Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1901 γεννιέται στη Βράιλα της Ρουμανίας μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες -όχι μόνο της ελληνικής- αλλά και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Αυτή η ερωτική, «υπερρεαλιστική», πολυπράγμων και πολυσχιδής προσωπικότητα ασχολήθηκε με τη ψυχανάλυση, τη φωτογραφία, και φυσικά, την ποίηση, στην οποία άφησε αδιόρατο το στίγμα του για χρόνια. Συναναστράφηκε με σπουδαίες προσωπικότητες του πνεύματος και δη των γραμμάτων, επηρέασε -δίχως διάθεση για υπερβολή- χιλιάδες ανθρώπους με τον υπερρεαλισμό και την ιδιαίτερη γλώσσα που πρώτος εισήγαγε στην ποίηση.
Ένας άνθρωπος, που λόγω κατοχής, ταλαιπωρήθηκε, συνελήφθη και λυτρώθηκε. Ένας άνθρωπος που υμνήθηκε από τον Ελύτη και υπήρξε φίλος του Εγγονόπουλου.
Δέχθηκε, αρχικά, σφοδρότατη κριτική για το έργο του, αλλά εν τέλει, αναγνωρίσθηκε ως πρωτοπόρος. Άφησε την τελευταία του πνοή από καρκίνο του πνεύμονα στις 3 Αυγούστου 1975, σε ηλικία 74 ετών, στην Κηφισιά. Από το 2001 και έκτοτε, το Υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο βιβλίου καθιέρωσε το «έτος Εμπειρίκου».
Η ενδιαφέρουσα ζωή του Ανδρέα Εμπειρίκου
Ο Εμπειρίκος γεννήθηκε το φθινοπωρινό Σεπτέμβρη του 1901 στη Βράιλα της Ρουμανίας. Ήταν ο τέταρτος, συνολικά, γιος του εφοπλιστή και γόνου μεγάλης οικογενείας, Λεωνίδα Εμπειρίκου, με καταγωγή από την Άνδρο, και της Στεφανίας, με καταγωγή από την Άνδρο και το Κίεβο. Ένα χρόνο μετά τη γέννησή του Ανδρέα, η οικογένεια Εμπειρίκου μετοίκησε στη Σύρο, όπου διέμεινε για έξι χρόνια, μέχρι την επάνοδο της οικογένειας στην Αθήνα. Με την επιστροφή τους στην Αθήνα, ο ποιητής ίδρυσε μαζί με τα αδέλφια του, τον Μαρή και τον Κίμωνα (ο έτερος αδελφός τους, ο Δημοσθένης, «έφυγε» νωρίς) τις ναυτιλιακές εταιρείες «Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδας», την «Embiricos Brothers», την «Byron Steamship Co.Ltd» και άλλες.
Φοίτησε στη σχολή Μακρή μεταξύ των ετών 1912-17, διάστημα κατά το οποίο στρατεύτηκε και στο ναυτικό. Παρά το γεγονός όμως, ότι προερχόταν από εφοπλιστική οικογένεια, δεν ακολούθησε αυτόν τον τομέα επαγγελματικά. Η ποίηση ήταν αυτή που τον γοήτευε, με αυτήν έγινε φίλος, εραστής, συνοδοιπόρος. Έλαβε μαθήματα φιλοσοφικής και αγγλικής φιλολογίας την τετραετία 1921-5, ενώ νωρίτερα, είχε φοιτήσει για μικρό χρονικό διάστημα στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, πριν επισκεφθεί τη μητέρα του στη Λωζάνη, όπου ζούσε, ούσα πλέον χωρισμένη. Εκεί έζησε για αρκετό καιρό. Παρακολούθησε οικονομικά μαθήματα και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Λογοτεχνικά ανήκει στην περίφημη «Γενιά του ’30» και εκπροσωπεί το ρεύμα που κινείται πάνω από την πραγματικότητα και τη λογική, τον υπερρεαλισμό.
Λίγο αργότερα (1926), έρχεται σε ρήξη με τον πατέρα του και πηγαίνει στο Παρίσι. Ένα ταξίδι που έμελλε να του αλλάξει την κοσμοθεωρία του, καθώς εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή -αρχικά με εξέχοντες ψυχαναλυτές- όπως ο Φρουά Γουίτμαν και διετέλεσε πρόεδρος, το 1929, της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων. Επιπλέον, εκεί γνωρίστηκε και με το σπουδαίο Γάλλο υπερρεαλιστή ποιητή, Αντρέ Μπρετόν. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1931), εισήγαγε πρώτος τη φροϋδική ψυχανάλυση και τον υπερρεαλισμό στην ποίησή του, λόγω των σημαντικών γνωριμιών και των επιδράσεων που του ασκήθηκαν.
Στις 25 Γενάρη του 1931 παραθέτει μία σπουδαία διάλεξη «Περί σουρρεαλισμού» στη «Λέσχη Καλλιτεχνών», φέρνοντας τον υπερρεαλισμό για πρώτη φορά στο προσκήνιο -παρουσία του Ελύτη-, μαγεύοντας το κοινό και «αναγκάζοντας» τον Ελύτη να τον εξυμνήσει, δηλώνοντας ότι η διάλεξη πραγματοποιήθηκε «μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη, υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν».
Δυο μήνες αργότερα, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, το σήμα κατατεθέν του, την «Υψικάμινο», αποτελούμενη από 63 ποιήματα σε πεζή μορφή. Η προσωπική γνωριμία με τον Ελύτη θα έρθει στη συνέχεια, στο σπίτι του ζωγράφου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη, και παράλληλα με αυτό, την ίδια περίοδο (1935) θα αναγορευθεί σε «διδάσκων ψυχαναλυτή» και λογοτέχνη. Ένα χρόνο αργότερα, θα διοργανώσει -όπως συνήθιζε- «επίδειξη σουρρεαλιστικών έργων» στην οικία του, με έργα εικαστικά, κι όχι λογοτεχνικά, όπως θα υπέθετε κανείς. Έργα των ζωγράφων Όσκαρ Ντομίνγκεζ και Μαξ Ερνστ. Τέλος, ως το 1939, επισκεπτόταν τακτικά το αγαπημένο του Παρίσι.
Η Κατοχή και η υπόλοιπη ζωή του Αν. Εμπειρίκου
Το 1940 ο Εμπειρίκος παντρεύεται την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, και τέσσερα χρόνια μετά, χωρίζει. Είχε, μάλιστα, δηλώσει το εξής:
”Γιατί δεν υπάρχουν έρωτες νόμιμοι ή μη νόμιμοι. Υπάρχουν μόνον έρωτες χωρίς επίθετο.”
Κι ύστερα, έρχεται η κατοχή. Την περίοδο εκείνη, κατά την προσφιλή του συνήθεια, θα οργανώσει αρκετές «ποιητικές» συγκεντρώσεις με τακτικούς συμμετέχοντες τους: Νίκο Γκάτσο, Νίκο Εγγονόπουλο και Νάνο Βαλαωρίτη.
Όμως, ο ποιητής και η ίδια η έννοια της δημοκρατίας, θα δεχθούν ένα ισχυρό πλήγμα, καθώς η «ΟΠΛΑ» (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) -γνωστή για την κομμουνιστική της δράση-, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς των «Δεκεμβριανών», εισέβαλε στο σπίτι του ποιητή, και αφού τον συνέλαβε και τον ανέκρινε τυπικά, τον οδήγησε στο χωριό Κρώρα. Ολοκληρώνοντας τη σύντομη περιπέτειά του, και μην έχοντας πτοηθεί, είχε πει: «Η πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε. Κατά την ερμηνεία που της δίνουμε. Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια».
Το 1945 ο Εμπειρίκος θα γράψει τον τολμηρό και «φιλήδονα», «Μέγα Ανατολικό», έργο που θα εκδοθεί μετά θάνατον, ενώ είχε ήδη ολοκληρώσει τα «Ζερφύρα», την «Ενδοχώρα» και είχε εκδώσει, προς τιμήν του φίλου του και ποιητή Ν. Εγγονόπουλου, κείμενο με ομώνυμο τίτλο («Ν. Εγγονόπουλος»).
Το 1947 , αφότου τελείωσε η κατοχή, θα νυμφευθεί για δεύτερη φορά, την Βιβίκα Ζήση. Την επόμενη χρονιά, «χάνει» τον πατέρα του, που εξέπνευσε στη Γενεύη. Αργότερα, και πιο συγκεκριμένα το 1962, οι Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος και Γιώργος Θεοτοκάς αποδέχονται την πρόσκληση του συνδέσμου Ε.Σ.Σ.Δ – Ελλάς και μεταβαίνουν στη Σοβιετική Ένωση, όπου έρχονται σε επαφή με πνευματικούς ανθρώπους και μαθαίνουν εκ του σύνεγγυς το τι επικρατούσε στη χώρα.
Με την ολοκλήρωση του ενδιαφέροντος αυτού ταξιδιού και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Εμπειρίκος, την επόμενη χρονιά μόλις, θα παραθέσει σωρεία διαλέξεων, αρχικά στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (1963) με αφορμή την έκθεση ζωγραφικής του Εγγονόπουλου, στο Κολέγιο Αθηνών (1971) με θέμα τη μοντέρνα ποίηση, και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (1973), αποτιμώντας το έργο του. Τη χρονιά αυτή, ήταν που «έχασε» τη μητέρα του. Στο μεταξύ, είχε ήδη προλάβει να εκδώσει το επικό ποίημα με θέμα τον Moby Dick του H. Melville, πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στην Κηφισιά.
Η ψυχανάλυση και η φωτογραφία στη ζωή του Εμπειρίκου
Εκτός από τη μεγάλη του αγάπη, την ποίηση, ο Εμπειρίκος είχε άλλες δύο αγαπημένες ενασχολήσεις, τη φωτογραφία και τη ψυχανάλυση. Όσον αφορά την πρώτη, η ενασχόλησή του αρχίζει μόλις στα 18 του χρόνια. Σύμφωνα με τον πατέρα του, συνήθιζε να έχει μία, δύο, ίσως και τρεις φωτογραφικές μηχανές και να απαθανατίζει ό,τι του κέντριζε την προσοχή.
Φωτογράφιζε όπως έγραφε. Τολμηρά, αυθόρμητα και υπερρεαλιστικά. Γυμνά κορμιά, νεαρά κορίτσια, τη νεκρή φύση, τους Παριζιάνικους δρόμους, οικεία πρόσωπα και σε μέρη αδιευκρίνιστα κάθε φορά, πότε σε πλατείες και πάρκα, πότε σε σπίτια, πότε στο δρόμο, σε ανύποπτη στιγμή. Χώριζε τη συλλογή του σε προπολεμική, μεταπολεμική και σε μετά-μεταπολεμική (1957-1974). Έδειξε μεγάλη αγάπη για τη φωτογραφία και ενδιαφερόταν για την εξέλιξή της. Μάλιστα, το 1955, οργάνωσε μία έκθεση φωτογραφίας στην αίθουσα «Ιαλυσσός», η οποία διήρκησε 2 εβδομάδες.
Όσον αφορά την άλλη μεγάλη αγάπη του, την ψυχανάλυση, αυτή ξεκίνησε να γίνεται αισθητή το 1935, σε ένα ταξίδι που πραγματοποίησε ο Εμπειρίκος στο Παρίσι.
Εκεί, ερχόμενος σε επαφή με σημαίνουσες προσωπικότητες της ψυχανάλυσης, αποφάσισε – γοητευμένος- να την εξασκήσει. Έτσι, έγινε ο πρώτος Έλληνας αναγορευμένος ως «διδάσκων ψυχαναλυτής», ο πρώτος Έλληνας που αναγνωρίστηκε από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική εταιρεία και ο πρώτος, μαζί με το ψυχαναλυτή και ιδρυτή της ισπανόφωνης υπερρεαλιστικής ομάδας, Άλντο Πελεγκρίνι, που υπήρξε και εισηγητής της (φροϋδικής) ψυχανάλυσης και του υπερρεαλισμού, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό και τιμητικό, τη στιγμή που η ψυχανάλυση είχε τελείως απαξιωθεί στην Ελλάδα.
Ο Εμπειρίκος, επίσης, συμμετείχε στους «αγώνες των πρώτων ορθοδόξων Ελλήνων ψυχαναλυτών». Μαζί με το γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη, πρότεινε τη ψυχανάλυση των ενήλικων νευρωτικών, γεγονός ιδιαιτέρως πρωτοποριακό για τα τότε δεδομένα, ενώ το 1949 συμμετείχε στο πρώτο συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας στη Ζυρίχη.
Επιπλέον, αναγνωρίστηκε από τη Ψυχαναλυτική εταιρεία του Παρισιού ένα χρόνο αργότερα, και βάσει αυτού, έγραψε την κλινική μελέτη «Μία περίπτωσις ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως με πρόωρες εκσπερματώσεις», την οποία δημοσίευσε στη Γαλλική Ψυχαναλυτική Επιθεώρηση. Το 1951, μην έχοντας άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, διέκοψε -υπό το κράτος του φόβου- την επαγγελματική του ενασχόληση, αλλά συνέχισε να είναι μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, ως τις αρχές του 1960. Ο Λακάν (ο κορυφαίος ψυχαναλυτής της ιστορίας) είχε πει για τον Εμπειρίκο: «υπήρξε πρωτοπόρος στην ανάλυση των νευρώσεων».
Η ποίηση του Εμπειρίκου και η κριτική
Ο Εμπειρίκος, όμως, δεν έκρυψε ποτέ την παθολογική αγάπη, που έτρεφε εσωτερικά, για την ποίηση. Στη λογοτεχνική σκηνή πρωτο-εμφανίσθηκε το 1935 με την έκδοση της «Υψικαμίνου», ένα άκρως τολμηρό και πρωτοποριακό έργο. Ο Εμπειρίκος έγραφε, όπως φωτογράφιζε και ζούσε. Αυθόρμητα, τολμηρά, αυτόματα, αποκαλυπτικά, προκλητικά, ειλικρινά, με λυρισμό, ερωτισμό και υπερρεαλισμό. Προσέδιδε μια ιδιαίτερη λογική στην υπερβατική του ποίηση.
Άλλοτε, συνέδεε τον υπερρεαλισμό με την ελληνική λαϊκή παράδοση («Υψικάμινος», 1935), άλλοτε μάς γύρναγε στο βυζαντινό χθες με συντροφιά τον έρωτα των ιπποτών («Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία», 1960), άλλοτε στα ελληνιστικά χρόνια, άλλοτε μάς δήλωνε την επιθυμία του για έναν κόσμο μη ταξικό, ελεύθερο, ερωτικά απελευθερωμένο, χωρίς ιδεολογικά κατασκευάσματα, καταγγέλλοντας το τότε κατεστημένο («Αργώς», 1964-5). Δε δίσταζε να γράφει, εκφράζοντας ό,τι διέθετε ο εσωτερικός του κόσμος, και έπρεπε -όπως ένιωθε – να τα εξωτερικεύσει.
Με την «Οκτάνα» (1965) πρόκρινε την ύπαρξη ενός κόσμου που θα διαπνέεται από ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο, φροϋδικές αναλύσεις και θα επικεντρώνεται στη σεξουαλική επιθυμία, με τη συλλογή «Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες» (1984) δεν εγκατέλειψε τα πιστεύω του, ενώ με το «Μέγα Ανατολικό», έφτασε στο αποκορύφωμα της γυμνής πρόκλησης και της πλήρως απογυμνωμένης -από καθωσπρεπισμούς- τολμηρότητας. Αρχικά, γνώρισε, όχι μόνο ο Εμπειρίκος, αλλά ο ίδιος εν γένει ο υπερρεαλισμός, σφοδρή κριτική.
Ο προκλητικός και -σε κάποιες περιπτώσεις- άκρως ερωτικός τρόπος γραφής του Εμπειρίκου που άγγιζε το χυδαίο, η ακροβασία ανάμεσα στα όρια της καθαρεύουσας και της δημοτικής, η αποτύπωση των πιστεύω του με κάθε κόστος, οι δημοτικές καταλήξεις σε λόγιες λέξεις, οι λέξεις που έπλαθε ξανά και ξανά, τα τεχνάσματα ρητορικής πειθούς, η ελεύθερη έκφραση με βωμολοχίες και ο τόνος κηρύγματος ήταν οι λόγοι της σφοδρής κριτικής που αντιμετώπισε και που έφτασε σε μεγάλο βαθμό ειρωνείας, χλεύης και απαξίωσης.
Στο ποίημα «Οι Μπεάτοι ή της μή συμμορφώσεως οι Άγιοι» φαίνεται ξεκάθαρα η επίδραση των Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Σίγκμουντ Φρόυντ, Καρλ Μαρξ, Χένρυ Μίλλερ, Φρίντριχ Νίτσε, Βικτόρ Ουγκώ, Άγγελο Σικελιανό, Βλαντιμίρ Λένιν και Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, κάτι που δικαιολογεί ως ένα βαθμό την ποίησή του. Ωστόσο, αργότερα, οι αντιδράσεις εξομαλύνθηκαν και σιγά σιγά κάμφθηκαν, όταν κυρίως σπουδαίοι λογοτέχνες, τον υποστήριξαν δημόσια.
Η αποθέωση από το λογοτεχνικό κόσμο και ο Ελύτης
Αρχικά, ο Κώστας Ουράνης χαρακτήρισε τον Εμπειρίκο με αφορμή την «Υψικάμινο», ως τον «πρώτο και μοναδικό αντιπρόσωπο του σουρρεαλισμού στην Ελλάδα». Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης τον αποθέωσε λέγοντας, «ότι η επιλεκτική καθαρεύουσα του Εμπειρίκου κατοχυρώνει τον κηρυγματικό τόνο των ποιημάτων του, καθώς του προσφέρει άφθονα τεχνήματα ρητορικής πειθούς, έτσι ώστε ο ιδεολογικός οίστρος του ποιητή να μεταφράζεται σε γλωσσικό οίστρο», ενώ ο Νάνος Βαλαωρίτης, συνέδεσε το έργο του Εμπειρίκου με εκείνο του Σικελιανού, κυρίως σε ιδεολογικό επίπεδο: «ο Σικελιανός το μυστικισμό και ο Εμπειρίκος τον υπερρεαλισμό», κατατάσσοντας τους στους «διονυσιακούς» ποιητές.
Ωστόσο, ο Ελύτης ήταν ο πρώτος που του στάθηκε, τονίζοντας ότι «σε αντιστάθμισμα, η ιδιάζουσα καθαρεύουσα που μεταχειρίζεται και ο ενδυματολογικός εξωτισμός των ηρώων του συντίθενται με τόσον έξοχον τρόπο που θυμίζουν τις καλύτερες επιτυχίες της χαροκολλητικής του Μαξ Έρνστ». Η φιλία των δύο αυτών ανδρών υπήρξε ιδιαίτερα δυνατή.
«Είναι Παρασκευή βράδυ απόψε, αγαπημένε μου Ανδρέα, και όμως δεν πρόκειται, όπως συνήθως, να συναντηθούμε. Το λέω λιγότερο με λύπη και περισσότερο με αμηχανία, πίστεψέ με. Από την ημέρα που σε άφησα πίσω από κείνες τις λευκές πέτρες της Κηφισιάς, κυριολεκτικά δεν έχω πού ν’ αποταθώ. Επί τέλους, να βρίσκεται ή όχι στη ζωή κανείς, όπως λέει κι ο Μπρετόν, είναι μια φανταστική υπόθεση. Να βλέπει, όμως, το δέρας που κυνηγούσε σαράντα τόσους χρόνους, κρεμάμενο σ’ ένα τσιγκέλι να το δέρνουν οι αέρηδες, χωρίς ούτ’ ένα χέρι ν’ απλώνεται κατά κει, μα την αλήθεια, δεν υποφέρεται. [..] ».
(Σπάνιο απόσπασμα, από επιστολή του Ελύτη, που επιβεβαιώνει τη δεμένη σχέση τους).
Επίλογος
Ο Εμπειρίκος ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα και επηρέασε, κυρίως με την υποβλητική και αντικομφορμιστική του ποίηση, το σύνολο του ποιητικού κόσμου. Δεν ήθελε να γίνει κατανοητός, δεν τον ενδιέφερε, ούτε πάσχιζε να τέρψει. Έγραφε με τέτοιο τρόπο, που υπερέβαινε τη λογική και κατάφερνε να πείσει, ότι αυτό που είχε συλλάβει -το πολυταξιδεμένο σε τόσα μέρη- μυαλό και η φαντασία του, είναι η πραγματικότητα που απλώνεται μπροστά του κι ας μη βλέπει. Η κυνική παραδοχή της αλήθειας και η ερωτική επιθυμία ήταν οι κύριοι παράγοντες κριτικής. Υπήρξε πολυπράγμων, δεν τα παράτησε ποτέ, η ποίηση για αυτόν ήταν έκφραση πνοής, ανάσα, ελπίδα, ανατροπή -κάποιες φορές της καθεστηκυίας τάξης- και εν τέλει, «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου».
Χάρης Αβραμίδης για την ομάδα του filologika.gr