Γράφει ο Δημήτρης Βασιλειάδης
(Αυτοείδωλον εγενόμην, τοις πάθεσι την ψυχήν μου βλάπτων…)
Σκάλιζα τη βιβλιοθήκη μου πριν μέρες (το κάνω συχνά αυτό, ιδιαίτερα όταν δεν έχω τι να κάνω) όταν έπιασα στα χέρια μου ένα απ΄ τα αγαπημένα μου βιβλία, το ‘’Αυτοείδωλον εγενεμόνην’’ (εκδ. Αρμός) του Θ. Ζιάκα. Το αγαπάω πολύ αυτό το βιβλίο. Νομίζω, προσωπικά, απ΄ τα λίγα βιβλία του ίδιου περιεχομένου που κυκλοφορούν ότι είναι το πιο διαφωτιστικό. Στις σελίδες του αποκαλύπτεται με μαεστρία όλη η περιπέτεια των ταυτοτήτων της ελληνικής συνείδησης διαχρονικά. Τέλος πάντων. Έλεγα λοιπόν ότι έπιασα πάλι στα χέρια μου αυτό το βιβλίο. Με το που το ΄πιασα, το μυαλό μου στάθηκε στη φρασούλα ‘’Αυτοείδωλον εγενόμην…’’ του τίτλου του. Η φρασούλα αυτή είναι κομμάτι του Μεγάλου Κανόνα της 5ης εβδομάδας της Μεγάλης Σαρακοστής και είναι του Αγ. Ανδρέα του Κρητός . Τι σημαίνει αυτή η φράση; Τι μπορεί να κρύβεται από πίσω της; Ποιες ανθρωπολογικές μεταμορφώσεις, ποιες αλλοτριώσεις υποδηλώνονται; Ακολούθησε πλημμυρίδα ερωτημάτων παρόμοιων και σκέψεων ακατέργαστων. Προσπαθώντας λοιπόν να τα βάλω όλα αυτά σε μια σειρά, εντελώς τυχαία –ανεξήγητο γιατί- ήρθαν στο νου μου δύο εμφαντικά πρότυπα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: η Αγαύη από τις ‘’Βάκχες’’ του Ευριπίδη και ο καπετάνιος Αχάαβ από το αριστούργημα ‘’Μόμπι Ντικ’’ του Χέρμαν Μέλβιλ. Δύο διαφορετικά ανθρωπολογικά πρότυπα. Το ένα πιο μακρινό από εμάς και τ΄ άλλο πιο κοντινό. Δεν διεκδικώ δάφνες στοχαστή, κι αυτό γιατί οι παρακάτω αράδες δεν θα ‘’εκβάλλουν’’ κάπου. Όμως ο πειρασμός είναι μεγάλος.
Λοιπόν, ‘’αυτοείδωλον εγενόμην’’. Δηλαδή: ‘’μετέτρεψα τον ίδιο μου το εαυτό, με τα ίδια μου τα χέρια, σε είδωλο’’, και του συμπεριφέρθηκα σαν ένα τέτοιο. Τον προσκύνησα και τον λάτρεψα σαν θεό. Και στο τέλος τον απομυθοποίησα, τον εξευτέλισα –όπως κάθε είδωλο- και τον μετέτρεψα σε παρία της ζωής μου. Η ερμηνεία αυτής της φράσης είναι φορτισμένη αρνητικά. Η οντολογική προσέγγιση της υπονοεί μια διαδικασία έκπτωσης από κάτι υπέροχο σε κάτι ευτελές.
Έτσι λοιπόν η Αγαύη και οι αδερφές της, η Ινώ κι η Αυτονόη, γίνονται ενεργούμενα ενός ανασφαλούς θεού –του Διόνυσου- ο οποίος, παλεύοντας να εδραιώσει την θεότητά του, εκδικητικά οδηγεί σε έκσταση τις τρεις γυναίκες (εμμανείς γαρ εποίησε τας των Θηβαίων γυναίκας), που φτάνουν στο σημείο να σκοτώσουν τον βασιλιά Πενθέα, γιό της Αγαύης, που αμφισβήτησε την θεότητα του, που κι αυτός με τη σειρά του, εκστασιασμένος κι ο ίδιος με παρέμβαση πάλι του θεού Διόνυσου, μεταμφιέζεται σε γυναίκα και παίρνει μέρος στο βακχικό ομαδικό οργιαστικό μυστήριο που έχει στηθεί. Εκεί, η ίδια η Αγαύη, κατασπαράζει και τεμαχίζει τον γιό της Πενθέα (όπως θα μπορούσε να κάνει ένας οποιοσδήποτε συνεπής φανατισμένος ζηλωτής στις μέρες μας) και καρφώνοντας το κεφάλι του σ΄ έναν θυρσό, σαν πολύτιμο λάφυρο μιας ‘’ιερής’’ τελετουργίας, το περιφέρει στην πόλη. Όταν συνέρχεται απ΄ την έκσταση και έρχεται σ΄ επίγνωση της πράξης της, καταρρέει και θρηνεί το παιδί της που η ίδια θανάτωσε μ΄ αυτόν τον ειδεχθή τρόπο. Αν υποθέσουμε πως πίσω από την υπόθεση της Αγαύης κρύβεται ένας συμβολισμός και πως πίσω από την μεταμόρφωση της από μια σεβάσμια γυναίκα σε μια εκστασιασμένη μαινάδα κρύβεται μια ανθρωπολογική πτωτική πορεία, αναρωτιέμαι ποιες εσωτερικές διεργασίες είναι αυτές που την οδήγησαν εκεί; Τι μπορεί να κρύβεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου που είναι ικανό να τον οδηγήσει σε τέτοιες μεταλλάξεις;
Ο καπετάνιος Αχάαβ ήταν καπετάνιος ενός φαλαινοθηρικού. Σ΄ ένα τέτοιο κυνήγι μια φορά, μια άσπρη φάλαινα (ο Μόμπι Ντικ) τον αφήνει σακάτη ακρωτηριάζοντάς του το πόδι. Ο Αχαάβ από τότε, και σε αντίθεση με την Αγαύη που αποδέχεται την ‘’ήττα’’ της, μετατρέπεται σ΄ έναν μανικό κυνηγό-εκδικητή της φάλαινας. Δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι η ανθρώπινη φύση είναι πεπερασμένη, ότι δεν μπορεί να νικήσει και να ανατρέψει την τάξη της φύσης. Εμμονικά πια και σε σημείο ψύχωσης εξοργισμένος, εκστασιασμένος κι αυτός, επανδρώνει ένα φαλαινοθηρικό και αποδύεται σ΄ ένα κυνήγι θανάτου που θύμα του θέλει να είναι η φάλαινα. Το αποτέλεσμα αυτού του κυνηγιού όμως, είναι να χάσει ο ίδιος και όλο του το πλήρωμα -εκτός του Ισμαήλ- την ζωή του. Αν και εδώ υποθέσουμε ότι πίσω απ΄ αυτό το μεγάλο έργο της λογοτεχνίας υπάρχει, όπως πανθομολογείται, ένας συμβολισμός και πως πίσω από την μεταμόρφωση ενός απλού τυπικού καπετάνιου σ΄ έναν εμμονικό κυνηγό ενός πλάσματος που του κατάστρεψε τη ζωή, κρύβεται μια ανθρωπολογική έκπτωση, αναρωτιέμαι ποιοι είναι αυτοί οι μηχανισμοί αυτής της εξέλιξης; Γιατί λοιπόν ο Αχάαβ δεν αποδέχεται την υστέρηση του; Γιατί εξακολουθεί, παρά την συντριπτική ήττα του, να επιμένει σ΄ έναν αγώνα ατελέσφορο; Από ποια πηγή αντλεί αυτή την έπαρση και το θράσος που τον κάνει να υπερεκτιμά τις δυνάμεις του;
Εάν συμφωνήσουμε πως ο άνθρωπος Αχάαβ είναι μια εξέλιξη του ανθρώπου Αγαύη, ποιές είναι οι ενδιάμεσες εσωτερικές διεργασίες αυτής της μετάλλαξης; Ποιός τελικά είναι ο κοινός τόπος στην ανθρώπινη ψυχή, στον οποίο υπάρχει η μαγιά που εξωθεί σε ακραίες συμπεριφορές τον άνθρωπο με διαφορετικές, όμως, αποδοχές των συνεπειών τους στην εξελικτική του πορεία; Η απάντηση που δίνει σ΄ αυτό το ερώτημα η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία βρίσκεται στη συνέχεια του ‘’Αυτοείδωλο εγενόμην’’ του Μεγάλου Κανόνα που λέει: ‘’…τοις πάθεσι την ψυχήν μου βλάπτων..’’. Δηλαδή, ‘’για το κατάντημα της ψυχής μου φταίνε τα πάθη μου’’. Υπάρχουν όμως κι άλλες απαντήσεις; Σε τι διαφέρει ο άνθρωπος Αγαύη απ΄ τον άνθρωπο Αχάαβ; Τι είναι τελικά αυτό που μετά την περιπέτειά τους θέλουν οι δυό τους ή θα ήθελαν -αν ζούσε ο Αχάαβ, έχοντας νικήσει τον Μόμπι Ντικ; Η Αγαύη θα ήθελε να μη είχε κάνει αυτό που έκανε, σ΄ αντίθεση με τον Αχάαβ, που αν ζούσε θα συνέχιζε εσαεί.
Ο άνθρωπος Αγαύη πάντα θα ‘’επιστρέφει’’. Ο άνθρωπος Αχάαβ πάντα θα ‘’αναζητά’’. Ο πρώτος θα ‘’επιστρέφει’’ σ΄ αυτό που θα ήθελε να είναι. Ξέρει τι είναι αυτό που θέλει. Το έχει σχηματοποιημένο. Ο άνθρωπος Αχάαβ πάντα θα ‘’αναζητά’’ αυτό που θέλει, και θα βρίσκεται σε μια αέναη φυγή. Αυτό που θέλει είναι ακαθόριστο και όποτε νομίζει πως το βρήκε, απογοητεύεται και συνεχίζει την αναζήτησή-φυγή του (ο μεγάλος μοντερνιστής λογοτέχνης Έλιοτ για παράδειγμα ψάχνει το ‘’πρωτεϊκό-αρχετυπικό’’ στην Μελανησία σ΄αντίθεση με τον Έζρα Πάουντ που το ψάχνει στην Κίνα του Κομφούκιου). Αυτό που θέλουν πάντως και οι δύο, και ο άνθρωπος Αγαύη και ο άνθρωπος Αχάαβ, στην ουσία είναι το ‘’πρωτεϊκό-αρχετυπικό’’, το ‘’αρχαίον κάλλος’’ όπως το αποκαλεί η Χριστιανική Εκκλησία στην εξόδιο ακολουθία της.
Είναι αυτό που ψάχνουν όλοι οι άνθρωποι, και που σε άλλους περιγράφεται με ακρίβεια και σε άλλους είναι προς αναζήτηση ατελείωτη. Ο Οδυσσέας του Όμηρου δεν ήθελε να πάει στην Τροία, να ταξιδέψει, να πολεμήσει. Και στο τέλος, αφού εκπόρθησε την Τροία, ήθελε να επιστρέψει. Δεν ήθελε να ταξιδεύει ατέλειωτα. Ήθελε να γυρίσει στην Πηνελόπη του, στην Ιθάκη του. Σε αντίθεση με τον Οδυσσέα του Τζέημς Τζόυς, (ο οποίος με τον ήρωά του αποδομεί τον Ομηρικό ήρωα), ο οποίος είναι σε διαρκή φυγή και αναζήτηση, όπως κι Οδυσσέας του Καζαντζάκη, όπως και όλοι εμείς οι Οδυσσείς, οι πρωταγωνιστές της ‘’Ιθάκης’’ του Καβάφη. Ο Αχάαβ είναι γνήσιο παιδί της οντολογικής εκτροπής του ‘’πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος’’ (δηλ.: ‘’ο άνθρωπος είναι το γράδο που καθορίζει την αξία των πάντων), που είναι θεμέλιος λίθος της νεωτερικότητας και που ακόμη είναι αίτιος της λανθάνουσας αίσθησης παντοδυναμίας του ανθρώπου, που ενίοτε την επιτείνει σε βαθμό ύβρεως, όπως συμβαίνει με τον ήρωά μας. Αντίθετα, η Αγαύη είναι ο άνθρωπος που ζει υπό την παντοδυναμία των αξιακών προτεραιοτήτων ενός άγραφου πολιτισμού που την βοηθά να επιβιώνει, καθώς και των θεών, ακόμα κι αν αυτοί εμφανίζονται αδύναμοι κι αμήχανοι μπρός στο κακό που προκάλεσαν, όπως ο Διόνυσος της τραγωδίας μας, που όταν του γίνεται η παρατήρηση: ‘’δεν πρέπει οι θεοί να οργίζονται σαν τους θνητούς’’, αυτός αποποιείται της ευθύνης λέγοντας: ‘’Πάλαι τάδε Ζεύς ουμός επένευσεν πατήρ’’. Δηλαδή: ‘’(δεν φταίω εγώ) αυτά, έτσι τα έχει κανονισμένα από παλιά ο Δίας ο πατέρας μου’’. Μ΄ άλλα λόγια ‘’ήταν η κακιά η ώρα’’. Όπως ανάφερα στην αρχή, πολλά ερωτήματα που ψάχνουν γι΄ απάντηση και σκόρπιες κι ακατέργαστες σκέψεις που σηκώνουν συζήτηση. Τέκνα όλα τους υπαρξιακών μου ανησυχιών. Κι όλ΄ αυτά από μια φρασούλα ενός στίχου ενός εκκλησιαστικού κανόνα και με οδηγούς τα πρόσωπα δυο σπουδαίων λογοτεχνικών ηρώων. ‘’Δεν έπρεπε να έμπω σ΄ αυτό το έργον ένας αγράμματος, να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούς της κοινωνίας, να τους κινώ την περιέργειά τους και να χάνουν τις πολυτίμητες στιγμές εις αυτά… Ότι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά στα γραφόμενα…’’. Πάντα με στοιχειώνουν τα παραπάνω λόγια του Μακρυγιάννη όταν καταπιάνομαι με ζητήματα όπως αυτό. Αλλά όπως προείπα, ο πειρασμός είναι μεγάλος.