Η ηθοποιός Άντα Κουγιά μιλά στον Κωνσταντίνο Μανίκα, με αφορμή τη συμμετοχή της στην παράταση «Πλάσματα του Θεού: υπόθεση Παπέν».
Πρωταγωνιστείτε στην παράσταση “Πλάσματα του Θεού: υπόθεση Παπέν” στο Θέατρο Altera Pars. Σχεδόν 100 χρόνια μετά, με ποια οπτική προσεγγίζεται αυτό το στυγερό έγκλημα;
Όταν αυτό το έγκλημα συνέβη, τον Φλεβάρη του 1933, προκάλεσε μεγάλο σοκ λόγω της αγριότητας (και μάλλον είναι πολύ μικρή αυτή η λέξη) του εγκλήματος. Οι αδερφές Παπέν όχι απλά σκότωσαν τις κυρίες τους, την κυρία Λανσελέν και την κόρη της Ζενεβιέβ, αλλά κατακρεούργησαν τα πτώματά τους. Η δίκη που ακολούθησε συγκέντρωσε πάλι τα φώτα της δημοσιότητας, αφού η γαλλική κοινωνία διχάστηκε ανάμεσα σε αυτούς που ζητούσαν την τιμωρία και σε αυτούς που ταντιμετώπιζαν με συμπάθεια τις αδερφές Παπέν.
Ψυχιατρική και εγκληματολογία προσπαθούν μέχρι σήμερα να δώσουν πειστικές ερμηνείες στο έγκλημά και να φωτίσουν τα κίνητρα. Ήταν έγκλημα ταξικής εκδίκησης; Ήταν ένα ξέσπασμα ψυχωσικού επεισοδίου; Υπήρχαν σεξουαλικές προεκτάσεις σε αυτό; Την εποχή που συνέβη το έγκλημα, η ζυγαριά έκλινε προς την ταξική εκδίκηση. Η ίδια η Κριστίν Παπέν εξάλλου είπε κατά τη διάρκεια της δίκης ότι έφτασαν σε ένα σημείο «να είναι ή τα αφεντικά ή εμείς».
Διάσημοι φιλόσοφοι, συγγραφείς, επιστήμονες και καλλιτέχνες, όπως ο Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μπουβουάρ, ο Λακάν κ.ά., ασχολήθηκαν με την υπόθεση, προσπαθώντας να γνωρίσουν τις αδερφές Παπέν, να τις κατανοήσουν, να τις δικαιολογήσουν. O Ζαν Ζενέ μάλιστα έγραψε το δημοφιλέστερο θεατρικό του έργο, τις “Δούλες”, εμπνευσμένος από την ιστορία των Παπέν.
Στη δική μας παράσταση, προσπαθούμε να θέσουμε ερωτήματα. Μελετώντας τη δικογραφία, τα ρεπορτάζ της εποχής, σχετικά ντοκιμαντέρ, εξερευνήσαμε την αληθινή ιστορία, αναζητήσαμε τα γεγονότα με σκοπό να ερμηνεύσουμε τα κίνητρα.
Τελικά, αναρωτηθήκαμε και ελπίζουμε να αναρωτιούνται και οι θεατές: Πώς διαμορφώνεται ένας άνθρωπος μέσα σ’ ένα σύστημα όπου η αδικία και η κακοποίηση είναι κανονικότητα; Όπου η διαφορετικότητα στιγματίζεται και περιθωριοποιείται, ενώ οι άνθρωποι διαχωρίζονται αυστηρά σε αυτούς που μπορούν τα πάντα και σ’ εκείνους που η σκέτη επιβίωση είναι η μοναδική τους προοπτική – κι αυτή ακόμα πολύ αβέβαιη; Πώς διαπλάθεται ένας άνθρωπος στερημένος από κάθε φροντίδα, από κάθε καλοσύνη, από κάθε ευκαιρία να βελτιώσει έστω κατ’ ελάχιστο τη ζωή του;
Δομικά, η παράσταση παρουσιάζει τις αντιθέσεις των δύο τάξεων: από τη μία πλήξη και απασχόληση με επουσιώδη πράγματα, από την άλλη μόχθος καθημερινός και κακοποιητική παιδική ηλικία. Μέσα από αυτή την αντίθεση, παρουσιάζουμε αυτό που πραγματικά μας απασχολεί: είναι η κοινωνία και οι συνθήκες που δημιουργούν τους δολοφόνους και τα “τέρατα”; Και εδώ ακριβώς έγκειται η επικαιρότητα του συγκεκριμένου εγκλήματος. Δυστυχώς, όπως βλέπω να εξελίσσεται αυτή η κοινωνία, θα παραμένει επίκαιρο ακόμη και 200 χρόνια μετά.
Δώστε μας κάποια παραπάνω στοιχεία για το ρόλο σας. Πώς κατορθώνετε να αποκτήσετε επαφή με τον ψυχισμό και τα κίνητρα της ηρωίδας;
Υποδύομαι την Ζενεβιέβ, την κόρη της κυρίας Λανσελέν. Η Ζενεβιέβ είναι τυπικό θύμα της τάξης της – όλες τους είναι θύματα κάποιων καταστάσεων. Κακομαθημένη, με προδιαγεγραμμένη πορεία: θα παντρευτεί και θα διαιωνίσει και η ίδια την αστική τάξη και τις συνήθειές της. Όμως, όπως κάθε έφηβη κάνει την επανάστασή της, το ίδιο κάνει και η Ζενεβιέβ – πάντα μέχρι εκεί που την “παίρνει”, γιατί η μητέρα, η κυρία Λανσελέν, είναι πολύ αυστηρή και με ένα της βλέμμα δεν αφήνει περιθώριο παρέκκλισης. Όσο κι αν έχει την ανάγκη να ξεφύγει από το πλαίσιο όμως, τελικά θα γίνει ένα πιστό αντίγραφο της μητέρας της και μάλιστα ακόμη πιο αυστηρό και λυσσαλέο.
Είναι δύσκολη η επαφή με αυτόν το ψυχισμό. Ακόμη παλεύω, εξάλλου δεν θεωρώ ότι αυτή η δουλειά τελειώνει με το ανέβασμα μιας παράστασης. Οι ανθρώπινοι ψυχισμοί δεν πρόκειται ποτέ να εξερευνηθούν στην ολότητά τους. Εδώ δεν ξέρουμε τον εαυτό μας καλά καλά!
Το κοινό σημείο επαφής έχει να κάνει περισσότερο με την έφηβη που δεν έχει ακόμη κοιμηθεί μέσα μου και με το γεγονός ότι στη βάση της, η Ζενεβιέβ ζητά αποδοχή και αγάπη, συναισθήματα που η αυστηρή μητέρα ελάχιστα προσφέρει. Κι όσο κι αν τυγχάνουμε αγάπης και αποδοχής, πάντα δεν θέλουμε κι άλλο; Δεν ξέρω, αναρωτιέμαι ακόμη.
Τελικά, οι άνθρωποι είναι θύματα των καταστάσεων ή πρόκειται για φθηνή δικαιολογία αποφυγής της ευθύνης;
Είναι μεγάλο ηθικό δίλημμα αυτό, το οποίο τίθεται και στην παράσταση. Η κοινωνία είναι πάρα πολύ σκληρή και άδικη. Είναι τυχαίο τελείως το σε ποια χώρα θα γεννηθούμε, σε ποια οικογένεια, με ποιους θα συναναστραφούμε. Θα έχουμε εμπόδια ή εφόδια; Θα έχουμε κίνητρα για να γίνουμε καλύτεροι ή όλα γύρω μας θα συνηγορούν κατά μας;
Από την άλλη, ό,τι κι αν σου συμβεί ή σου συμβαίνει, είναι σωστό να αφαιρείς μία ανθρώπινη ζωή; Ποιος είσαι εσύ που θα το αποφασίσεις; Άλλοι δεν έγιναν δολοφόνοι, τι ήταν αυτό που σε οδήγησε να κάνεις μία αποτρόπαια πράξη; Και όσο κι αν έχεις αδικηθεί, γιατί να δείξει η κοινωνία και το δικαστικό σύστημα επιείκεια σε εσένα;
Όλοι όμως είμαστε εν δυνάμει δολοφόνοι, το έχουν παραδεχθεί εγκληματολόγοι ανά την υφήλιο. Παίζει ρόλο ο ψυχισμός, το μεγάλωμα, το κοινωνικό περιβάλλον, οι συνθήκες διαβίωσης, το κίνητρο. Τι να πούμε, για παράδειγμα, για έναν πατροκτόνο που οδηγήθηκε στο έγκλημα γιατί έπιασε τον πατέρα του/της να βιάζει ανήλικο μέλος της οικογένειας; Για ακραίες καταστάσεις τέτοιου τύπου, απορώ πώς αποφασίζουν οι δικαστές. Οι δικαστές οι κανονικοί, όχι του πληκτρολογίου. Γιατί οι του πληκτρολογίου σπεύδουν να βγάζουν πορίσματα. Και ο άνθρωπος είναι ένα περίπλοκο ον, οι καταστάσεις το ίδιο, άρα δεν μπορεί να τυχαίνει αυθόρμητης κρίσης, χωρίς σκέψη, χωρίς ολόπλευρη έρευνα ενός ζητήματος.
Υπάρχει επιλογή ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία ή υποκριτικά σάς γοητεύουν εξίσου και τα δύο;
Αν και έχω μια ροπή στο χιούμορ –θεωρώ πλέον πως είναι άμυνα– με γοητεύει ξεκάθαρα το δράμα. Δεν ξέρω γιατί. Πάντως θεωρώ ότι για να ερμηνεύσεις έναν κωμικό ρόλο, πρέπει πρώτα να προσεγγίσεις τη δραματική του πλευρά. Και το ανάποδο!
Ποιο είναι το πιο μεγάλο καλλιτεχνικό σας όνειρο;
Δεν τολμώ να το ομολογήσω, γιατί πολύ συχνά φτάνω να πω στον εαυτό μου «πρόσεχε τι εύχεσαι». Θα πω όμως ότι είμαι πολύ ευχαριστημένη από όσα έχω κάνει έως τώρα και είμαι πολύ περήφανη που αποτελώ μέρος αυτής της παράστασης και της ομάδας του Altera Pars.
Αποτελεί το θέατρο, απόλυτη προτεραιότητα για έναν ηθοποιό;
Για μένα αποτελεί ξεκάθαρα, όπως και για τους περισσότερους συναδέλφους που προσωπικά συναναστρέφομαι.
Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, ποια θέση θέλετε να έχουν στην καριέρα σας;
Να πω την αλήθεια δεν ξέρω. Πάντα το θέατρο με γοήτευε, αυτό ήθελα να κάνω, το «εδώ και τώρα». Από την ελάχιστη επαφή μου με την τηλεόραση, θεωρώ πως δεν μου αρέσει καθόλου η ταχύτητα του μέσου, δεν υπάρχει ο χρόνος να μελετήσεις έναν ρόλο ή μια σκηνή όπως την θέλεις. Ο κινηματογράφος είναι αλλιώς, έχει άλλη μαγεία, όμως δεν ξέρω αν περιλαμβάνει το εδώ και τώρα που προείπα – πάλι από την ελάχιστη επαφή μου.
Πόσο δύσκολο είναι στη σημερινή εποχή να δοθούν σε έναν νέο ηθοποιό, οι ανάλογες ευκαιρίες ανάδειξης;
Ειλικρινά θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν μπορώ να καταλήξω στο τι φταίει. Είμαστε σίγουρα πολλοί, παίζει ρόλο το μέσον ή η συμπάθεια έστω, όπως και σε κάθε επαγγελματικό χώρο μάλλον. Γενικά, δεν είμαστε μία αξιοκρατική χώρα και αυτό αντανακλάται παντού. Κάνει κύκλους η κουβέντα μας – και εδώ υπάρχει αδικία! Γι’αυτό ακριβώς θεωρώ ότι το ταλέντο παίζει πια μικρό ρόλο. Η δουλειά έχει σημασία και η επιμονή. Είναι όμως πολύ δύσκολο να επιμείνεις όταν πρέπει να βγάλεις τα προς το ζην και δεν έρχεται η ευκαιρία ή όταν έρχεται η ευκαιρία και οι άνθρωποι δεν σέβονται τον κόπο σου και την προσωπικότητά σου. Γενικά, είναι δύσκολα τα πράγματα. Δύσκολη η απορρόφηση, ακόμη κι αν τα θέατρα αυξάνονται, όπως και οι παραστάσεις. Κουράγιο μάς εύχομαι!