Γράφει η Ελένη Παπουτσή, Εκπαιδευτικός – Πολιτισμολόγος Ευρωπαϊκού Πολιτισμού
Ιστορικά, η έννοια των αρχαιοελληνικών διαλέκτων καλύπτει μακρά χρονική περίοδο, αρχής γενόμενης από την εμφάνιση των Ελλήνων στον σημερινό ελλαδικό χώρο έως τον 6ο αι. μ.Χ. Οι φάσεις της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, από την πρωτοελληνική (2000–1600 π.Χ.), ακολούθως στη μυκηναϊκή ελληνική (15ος–11ος αι. π.Χ.) και, τέλος, στην κλασική ελληνική (από τα ομηρικά κείμενα έως την ανάδειξη της αττικής διαλέκτου σε επίσημη γλώσσα των Ελλήνων), αποτελούν στην ουσία την ιστορία της εξέλιξης των διαλέκτων σε ένα γεωγραφικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Με την καθιέρωση όμως της ελληνιστικής (αλεξανδρινής) κοινής (περ. 300 π.Χ. – 300 μ.Χ), όπως είναι αναμενόμενο, η λειτουργία των διαλέκτων δεν σταματά, παρότι η ελληνική καθίσταται κοινή διάλεκτος επικοινωνίας για όλη τη Μεσόγειο και είναι επίσης η γλώσσα της Καινής Διαθήκης και μέσο εξάπλωσης του χριστιανισμού, ενώ χρησιμοποιείται επιπλέον ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Από την πρωτοελληνική έως την ελληνιστική περίοδο, αλλά ακόμη και σήμερα στην κοινή νεοελληνική, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες διαλεκτικές και ιστορικές μορφές της ελληνικής,πολλές συγχρονίες διαδέχθηκαν η μία την άλλη – όλες όμως τήρησαν μια σχέση ετερωνυμίας έναντι του αυτού κωδικού συστήματος που ονομάζεται ελληνική γλώσσα.
Αυτή η σχέση ετερωνυμίας (Chambers και Trudgill 1998: 9), δηλαδή της αίσθησης ότι, παρά τις όποιες διαφορές μεταξύ διαλέκτων και ιδιωμάτων και παρά τις εκάστοτε αναπόφευκτες αλλαγές που υπέστη διαχρονικά, η ελληνική παραμένει μία γλώσσα, είναι ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ελληνικής. Βέβαια, αν λάμβανε κανείς υπόψη τα αυστηρά γλωσσικά κριτήρια της δομικής γλωσσολογίας, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι έχουμε διαφορετικά συστήματα, διαφορετικούς κώδικες και άρα διαφορετικές γλώσσες. Γι’ αυτό αρκετοί γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι αρχαία και νέα ελληνικά είναι δύο διαφορετικά συστήματα, δύο διαφορετικές γλώσσες.
Λόγω του ιδιαίτερου ρόλου που διαδραμάτισαν οι ομιλητές τους, μερικές αρχαίες διάλεκτοι καλλιεργήθηκαν περισσότερο και γνώρισαν μεγαλύτερη ανάπτυξη. Έτσι, η αττική διάλεκτος απέκτησε το κύρος της Α΄ και της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας (Καράλη 2001: 285). Η αττική και η ιωνική κατείχαν σημαντική θέση μεταξύ των λοιπών διαλέκτων. Ανατολικές διάλεκτοι ήταν και η αιολική και η αρκαδοκυπριακή. Δυτικές διάλεκτοι ήταν και η δωρική, η ηπειρωτική, η φωκική, η λακωνική, η μεσσηνιακή, η δωδεκανησιακή, η κορινθιακή, η μεγαρική. Μερικές διάλεκτοι (η μακεδονική, η παμφυλιακή, η θεσσαλική και η βοιωτική) κατείχαν ενδιάμεση θέση, επειδή συνδύαζαν χαρακτηριστικά των ανατολικών και των δυτικών διαλέκτων. Όλες όμως οι διάλεκτοι ήταν ετερώνυμες προς την ελληνική, αλλά θεωρούνταν ελληνικές, αφού οι ομιλητές τους μπορούσαν να συνεννοούνται και είχαν την αίσθηση ότι ανήκαν στην ίδια φυλή.
Άλλο γνωστό χαρακτηριστικό των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων ήταν ότι αποτέλεσαν το μέσο ανάπτυξης λογοτεχνικού προϊόντος, τα είδη του οποίου κατανεμήθηκαν συμπληρωματικά. Έτσι, στην ιωνική καλλιεργήθηκαν η ελεγειακή ποίηση (Αρχίλογος, Τυρταίος, Σόλων, Θέογνις κ.ά.), το επίγραμμα (Σιμωνίδης κ.ά.) και η ιαμβοτροχαϊκή ποίηση (Αρχίλοχος, Ανακρέων κ.ά.)· στη δωρική γράφτηκε η χορική ποίηση (Πίνδαρος, Στησίχορος κ.ά.)· στη λεσβιακή κυρίως διάλεκτο καλλιεργήθηκε η μελική ποίηση (Αλκαίος, Σαπφώ): κατάσταση που δικαιολογεί τον όρο «λογοτεχνικές διάλεκτοι» (Καράλη 2001: 720–739· Gagarin 2010: 356 κ.ά.).
Στα ομηρικά έπη ισχύει το αντίθετο: αναμειγνύονται διάφορα είδη διαλεκτημάτων (διαλεκτικών χαρακτηριστικών) στο ίδιο κείμενο. Εικάζεται ότι αρχικά χρησιμοποιήθηκε η αιολική διάλεκτος, ενώ στη συνέχεια παρεμβλήθηκαν ιωνικοί τύποι και, τέλος, αττικές καινοτομίες (Μπαμπινιώτης 2002: 100).
Έτσι, ο ετερωνυμικός χαρακτήρας των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων προβάλλει όχι μόνο σε επικοινωνιακό γλωσσικό επίπεδο αλλά και σε λογοτεχνικό. Η διαμορφωθείσα γλωσσική ποικιλία εκδηλώνεται ως υφολογική διαστρωμάτωση της ίδιας λογοτεχνίας.
Οποιαδήποτε διάλεκτο ή ιδίωμα και αν μιλούσαν ή έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες, είχαν την αίσθηση ότι χρησιμοποιούσαν την ίδια γλώσσα, την ελληνική.
Την ίδια ετερωνυμική σχέση θέτουμε και οι Νεοέλληνες με την ενιαία ελληνική γλώσσα· έχουμε δηλαδή την ίδια αίσθηση, ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα με τους προγόνους μας, πλεονέκτημα που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε με κανέναν άλλο λαό του κόσμου. Τα οποιαδήποτε εμπόδια κατανοησιμότητας (που κατατάσσουν στο ίδιο σχεδόν επίπεδο αρχαία ελληνική, τσακωνική, κυπριακή, κατωιταλική κ.ά.) θεωρούνται δευτερεύοντα.
Η αίσθηση της ενιαίας γλώσσας που μας επιτρέπει να βλέπουμε σε ένα σύνολο όλες τις διαχρονικές και διατοπικές μορφές της ελληνικής δεν είναι ψευδαίσθηση, αλλά βασίζεται σε άπειρα αναλλοίωτα στοιχεία του συστήματος που εξασφαλίζουν τη συνοχή της (Μπαμπινιώτης 1994: κζ΄) και προσδίδουν περιεχόμενο στην έννοια της διασυστηματικότητας, δηλαδή στην ένταξη εντός μίας γλωσσικής οντότητας αποκλινόντων γλωσσικών τύπων που διατηρούν εντούτοις αρκετά βασικά κοινά στοιχεία: βασικές λέξεις (πατήρ/πατέρας, μήτηρ/μητέρα, λόγος, ιδέα, γαία/γη, πέτρα, καρδία, νους, έχω, ειμί/είμαι, καλός, αγαθός, ωραίος κ.λπ.) και γενικώς όλες οι λέξεις που «πολιτογραφούνται» μονίμως στη γλώσσα (Mirambel 1988), βασικοί γραμματικοί δείκτες (άρθρα, σύνδεσμοι, προθέσεις) και κατηγορίες (πτωτικό, κλιτικό, χρονικό σύστημα).
Όταν ξεφυλλίζουμε το βιβλίο ενός αρχαίου συγγραφέα, παρά τις όποιες δυσκολίες κατανόησης, που ενίοτε είναι ανυπέρβλητες, έχουμε την αίσθηση ότι αυτά τα κείμενα ανήκουν στη γλώσσα μας. Γι’ αυτό είπε ο Ελύτης: «Εγώ δεv ξέρω vα υπάρχει παρά μία γλώσσα, η εvιαία γλώσσα, η Ελληvική, όπως εξελίχθηκε από τηv Αρχαία».
Χάνουμε όμως το πλεονέκτημα της αποκλειστικότητας σε πολιτιστικό επίπεδο, μιας και την ετερωνυμική σχέση με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό δύνανται δικαίως να τη θέσουν όλοι οι Ευρωπαίοι και όσοι ταυτίζονται με τον Δυτικό Πολιτισμό· με τον ίδιο τρόπο που εξέφρασε αυτή την ιδέα ο Άγγλος ποιητής Percy Bysshe Shelley στις αρχές του 19ου αιώνα: «We are all Greeks. Our laws, our literature, our religion, our arts have their root in Greece». Ένα ρητό που υποδηλώνει τη δεσμευτική πολυσημία της νεώτερης ιστορίας των Ελλήνων.
*Ο Αριστοτέλης Σπύρου είναι διδάκτωρ Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του Προγράμματος Διαλεκτολογικής Έρευνας «Τα ελληνικά ιδιώματα της Αλβανίας», που στηρίζεται από το Ίδρυμα Ωνάση.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Chambers, J. K. και Trudgill, P., Dialectology, Β΄ έκδ., Cambridge: Cambridge University Press, 1998.
Gagarin, Michael (ed.). 2010. The Oxford Encyclopedia of Ancient Greece and Rome. Vol. IV. Oxford: Oxford University Press.
Καράλη, Μ., «Η ταξινόμηση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων», Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, ΙΝΣ [ΙΜΤ], 2001.
Καράλη Μ., «Η χρήση των διαλέκτων στη λογοτεχνία», Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, ΙΝΣ [ΙΜΤ], 2001.
Mirambel, A., Η νέα ελληνική γλώσσα: περιγραφή και ανάλυση, μτφρ. Σ. Κ. Καρατζά, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 1988 [Mirambel, A., La langue grecque moderne: description et analyse, Paris: Klincksieck, 1959].
Μπαμπινιώτης, Γ., Ελληνική γλώσσα: Παρελθόν, παρόν, μέλλον, Αθήνα: Gutenberg, 1994.
Μπαμπινιώτης, Γ., Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Ε΄ έκδ., Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2002.
Ιωνική
Πρόκειται για τη διάλεκτο του φύλου των Ιώνων, το οποίο κατά τη 2η π.Χ. χιλιετία φέρεται εγκατεστημένο σε εκτεταμένα τμήματα της νοτιότερης ηπειρωτικής Ελλάδας. Αργότερα απωθήθηκαν ή αφομοιώθηκαν από άλλα φύλα για να περιοριστούν τελικά στην Αττική και την Εύβοια. Εγκαταστάθηκαν επίσης στο μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων (εκτός των νησιών Ανάφης, Θήρας, Φολεγάνδρου, Μήλου και Κιμώλου), σε τμήμα της Δωδεκανήσου (Πάτμος, Λέρος), στη Σάμο, την Ικαρία και τη Χίο, και τέλος στις απέναντι μικρασιατικές ακτές (Ιωνία) ιδρύοντας αρκετές πόλεις, με σημαντικότερες τη Μίλητο και την Έφεσο. Οι ευβοϊκές πόλεις, και κυρίως η Χαλκίδα και η Κύμη, ανέπτυξαν έντονη αποικιστική δραστηριότητα ιδρύοντας αποικίες στη Χαλκιδική (το όνομα της χερσονήσου προέρχεται από το όνομα της μητρόπολης Χαλκίδας) και στη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία-Σικελία). Ιωνικές αποικίες ιδρύθηκαν επίσης στις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης (Θάσος, Άβδηρα, Μαρώνεια κλπ.), στις νότιες ακτές της Γαλατίας (σημερινής Γαλλίας) με σημαντικότερη τη Μασσαλία, και στις ανατολικές ακτές της Ιβηρικής χερσονήσου και στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, όπου κυριάρχησε με την αποικιστική της δραστηριότητα η Μίλητος. Παρακλάδι της ιωνικής είναι η αττική διάλεκτος, η οποία παρά τη σαφή ιωνική καταγωγή της εμφανίζει αρκετές ιδιαιτερότητες που της προσδίδουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στα πλαίσια της ιωνικής ομάδας. Η ιωνική των Κυκλάδων («κεντρική» ιωνική) πλησιάζει περισσότερο τη μικρασιατική («ανατολική») ιωνική, ενώ η ιωνική της Εύβοιας («δυτική» ιωνική) πλησιάζει περισσότερο την αττική.
Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της ιωνικής ομάδας είναι: Τροπή του παλαιού μακρού α σε η (= μακρό ε): φᾱ́μα > φήμη, νᾶσος > νῆσος, δᾶμος > δῆμος. Σίγηση του φθόγγου που συμβολιζόταν με το γράμμα F(δίγαμμα): Fέργον > ἔργον, Fοῖκος > οἶκος. Τροπή της συλλαβής τι σε σι: δίδωσι, εἴκοσι, διακόσιοι (αντίστοιχα δωρικά: δίδωτι, Fίκατι, διακάτιοι). Κλίση του πληθυντικού των προσωπικών αντωνυμιών ως εξής: ἡμέες ἡμέων ἡμέας (αττικά με συναίρεση ἡμεῖς ἡμῶν ἡμᾶς). Απαρέμφατα σε -ναι: εἶναι, τιθέναι, λελυκέναι. Τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά η ιωνική τα μοιράζεται με την αρκαδική. Ειδικότερα η αττική διάλεκτος εμφανίζει τροπή του διπλού σ σε ττ (θάλαττα, φυλάττω), τροπή του συμπλέγματος ρσ σε ρρ (θάρσος > θάρρος, ἄρσεν > ἄρρεν), συναίρεση των εα, εο, εω σε η,ου, ω αντίστοιχα (γένεα > γένη, φιλέομεν > φιλοῦμεν, γενέων > γενῶν) κλπ.
Αρκαδική (και κυπριακή) ή αρκαδοκυπριακή
Η διάλεκτος του φύλου των Αρκάδων. Η διάλεκτος αυτή, η οποία κατά τη μυκηναϊκή εποχή φαίνεται ότι μιλιόταν σε σημαντικά μεγαλύτερη έκταση, με τη λεγόμενη «κάθοδο των Δωριέων» περιορίστηκε στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Αρκαδόφωνοι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν κατά τον 11ο π.Χ. αι. στην Κύπρο, η διάλεκτος της οποίας, παρά τη γεωγραφική αποκοπή της από την Αρκαδία, εμφανίζει σαφή συγγένεια με τη διάλεκτο της τελευταίας. Η κυπριακή διάλεκτος υπήρξε η μόνη αρχαία ελληνική διάλεκτος των ιστορικών χρόνων, η οποία αποδόθηκε γραπτώς όχι όπως οι υπόλοιπες, με κάποια παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά με μια συλλαβογραφική γραφή, ατελή για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας, γνωστή ως κυπριακό συλλαβάριο. Η γραφή αυτή συγγενεύει με τη μυκηναϊκή γραμμική Β΄ γραφή και η χρήση της εγκαταλείφθηκε τον 4ο π.Χ. αι. μαζί με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στις επιγραφές. Η αρκαδοκυπριακή ομάδα εμφανίζει σημαντικά και παλαιά κοινά στοιχεία με την ιωνική ομάδα, και στενή συγγένεια με την ελληνική των μυκηναϊκών κειμένων, χωρίς να είναι σαφής η ακριβής σχέση μεταξύ τους. Στην αρκαδοκυπριακή ομάδα περιλαμβάνεται συνήθως και η παμφυλιακή, η διάλεκτος των ελληνικών αποικιών της Παμφυλίας στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας απέναντι από την Κύπρο. Η διάλεκτος αυτή εμφανίζει και δωρικές προσμείξεις. Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της αρκαδοκυπριακής είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α (βλ. πιο πάνω). Διατήρηση του φθόγγου που συμβολίζεται με το F(βλ. πιο πάνω). Οι παλαιοί φθόγγοι *r̥ και *m̥ τράπηκαν σε ορ/ρο και ο αντίστοιχα (αντί αρ/ρα και α): τέτορτος,δέκοτος (αττ. τέταρτος, δέκατος). Τροπή της συλλαβής τι σε σι (π.χ. φέροντι > φέρονσι). Τροπή του ληκτικού ο σε υ (προφ. u): ἄλλυ, γένοιτυ κλπ. Κατάληξη -ής αντί -εύς (ἰερής = ἱερεύς). Κλίση των «συνηρημένων ρημάτων» κατά τα εις -μι (π.χ. πόημι = ποιέω/ῶ). Καταλήξεις της μέσης φωνής -τοι και -ντοι (αντί -ται,-νται, π.χ. κεῖτοι = κεῖται, διαδικάσωντοι = διαδικάσωνται). Απαρέμφατα σε -ναι (βλ. πιο πάνω). Ο σύνδεσμος κάς = καί. Προθέσεις: πός = πρός, ἀπύ = ἀπό, ὀν = άνά κλπ.
Αιολική
Η διάλεκτος του φύλου των Αιολέων, η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους μιλιόταν στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές (την «Αιολίδα»). Εμφανίζει αρκετά κοινά στοιχεία με την αρκαδική, γι’ αυτό και παλαιότερα περιλαμβανόταν από τους επιστήμονες μαζί με την τελευταία σε μια ευρύτερη ομάδα, την οποία ονόμαζαν αχαϊκή. Σήμερα γίνεται γενικά δεκτό ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές ομάδες. Σημαντικά κοινά στοιχεία εμφανίζουν επίσης η βοιωτική και η θεσσαλική αιολική με τις δυτικές ελληνικές διαλέκτους (δηλ. τις δωρικές με την ευρύτερη έννοια). Μερικά από τα χαρακτηριστικά της αιολικής ομάδας είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α (βλ. πιο πάνω). Οι παλαιοί φθόγγοι *r και *m̥ τράπηκαν σε ορ/ρο και ο αντίστοιχα (αντί αρ/ρα και α): στρότος, βρόχυς,δέκο, ἑκοτόν. Οι παλαιοί χειλοϋπερωικοί φθόγγοι εξελίχθηκαν πριν από πρόσθια φωνήεντα σε χειλικούς (και όχι σε οδοντικούς όπως στην ιωνική και τη δυτική ελληνική): πέτταρες/πέσυρες (αττικά τέτταρες, δωρικά τέτορες = τέσσερις), Βελφοί = Δελφοί, Πετθαλοί/Φετταλοί = Θεσσαλοί, φήρ = θήρ, πέμπε = πέντε. Δοτική πληθυντικού της γ΄ κλίσης σε -εσσι: παίδεσσι = παισί (ὁ παῖς). Κλίση, μόνο στη λεσβιακή και στη θεσσαλική, των «συνηρημένων ρημάτων» κατά τα εις -μι: κάλημι, ἀξίωμι (καλέω/ῶ, ἀξιόω/ῶ). Μετοχή ενεργητικού παρακειμένου σε –ων (γενική -οντος) αντί σε -ώς/ -ότος: ἐπεστᾱ́κοντα = αττ. ἐφεστηκότα. Απαρέμφατα σε -μεν(αι) αντί -ναι (ἦμεν/εἶμεν/ἔμμεν(αι) = εἶναι, τιθέμεν = τιθέναι). Το αριθμητικό ἴα = μία. Προθέσεις: ἀπύ = ἀπό, πεδά = μετά, ὀν = ἀνά κλπ.
Δυτική ελληνική ή δωρική (με την ευρύτερη έννοια)
Η διάλεκτος των Δωριέων, του αρχαίου ελληνικού φύλου, στην κάθοδο του οποίου προς νότο (η «κάθοδος των Δωριέων») αποδίδεται παραδοσιακά η κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού κατά το 12ο π.Χ. αι. Δωριείς εγκαταστάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (πλην της Αρκαδίας) και στην περιοχή των Μεγάρων απωθώντας, υποτάσσοντας ή αφομοιώνοντας παλαιότερους ελληνόφωνους πληθυσμούς. Δυτικού τύπου διάλεκτοι μιλιόνταν και σε ολόκληρη την ηπειρωτική βορειοδυτική Ελλάδα (Ήπειρος και σημερινή Στερεά Ελλάδα: Φωκίδα/Δελφοί, Λοκρίδα, Φθιώτιδα, Αιτωλία, Ακαρνανία). Οι τελευταίες περιλαμβάνονται από τους γλωσσολόγους σε μια ιδιαίτερη υποομάδα, την οποία ονομάζουν βορειοδυτική, η οποία εμφανίζει χαρακτηριστικούς αλλά όχι παλαιούς νεωτερισμούς και επομένως θεωρείται ως το αποτέλεσμα νεότερων εξελίξεων. Σε αυτήν περιλαμβάνονται συνήθως και οι διάλεκτοι της Ηλείας και της Αχαΐας. Δωριείς εγκαταστάθηκαν και στην Αίγινα, σε νησιά των Κυκλάδων (Μήλος, Θήρα κλπ.), στα περισσότερα νησιά των Δωδεκανήσων (Ρόδος, Κως, Κάρπαθος κ.ά.) και στην Κρήτη. Επίσης ίδρυσαν αποικίες στην απέναντι από τα Δωδεκάνησα μικρασιατική ακτή (Αλικαρνασσός, Κνίδος κλπ.), στη βόρειο Αφρική (Κυρήνη κλπ.) και τη Μεγάλη Ελλάδα. Ορισμένες δωρικές πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας, όπως η Κόρινθος, τα Μέγαρα και η Ρόδος, ανέπτυξαν έντονη αποικιστική δραστηριότητα ιδρύοντας πολλές αποικίες κυρίως στις ακτές του Ιονίου και τη Σικελία (Κέρκυρα, Συρακούσες, Γέλα, Σελινούς, Ακράγας κλπ.), ενώ δωρικές αποικίες υπήρξαν η Ποτίδαια στη Χαλκιδική (της Κορίνθου) και το Βυζάντιο, δηλ. η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη (των Μεγάρων). Τέλος, διάλεκτο δυτικού τύπου πιθανότατα μιλούσαν και οι Μακεδόνες, αν και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν ακόμη τη σαφή κατάταξη της μακεδονικής.
Μερικά βασικά χαρακτηριστικά της δυτικής ελληνικής, της συντηρητικότερης από τις ομάδες των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων, είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α: φᾱ́μᾱ= φήμη, νᾶσος = νῆσος, ἀρχᾱ́ = ἀρχή. Διατήρηση της συλλαβής τι: πρᾱ́σσοντι = πράττουσι, δίδωτι = δίδωσι, διακάτιοι = διακόσιοι. Πληθυντικός του οριστικού άρθρου τοί, ταί (= οἱ, αἱ). Κατάληξη -μες του α΄ προσώπου πληθυντικού των ρημάτων: ἔχομες = ἔχομεν. Αόριστος σε -ξα των ρημάτων σε -ζω: ἐψᾱ́φιξα = ἐψήφισα, ἐκόμιξα = ἐκόμισα. Απαρέμφατα σε -μεν: ἦμεν/εἶμεν = εἶναι, διδόμεν = διδόναι, στᾶμεν = στῆναι, γραφῆμεν = γραφῆναι. Μέλλοντας σε -σέω: δωσέω = δώσω. Διάφορα: πρᾶτος = πρῶτος, τέτορες = τέτταρες, οι αντωνυμίες τύ = σύ και τῆνος = ἐκεῖνος, το δυνητικό μόριο κα = ἄν, η πρόθεση ποτί = πρός κλπ.
http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/history/thema_07/
Ανατολική ομάδα: ιωνική – αττική = Το μακρό – α τρέπεται σε – η, το κ αντί το π μπροστά από α , ο. Έχουμε αλλαγή του χρόνου του φωνήεντος (μακρόχρονο δίπλα σε βραχύ, λαός – ληός – λεώς) στη γενική ενικού ώ – έω στα πρωτόκλητα σε – ής, – ε αντί – ει στα συγκριτικά. ( ιστορίη – ιρός – ώρη – κάτημαι – οκοίος – έθνεα – χώρη – ξείνος)
Κεντρική: αρκαδοκυπριακή – αιολική = τ, δ, θ σε π, β, φ εμπρός από ε – η. τόνος από λήγουσα σε παραλήγουσα, ο αντί α, υ και ου αντί ω. Οι προθέσεις χάνουν το τελικό φωνήεν κατά – βαλλε, κατβαλλε.(πέτταρες – φηρ – κε – πεδα – φίλημι – φετταλός – μάτηρ – δαμος)
Δυτική: δωρική = διατηρείται το μακρό – α οι ρηματικές καταλήξεις – τι, – ντι. Καταλήξεις – μες αντί μεν, σω – ξα, (δίδωτι – λέγοντι – φαμα – ματηρ – πέρυτι – θιός – πλούτιος).
Οι αρχαίες διάλεκτοι είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε τρεις ενιαίες ομάδες που προσδιορίζονται με γεωγραφικά κριτήρια ως εξής:
- Ανατολική ομάδα με χαρακτηριστικό κορμό την Ιωνική-Αττική διάλεκτο (Ιωνία, Εύβοια, Κυκλάδες, Αττική, Μεθώνη Πιερίας, Θάσο, Χαλκιδική)
- Κεντρική με χαρακτηριστικότερες διαλέκτους την Αρκαδοκυπριακή (Αρκαδία, Κύπρος) και την Αιολική (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβος και Αιολία).
- Δυτική με κορμό τη Δωρική (Ήπειρος, Μακεδονία (βλ. Κατάδεσμο της Πέλλας), Δυτική Στερεά, Πελοπόννησος, Μήλος