Γράφει ο Δημοσθένης Δαββέτας Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης, ποιητής, εικαστικός, γεωπολιτιστικος αναλυτής
Η συνάντηση μου με τον Αντι Γουορχωλ, ήταν απρόσμενο δωρο. Είχα μόλις λίγους μήνες γνωριμίας με τον σπουδαίο Αλέξανδρο Ιολα. Η γνωριμία μας ήταν περιπετειώδης και θα σας την διηγηθώ όταν γράψω ειδικο άρθρο για τον μεγαλύτερο ως τώρα Έλληνα γκαλλεριστα . Θα επικεντρωθώ όμως σ’ενα απόγευμα στο καφε Φλορ στο Παρίσι. Ετος 1984. Ήταν Μάιος μήνας αν δεν με γελά η μνήμη μου. Κάθομαι σ’ενα τραπέζι του καφέ κι απέναντι μου κάθεται ο Αλέξανδρος Ιολας
Συζητάμε για τι αλλο ,παρα για την ζωή και την Τέχνη. Κάποια στιγμή μου κάνει κομπλιμέντο για την πρόσφατη συνέντευξη που δημοσίευσα με τον Γιόζεφ Μπόις πριν λίγο καιρό στην γαλλική εφημερίδα Liberation. Τον ευχαρίστησα και ξαφνικά μουρθε μια ιδέα. ” Θαθελα να κάνω μια επίσης μεγάλη συνέντευξη με τον Αντι Γουορχωλ “. “Οκ ” μου ειπε.” “Θα σου τον γνωρίσω αλλα κι εσυ θα μου γνωρίσεις τον Μπόις”. Συμφωνήσαμε. “Σε τρείς μέρες φεύγω για Νεα Υόρκη. Ελα μαζι μου. Είσαι καλεσμένος μου.” Δίστασα για λίγο απο την έκπληξη. Όμως συμφώνησα.
Κι έτσι έγινε. Έβγαλα την βιζα κι ο Αλέξανδρος τα αεροπορικά εισιτήρια. Ταξιδέψαμε 6 ώρες ευχάριστες στο αεροπλάνο συζητωντας για τέχνη και τον Γουορχωλ. Άλλωστε ο Ιολας τον είχε ανακαλύψει. Αρα είχε πολλά να πει για τον τεράστιο αυτόν καλλιτέχνη. Πήρα μια πρώτη εικόνα. Επρόκειτο για κάποιον δημιουργο που ήθελε να αλλάξει τα παραδοσιακά δεδομένα της Τέχνης διευρύνοντας τα μέσα απο μια καλλιτεχνική πολυεκφραστικοτητα.
Όταν φτάσαμε στην Νεα Υόρκη πήγαμε με ταξί στο ξενοδοχείο Waldorf Astoria.Ο Ιολας στην σουίτα κι εγω σ’ενα όμορφο δωμάτιο στον τρίτο οροφο. Ήταν μεσημέρι κι αφού αναπαυτήκαμε δύο ώρες το απόγευμα πήγαμε στο περίφημο factory το εργαστήριο του Γουορχωλ οπου εκεί δούλευε, έκανε τις φωτογραφήσεις του, υποδεχόταν κόσμο και τύπωνε και το διάσημο περιοδικό του Interwiew. Όταν μπήκαμε στο factory ο Ιολας αμέσως πήγε στα δεξιά όπου ήταν ακουμπισμένοι στον τοίχο κατι νέοι πίνακες του Γουορχωλ και τους παρατηρούσε. Εγω κοίταζα εντυπωσιασμένος γύρω μου. Και ξαφνικά είχα την αίσθηση οτι κάποιος μας παρακολουθούσε. Σήκωσα ενστικτωδώς το βλέμμα μου προς τον ημιόροφο και είδα τον γνωστό σ’ολους μας Αντι ,με τα όρθια χτενισμένα μαλλιά να μας κοιτάζει ατάραχος. Τα ‘χασα και πανικοβλήθηκα. Είχα ήδη ενα φοβερό άγχος που θα τον συναντούσα. Αυτός κούνησε συγκρατημένα το χέρι του λέγοντας μας “χαι”. Κι ανεβήκαμε στον ημιόροφο να τον δούμε. Ήταν τόσο γλυκός και φιλικός με τον Ιολα. Έβλεπες οτι τους συνέδεε κάτι πολύ βαθύ. Και μ’εμενα έδειχνε οικείος αν και το στυλ του ήταν απόμακρο. Μετα απο κάποιες μεταξύ τους κουβέντες κι αφού έγιναν οι συστάσεις, καθίσαμε, ο Γουορχωλ κι εγώ στο γραφείο του για την συνέντευξη.
Έβαλα σε λειτουργία το μαγνητόφωνο κι άρχισα την συνέντευξη πάντα λίγο μαγκωμενος απέναντι στο τέρας διαθεσιμότητας που ήταν. Αυτός μου απαντούσε άνετα αλλά όπως πάντα με το στυλ του, κοφτές συβυλικές φράσεις.
Μετά απο δέκα περίπου λεπτά ,ο βοηθός του ο Φρεντ Χιουτζ, τον φώναξε στο διπλανό δωμάτιο κάτι να του πει. Μόνος όπως ήμουνα προσπάθησα ν’ακουσω τι είχε γράψει ως τότε το μαγνητόφωνο. Κι έμεινα κόκκαλο . Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά σαν ηχηρό ταμπουρλο. Δεν υπήρχε τίποτα γραμμένο γιατί απλά απο το τρακ μου δεν είχα ελευθερώσει την ασφάλεια της συσκευής.
Όταν σε λίγο ηρθε ο Γουορχωλ με ρώτησε: “εισαι καλά, είσαι τόσο ασπρος”. Του εξήγησα ψελλίζοντας τι είχε συμβεί. Νόμιζα οτι θα εισπραξω δυσαρέσκεια . Κι όμως με χτύπησε φιλικά στην πλάτη και μουπε” δεν πειράζει. Μάλλον έλεγα βλακείες. Έλα να ξαναξεκινήσουμε με το δικό μου τώρα μαγνητόφωνο που το ξέρω καλα”. Κι έγινε η συζήτηση που δημοσιεύτηκε πιο μετά στην εφημερίδα Liberation ως πρωτοσέλιδο της κι είχε τεραστία απήχηση . Έτσι απλός ,ακομπλεξαριστος,φιλικός, καλός και βοηθητικός με τους νέους ,άνετος με όλους ,γνωστούς κι άγνωστους ,στα όρια ενος θα μπορούσε κάποιος να πει απαθους “κυνισμου” ήταν.
Γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου του 1928 στο Πιτσμπουργκ της Πενσυλβανια στις ΗΠΑ. Γυιος μεταναστών απο την παλιά Τσεχοσλοβακία . Ο πατέρας του ήταν παντοπωλης κι η μητέρα του ασχολείτο με οικιακά. Βοηθούσε συχνά τον πατέρα του στο μαγαζί που πουλούσε κονσέρβες κι άλλα είδη μαζικής κατανάλωσης. Απο αυτές τις βιωματικές εμπειρίες προήλθαν αργότερα τα γνωστά έργα του με τις συσσωρευμένες πολλαπλές εικόνες των κονσερβων Kampel που τον έκαναν διάσημο.
Στα 13 του πέθανε ο πατέρας του κι ο ίδιος έπαθε σοκ αφωνίας. Για ένα χρόνο δεν μιλούσε ενω έχασε την χρονιά του στο σχολείο. Την περίοδο 1945-49 σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Καρνεγκι. Μετά εγκαταστάθηκε στην Νεα-Υορκη και εργάστηκε αρχικά σαν σχεδιαστής παπουτσιών. Επίσης εργάστηκε σε περιοδικά μόδας κι ιδίως στο glamour, φτιάχνοντας την μακέτα έκδοσης.
Τότε έμαθε την τεχνική της seriegraphie ,την οποία και χρησιμοποίησε αργότερα στα έργα του όταν έκανε την πολλαπλή σειρά πορτρέτων , παπουτσιών, δολαρίων, κονσερβων κλπ.
Ήταν τον καιρό που τον γνώρισε ο Ιολας και τον βοήθησε να εργαστεί στο περιοδικό. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει την δεκαετια του ’60 επηρεασμένος απο θέματα διαφημίσεων, καθημερινά αντικείμενα,κομικς, δίνοντας το κλίμα της Ποπ Αρτ ως καθρέφτη-κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας. Θα μπορούσα να δω αυτήν την περίοδο ως την “μοντέρνα” περίοδο του Γουορχωλ. Κι αυτό γιατί τα Ποπ Αρτ έργα του ,διαπερνώνται απο μια πρωτοποριακή αντίληψη Ντυσαμπικης ready made “εικονογραφιας”. Κι εξηγούμαι.
Ο Ντυσαμπ πρώτος εισήγαγε τα έτοιμα βιομηχανικά ( ready made) προϊόντα στην Τέχνη ,με το να τα αποκόπτει απο τον αρχικό τους λειτουργικό σκοπό (πχ εναν δημόσιο ουρητηρα) και να τους δίνει ταυτότητα Τέχνης τοποθετώντας τα σ’ ενα μουσείο. Απο αντικείμενο ουρησης ετσι αυτο ,παυει ναχει τέτοια χρήση και μετατρέπεται σε έργο τέχνης λογω της νέας του ζωής στο Μουσείο. Πρόκειται για μία “νεκρή βιομηχανική φύση”. Αντίστοιχα “νεκρές βιομηχανικές φύσεις” αλλα σ’επιπεδο εικόνας αντικειμένου ready made,δημιουργεί κι ο Γουορχωλ. Παίρνει το δολλάριο,την κονσέρβα kampel, την coca cola, τα παπούτσια κλπ ,και τα μεταφέρει στους Ποπ Αρτ πίνακες του. Δεν επεμβαίνει σ’αυτα , απλώς τα μετατοποθετει. Αυτη η Ντουσαμπικη συμπεριφορά τον κατατάσσει στους μοντέρνους καλλιτέχνες.
Κι είναι κυρίως η περίοδος 1960-1980, όπου, εγκαταλείποντας στα πλαίσια του τότε του πνεύματος της avant-garde, πρωτοποριας την ζωγραφική, λειτούργησε κυρίως ως φωτογράφος, κινηματογραφιστής (με τον Πωλ Μορισευ), παραγωγός μουσικής (των βελβετ αντεργκραουντ και του Λου Ρηντ), συγγραφέας,
Απο το 1980 όμως και μετά, ως τον θάνατο του, έχουμε την δεύτερη περίοδο Γουορχωλ, την”συγχρονη”.Δηλαδη την περίοδο όπου, η ζωγραφική κι η παραστατικοτητα επιστρέφουν στην Τέχνη, (διάσημες τότε διεθνείς εκθέσεις όπως μεταξύ άλλων το Zeit Geist που συμμετείχε), ενώ η αγορά Τέχνης κι η επικοινωνία παίζουν ισότιμο ρόλο στην γέννηση του έργου Τέχνης. Αυτό πλέον απο έργο θεωρείται “προιον”. Ο Γουορχωλ υπήρξε πρωταγωνιστής αυτής της πορείας γι’αυτο και μπορεί να χαρακτηριστεί ταυτόχρονα “μοντερνος”και “συγχρονος”.
Την δεκαετία του 1980 ξαναασχοληθηκε με την ζωγραφική κι έκανε σπουδαίες συνεργασίες με τους νεαρούς τότε,μεταξύ άλλων εκπροσώπους της, Ζαν Μισελ Μπασκια, Κλεμεντε. Ο τελευταίος του πινακας ο “Μυστικος Δειπνος” ηταν παραγγελια του Αλεξανδρου Ιολα. Υπηρξε επίσης συστηματικός συλλέκτης έργων Τέχνης, κοσμημάτων, διακοσμητικης και λαικης Τέχνης.
Πέθανε τον Φεβρουάριο του 1987 στην Νεα-Υορκη, κατά την διάρκεια επέμβασης αφαίρεσης της χολής του. Το μουσείο Αντι Γουορχωλ εγκαινιάστηκε το 1994 στο Πιτσμπουργκ. Ήθελε απο παιδι να ενσαρκώσει το Αμερικανικό όνειρο. Να γίνει διάσημος και πλούσιος μεσα απο την σημαντική καλλιτεχνική του πορεία. Το πέτυχε.