9 Απριλίου του 1553 απεβίωσε ο Φρανσουά Ραμπελαί, που και μόνο για τον Γαργαντούα του, έχει αφήσει ένα ανεξίτηλο σημάδι στην παγκόσμια λογοτενχία. Με αυτή την ευκαιρία παρουσιάζουμε ένα βιβλίο που αποκαλύπτει και αναδεικνύει μια ευρύτερη και πιο ουσιαστική ματιά πάνω στο έργο του.
ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΑΧΤΙΝ
Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του.
Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης
μτφρ.: Γιώργος Πινακούλας
εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 576
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Μιχαήλ Μπαχτίν (1895-1975) πραγματοποίησε μια νέα ανάγνωση στο έργο του μεγάλου Φρανσουά Ραμπελαί (1483-1553) επηρεάζοντας βαθιά τη δυτική σκέψη στους τομείς των πολιτισμικών σπουδών, της ανθρωπολογίας, της γλωσσολογίας, της αισθητικής και της λογοτεχνικής θεωρίας. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1965 και μεταφράστηκε αμέσως αγγλικά, γαλλικά κι ισπανικά. Ο Σοβιετικός μελετητής το επεξεργαζόταν επί τριάντα χρόνια μέσα στις αντίξοες συνθήκες του σταλινισμού, του πολέμου και του μετασταλινικού καθεστώτος. Οπως μας πληροφορεί εισαγωγικά ο μεταφραστής, η πρώτη του μορφή είχε ολοκληρωθεί το 1940, δεν έγινε όμως δυνατή η έκδοσή του. Στη συνέχεια υπεβλήθη ως διδακτορική διατριβή η οποία δεν έγινε δεκτή, για να εγκριθεί μόνο το 1952, και να μεσολαβήσουν δεκατρία ακόμα χρόνια έως την τελική έκδοσή του.
Παρά την πενηντάχρονη καθυστέρηση της ελληνικής μετάφρασης του «Ραμπελαί και του κόσμου του», οι θεωρίες του Μπαχτίν για το μυθιστόρημα είδαν αρκετά νωρίς το φως στα ελληνικά γράμματα με τον τόμο «Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής» (μετάφραση, Γιώργος Σπανός). Μαγευτήκαμε το 1980 από τις ιδέες της διαλογικότητας και της πολυφωνίας ως καταστατικών αρχών του μυθιστορηματικού είδους· από την προσέγγιση του μυθιστορήματος ως συμβολικής μήτρας που περικλείει όλους τους τόνους των φωνών της εποχής του· κι ακόμα από την αντίληψη του μυθιστορήματος ως αντιαυταρχικού είδους που παρεμποδίζει την πρωτοκαθεδρία του ενός δίνοντας την ευκαιρία στους πάντες να μιλήσουν· και ν’ ακουστούν. Την επίδραση του Μπαχτίν στην ελληνική σκέψη μαρτυρούν οι πολυάριθμες αυτοτελείς ή αποσπασματικές μεταφράσεις έργων του που ακολούθησαν και παρατίθενται στη βιβλιογραφία του παρόντος τόμου. Κι ακόμα την αποδεικνύει η σημαντικότατη παλαιά μελέτη «Καραγκιόζης και καρναβάλι» (1985) του Γιάννη Κιουρτσάκη, η οποία στηρίχθηκε στις ραμπελαισιανές θεωρίες του Μπαχτίν για τη σημασία της λαϊκής κουλτούρας και του μεσαιωνικού γέλιου.
Κεντρική θέση του Σοβιετικού θεωρητικού είναι πως στο γύρισμα από τον Μεσαίωνα προς την Αναγέννηση οι δύσκαμπτες αρχές της εποχής άρχισαν να υποχωρούν, και οι άνθρωποι απέκτησαν τη δυνατότητα διπλών τρόπων. Από τη μια έτσι ζούσαν μέσα σε μια αυστηρά μονολιθική ατμόσφαιρα σοβαρότητας, ευσέβειας και δογματισμού, από την άλλη όμως, μέσα στο σαφώς χρονικά προσδιορισμένο καρναβάλι, απέκτησαν την ελευθερία να αστεΐζονται, να βωμολοχούν, να κοροϊδεύουν και να βλασφημούν καταλύοντας προς στιγμήν την παραδεδομένη ιεραρχία. Ηταν η περίοδος που προετοίμαζε την απελευθέρωση της νεωτερικότητας από τους παλαιότερους κανόνες.
Με τη μελέτη του για τον Ραμπελαί, ο Μπαχτίν διερεύνησε τη σημασία του λαϊκού γέλιου στη μεσαιωνική κουλτούρα, ένα γέλιο, όπως υποστηρίζει, αληθινά αμφίθυμο και οικουμενικό, ένα γέλιο που αποδεχόταν την τραγικότητα και τη συμπλήρωνε, ένα γέλιο που δεν αρνιόταν τη σοβαρότητα αλλά την εξάγνιζε καθαρίζοντάς την απ’ την κατηγορηματικότητα και τον φανατισμό, απ’ την αφέλεια και τον διδακτισμό, από την μονομέρεια και τη δυσκαμψία. Ανασυγκροτώντας τη μακρινή άγνωστη κοσμοαντίληψη του ύστερου Μεσαίωνα, ο Μπαχτίν αποκατέστησε έτσι το ακατανόητο πρόσωπο του ιδιοφυούς Ραμπελαί υποστηρίζοντας πως οι απαντήσεις στο αινιγματικό έργο του πρέπει να αναζητούνται στις λαϊκές πηγές του. Και ταυτόχρονα, όπως τονίζει και η εισαγωγή, εμπλούτισε την ιστορία και τη θεωρία του κωμικού με την ανάδειξη της κοινωνικής σημασίας του γέλιου ενώ συνέβαλε και στη θεωρία του πολιτισμού, διαπιστώνοντας τη συμπληρωματικότητα που υπάρχει ανάμεσα στη λαϊκή-προφορική και τη λόγια-γραπτή λογοτεχνία.