητής του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης διαφοροποίησε σημαντικά από το Πλατωνικό κοσμολογικό μοντέλο που είχε υιοθετηθεί σχεδόν στο σύνολο του από την χριστιανική διδασκαλία.
Η εισαγωγή της αριστοτελικής φιλοσοφίας στην εκπαιδευτική διαδικασία της μεσαιωνικής περιόδου παρότι αποδείχτηκε ιδιαίτερα ελκυστική για τους δυτικούς λόγιους έθιξε τον σκληρό πυρήνα της πλατωνικής φιλοσοφίας και του χριστιανικού δόγματος.
Καταρχήν σε πλήρη αντίθεση με το χριστιανικό δόγμα της Γένεσης και την πλήρη εξάρτηση του κόσμου από τον Θεό και απορρίπτοντας την προσωκρατική εξελικτική φιλοσοφία ο Αριστοτέλης υποστήριζε την αιωνιότητα του σύμπαντος.
Ταυτόχρονα η αιτιοκρατική ανάλυση του Αριστοτέλη θεωρούσε πως το σύμπαν είχε αμετάβλητα χαρακτηριστικά που απέκλειαν κάθε πιθανή θεία παρέμβαση και επομένως την έννοια του θαύματος, ενώ η αστρολογική θεώρηση αποδομούσε την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της χριστιανικής κατήχησης.
Ενώ οι αριστοτελικές απόψεις περί πλήρους ταύτισης ψυχής και ύλης και η αδυναμία της ψυχής να υπάρξει εκτός του σύμπαντος αμφισβητούσαν ευθέως το σκέλος της χριστιανικής πίστης που αφορούσε την μετά θάνατον ζωή.
Παρόλα αυτά τα βασικότερα σημεία σύγκρουσης του Αριστοτελισμού με την Χριστιανική θεολογία είναι η αιωνιότητα του κόσμου, ο μονοψυχισμός, η άρνηση της προσωπικής αθανασίας, η αιτιοκρατία, η άρνηση της Θείας Πρόνοιας, η άρνηση της ελεύθερης βούλησης. Επίσης και ζητήματα για την φύση του Θεού και την δυνατότητα της ανθρώπινης νόησης να Τον γνωρίσει, η αναγκαιότητα και το τυχαίο και ο περιορισμός της ανθρώπινης ελευθερίας αν θεωρηθεί ότι η θέληση του είναι ενεργούμενο άλλου,
Στο επίπεδο της ανάλυσης των αριστοτελικών κειμένων προέκυψαν τρεις τάσεις οι οποίες διαμορφώθηκαν από τρεις εμβληματικές προσωπικότητες. Η συντηρητική με κυρίαρχη μορφή τον Ιταλό Φραγκίσκο Bonaventura, η δεύτερη που επεδίωκε τον συμβιβασμό μεταξύ του Αριστοτελισμού, του πλατωνισμού και της χριστιανικής θεολογίας με εμβληματική μορφή τον Θωμά τον Ακινάτη και η τρίτη η επαναστατική που διαμορφώθηκε στην σχολή των τεχνών του πανεπιστημίου του Παρισιού από τον Siger.
Ο συντηρητικός μυστικιστής Bonaventura δίδασκε φιλοσοφία στο Παρίσι ενώ αργότερα εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία για να ηγηθεί του τάγματος των Φραγκισκανών.
Επιχείρησε να συνθέσει τον λόγο και την πίστη θεωρώντας όμως την αξία της πίστης σαφώς υπέρτερη από αυτήν του λόγου, γι’ αυτό και χαρακτήριζε επικίνδυνη την διάδοση της νεοεισαγόμενης φιλοσοφίας και θεωρούσε απαραίτητο τον αυστηρό έλεγχο της.
Παρότι χρησιμοποιούσε συχνά αριστοτελικούς όρους υπερτόνιζε τις έννοιες της Θείας φώτισης πιστεύοντας πως ο ανθρώπινος λόγος δεν μπορεί να γνωρίσει την αλήθεια χωρίς δίχως την Θεία φώτιση, ενώ κυρίαρχα σημεία του ήταν η δημιουργία από το μηδέν, ο παραδειγματισμός και η σχέση μίμησης των όντων προς τον Θεό έννοιες που σαφώς ταυτίζονται με την χριστιανική διδασκαλία της δημιουργίας.
Αντίθετα ο Θωμάς ο Ακινάτης επηρεασμένος και από τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής του, όπου τα επετικά μοναστικά τάγματα υπερίσχυαν σταδιακά των Βενεδικτίνων μοναχών, νέες κοινωνικές τάξεις αναδεικνυόταν σε βάρος της φεουδαρχίας που διαρκώς υποχωρούσε ενώ παράλληλα η βασιλική εξουσία με τις συγκεντρωτικές δομές της ήταν που αμφισβητούσαν την παπική εξουσία. Πίστευε πως ήταν απαραίτητο να αποφευχθεί η πλήρης ρήξη μεταξύ χριστιανικής θεολογίας και αρχαίας φιλοσοφίας.
Ο Θωμάς στην κυρίαρχη εκείνη την εποχή ιδέα της αρμονίας μεταξύ ορθού λόγου και πίστης.
Παράλληλα θεωρούσε πως δεν ήταν απαραίτητα ορθό ότι ήταν γνωστό. Πίστευε στην γνώση που δεν προερχόταν από την Θεία φώτιση αλλά και ότι η φιλοσοφία και ο λόγος βοηθούσαν τους ανθρώπους να γνωρίσουν το Θείο. Απέρριψε την πλατωνική θεώρηση της διττής ή πολλαπλής πραγματικότητας και προωθούσε την άποψη περί μίας αντικειμενικής αλήθειας. Γίνεται λοιπόν σαφές πως ο Θωμάς ο Ακινάτης προσέγγισε την αριστοτελική μεταφυσική μέσω των φυσικών επιστημών και δημιούργησε το δικό του δόγμα που συμπυκνώθηκε στην διάκριση ουσίας και ύπαρξης.
Tέλος η επαναστατική τάση στους κόλπους των αριστοτελικών διαμορφώθηκε στην σχολή των τεχνών του πανεπιστήμιου του Παρισιού από τον καθηγητή της σχολής Siger.
Σκοπός των επαναστατικών αριστοτελικών ήταν η μελέτη της φιλοσοφίας πέρα από στενά όρια που έθετε η θεολογία και το χριστιανικό δόγμα.
Ο Siger που προωθούσε τον πλήρη διαχωρισμό θεολογίας φιλοσοφίας απέρριψε το χριστιανικό δόγμα με βάση την φυσική φιλοσοφία.
Αναμφίβολα η σύγκρουση της χριστιανικής θεολογίας με την αριστοτελική φιλοσοφία αποτέλεσε κομβικό σημείο στην ιστορία των φυσικών επιστημών.
Είναι προφανές πως οι καταδίκες κατέστησαν την φιλοσοφία υποτελή στην θεολογία. Μολαταύτα η καταδίκη έθεσε σταδιακά νέα ερωτήματα στα οποία προσπάθησαν να απαντήσουν οι λόγιοι. Οι μελέτες που ακολούθησαν δεν ήταν απαλλαγμένες από το χριστιανικό δόγμα της παντοδυναμίας του Θεού και της θεϊκής παρέμβασης αφέθηκαν όμως ελεύθερες από τον ριζοσπαστικό αριστοτελισμό.
Σύμφωνα με τον Lindberg οι καταδίκες αντιπροσωπεύουν μία διακήρυξη υποταγής της φιλοσοφίας στην θεολογία και το χριστιανικό δόγμα καθώς η σημασία της φυσικής φιλοσοφίας έναντι της θεολογίας υποβαθμίστηκε με τρόπο εμφατικό.
Βέβαια δεν είναι λίγοι οι μελετητές που θεωρούν τις καταδίκες του 1277 ως αφετηρία της πανεπιστημιακής έρευνας των νεότερων χρόνων, καθώς παρότι η καταδίκη των 219 προτάσεων είχε τοπικό χαρακτήρα και αναιρέθηκε τελικά το 1325 επηρέασε καταλυτικά την φιλοσοφική σκέψη αφού ενθάρρυνε τους λογίους της εποχής να εξετάσουν νέες θέσεις και δυνατότητες πέρα από τα όρια της αριστοτελικής φιλοσοφίας τόσο στο φυσικό όσο και στο κοσμολογικό πεδίο. Όμως σαφώς στα όρια που έθετε το χριστιανικό δόγμα και η χριστιανική θεολογία.
Μόνο μετά το 1277 τέθηκαν στον επιστημονικό διάλογο της εποχής με τρόπο ουσιαστικό καίρια ζητήματα. Για παράδειγμα η αδυναμία ύπαρξης κενού και η αδυναμία ύπαρξης ευθύγραμμης κίνησης των ουρανίων σωμάτων ήταν δύο από τις προτάσεις που είχαν καταδικαστεί. Δόθηκε με αυτόν τον τρόπο η δυνατότητα σε πολλούς φιλοσόφους να διατυπώσουν την θεωρία περί ύπαρξης άλλων κόσμων.
Παράλληλα τόσο η φύση όσο και οι ιδιότητες των ουρανίων σωμάτων που αποτελούσαν την βάση της μελέτης της κοσμολογίας τέθηκαν ξανά στο επίκεντρο του φιλοσοφικού διαλόγου που έφτασε στο σημείο της πιθανότητας που αργότερα επιβεβαιώθηκε η γη να περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της. Αθροιστικά μάλιστα με τον νομιναλισμό και το περιβόητο ξυράφι του Οκκαμ αλλά και την αποφασιστική σημασία του Μπουριντάν και του Ορέμ καθόρισαν την θεαματική επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο που ακολούθησαν.