«Αισθάνομαι το βάρος του χρόνου μόνο όταν αρρωσταίνω, όταν αρρωσταίνει κάποιος δικός μου, όταν είμαι στενοχωρημένη. Εάν δεν συντρέχει ένας από αυτούς τους λόγους, δεν καταλαβαίνω τα χρόνια πώς έχουν περάσει. Ενα κομμάτι του εαυτού μου παραμένει αγνό, αθώο».
Εφυγε 79 χρόνων η Ελένη Χατζηαργύρη και το βλέμμα της αντανακλούσε ώς την ύστατη στιγμή την ίδια καθαρότητα, ευθύτητα και αξιοπρέπεια. Κράτησε τον τίτλο της μεγάλης Κυρίας του θεάτρου, από τα πρώτα χρόνια της καριέρας της ώς την τελευταία της εμφάνιση, πριν από δύο χρόνια, στον ρόλο της ψυχαναλύτριας Μέλανι Κλάιν στο ομώνυμο έργο του Νίκολας Ράιτ, στο Θέατρο των Εξαρχείων. Ερμήνευε μια γυναίκα ευφυή, ανήσυχη, γοητευτική, που χάραξε καινούργιους δρόμους στην ψυχανάλυση. Και ήταν ίσως, η Μέλανι Κλάιν, η καλύτερη «έξοδος» για μια πρωταγωνίστρια όπως η Ελένη Χατζηαργύρη. Ακμαία, θαλερή, ευθυτενής, διέσχισε τη σκηνή και τη ζωή. Κάλυψε όλες σχεδόν τις θεατρικές διαδρομές και μαζί τους σημαντικότερους σταθμούς του δραματολογίου (ξένου, ελληνικού, αρχαία τραγωδία) ενώ παράλληλα, την τελευταία 30ετία, δίδασκε σε σχολές δραματικής τέχνης (του Εθνικού Θεάτρου και του Θεοδοσιάδη).
Ο «δάσκαλος» Κουν
Η Ελένη Χατζηαργύρη γεννήθηκε στη Χαλκίδα και σπούδασε στη Σχολή του «Θεάτρου Τέχνης» του Κάρολου Κουν. Και ο «δάσκαλος», όπως τον αποκαλούσε και η ίδια, την εμπιστεύτηκε από την αρχή. Πρωτοεμφανίστηκε τη χειμερινή περίοδο 1942-43 στο θέατρο «Αλίκης» στα έργα «Σουάνεβιτ» του Στρίντμπεργκ, «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, «Ρόσμερσχολμ» του Ιψεν, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Σεβαστίκογλου… Σχολιάζοντας την εποχή εκείνη του θεάτρου σε συνέντευξή της στην «K» είχε τονίσει: «Στον Κουν, μετρούσε το σύνολο, το «εμείς». Τώρα, προβάλλει κυρίαρχο το «εγώ». Ατόνησε, ίσως από ανάγκη, καθώς κάθε χρόνο βγαίνουν πολλοί νέοι ηθοποιοί από τις σχολές. Μέσα από τις νέες ομάδες μπορεί να επιστρέψουμε και πάλι στο «εμείς». Αλλά και τότε, κάτι θα λείπει: O δάσκαλος. O Κουν. Ημουν δειλή μέχρις αηδίας. Αν δεν υπήρχε ο Κουν να μου πει: «Είσαι λαπάς, βγάλε τα σπλάχνα σου στο πιάτο», πώς θα τα έβγαζα; Τώρα ποιος δάσκαλος θα πει κάτι παρόμοιο σε ένα νέο παιδί;».
Συνεργάστηκε με το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης («Τρισεύγενη» του K. Παλαμά, «Λουίζα Μύλλερ» του Σίλερ), με τους θιάσους της Κατερίνας, της Κοτοπούλη, των Αιμ. Βεάκη – Γ. Παππά, της Μανωλίδου, του K. Μουσούρη. Το 1950 εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου και παραμένει μέχρι το 1952: «O Φώτος Πολίτης έμεινε τρία χρόνια στο Εθνικό και μιλάμε γι’ αυτά τα τρία χρόνια σαν να ήταν μισός αιώνας. Γιατί ήταν χρόνια πυκνά, ανέβασε δεν ξέρω πόσα έργα… Εγώ 24 χρόνων έπαιξα σε μία σεζόν: «Τρεις αδελφές», «Δον Ζουάν», «Βρυκόλακες»… Δεν θα μάθω κάτι; Και σκράπας να είμαι… Εκεί είναι το θέμα μας νομίζω. Λέγαμε, «η εποχή του Κουν», του «Πολίτη»,… Σήμερα, για ποιανού εποχή θα μιλήσουμε;».
Η θητεία στο «Εθνικό»
Από τον Σαίξπηρ στον Ξενόπουλο και από εκεί στον Ψαθά, ύστερα στον Πρίσλεϊ («Επικίνδυνη στροφή»), στον Σάφερ («Ασκηση πέντε δακτύλων»). Το 1962 επανήλθε στο Εθνικό Θέατρο και παρέμεινε μέχρι το 1982 ως πρωταγωνιστικό στέλεχος. Στη διάρκεια αυτής της 20ετίας κάλυψε ένα ευρύτατο ρεπερτόριο: Λόρκα («Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα»), O’ Νηλ, Τσέχωφ, Πιραντέλο, Μπ. Σω, Ιψεν, Αγγ. Τερζάκης κ.ο.κ. Ερμήνευσε επίσης όλες σχεδόν τις ηρωίδες της αρχαίας τραγωδίας: Μήδεια, Αγαύη, Εκάβη, Ηλέκτρα, Ιοκάστη, Διηάνειρα… Στη δεκαετία του ’80 συνεργάστηκε με τον Δημ. Χορν στον «Αρχιτέκτονα Σόλνες», με το «Αμφιθέατρο» του Σπ. Ευαγγελάτου (σε αρκετές παραστάσεις). Το 1995 έπαιξε στο έργο του Αλμπι «Τρεις ψηλές γυναίκες» στο θέατρο «Αθηνών», σε σκηνοθεσία A. Βουτσινά. Οι κινηματογραφικές εμφανίσεις της, ελάχιστες: «H Αγνή του λιμανιού» του Γ. Τζαβέλλα, είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική.
«Πλήρης» από ρόλους
Η καριέρα της πλήρης. Παρότι δεν το επιδίωξε ποτέ η ίδια να πάρει κάποιο ρόλο: «O δεύτερος σύζυγός μου, με τον οποίο και έζησα πολλά χρόνια, (σ.σ.: ο πρώτος ήταν ο λογοτέχνης Χατζηαργύρης, τον οποίο παντρεύτηκε σε ηλικία 17 χρόνων), έλεγε ότι έχω το “τρυποφουντούκιον σύστημα”. Γνωστό σε αρκετούς συναδέλφους, μας έκανε να γελάμε. Τι σημαίνει; Οτι κάθεσαι στη φωλιά σου και σου ‘ρχονται. Ουδέποτε έχω επιδιώξει οτιδήποτε».
Η Ελένη Χατζηαργύρη βρέθηκε στο θέατρο σε πολύ νεαρή ηλικία και τυχαία: «Στον Κουν με είχε πάει η Σκουλούδη. Δεν περνάει μέρα που να μην την αναφέρω. Καθόμασταν απέναντι. Διάβαζα στη βιβλιοθήκη της, της άρεσε η φωνή μου και μου είπε ότι υπάρχει ένας νεαρός σκηνοθέτης που ανεβάζει ρώσικα έργα τα οποία νομίζει ότι θα μου πηγαίνουν. Και με οδήγησε στον Κουν. Ετσι άφησα το σχολείο. Δεν το τέλειωσα. Πήγαινα στο ιδιωτικό του Φωτόπουλου και δεν έδωσα εξετάσεις να πάρω το απολυτήριο. Μου ζήτησε ο Χατζηαργύρης να παντρευτούμε, είπα ναι. Δεν έχω ούτε χαρτί από τον Κουν ότι φοίτησα στη σχολή του…».
Η Ελένη Χατζηαργύρη συνήθιζε να πηγαίνει το πρωί σε ένα διακριτικό καφέ της πλατείας Κολωνακίου και να κάθεται ώρα με ένα βιβλίο. Εκεί, την είχαμε συναντήσει πριν χρόνια στη διάρκεια της μεγάλης θεατρικής επιτυχίας της με την «Κυρία Κλάιν» (σκην. T. Βουτέρης). Τη ρωτήσαμε αν μελαγχολεί στο πέρασμα του χρόνου: «Μελαγχολώ που μεγάλωσα ως γυναίκα. Αλλά αν δεν είχα γεννηθεί και τόσο νωρίς δε θα γνώριζα όλους αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους. Ευτυχώς που γεννήθηκα νωρίς για να τους προλάβω. Νιώθω πλήρης. Πλήρης από έρωτα, οικογενειακή ζωή, φίλους, καριέρα».