Γράφει η Χρυσοξένη Προκοπάκη
Ξεκίνησα τους Ημιτελείς πριν περίπου τέσσερα χρόνια. Είχαμε πάει σε μια συναυλία κλασικής μουσικής και, καθώς περιμέναμε να αρχίσει, αναρωτήθηκα τι σκέφτονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μέσα στην αίθουσα, πού ταξίδευε ο νους τους εκείνη τη στιγμή, τι τους απασχολούσε. Αφού δεν μπορούσα να τους ρωτήσω, άρχισα να φαντάζομαι ιστορίες. Έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ήρωες που είχαν κοινό άξονα τη συνύπαρξή τους σε μια συναυλία όπου θα παρουσιαζόταν η Ημιτελής Συμφωνία του Σούμπερτ.
Μετά από καιρό αυτοί οι ήρωες που είχα δημιουργήσει δεν μου έλεγαν τίποτα. Οι ιστορίες τους δεν με έπειθαν. Μπήκα στη διαδικασία να τους δημιουργήσω από την αρχή. Κράτησα μονάχα κάποια χαρακτηριστικά τους που τα θεώρησα ουσιαστικά, αληθινά. Κι έγιναν άλλες ιστορίες πια, άλλοι ήρωες. Παιδεύτηκα μέχρι να πάρουν την τελική μορφή τους. Με βασάνιζαν με όσα κουβαλούσαν οι ίδιοι, συναισθήματα, σκέψεις, βιώματα. Με όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, τους αγάπησα σιγά σιγά, αγάπησα ακόμα και αυτούς που δεν συμπαθούσα.
Η γραφή, ήδη από την εφηβεία μου, ήταν ένας τρόπος να επεξεργάζομαι την πραγματικότητα, να τη «χωνεύω». Ο κόσμος παίρνει άλλο νόημα όταν τον βάζω σε λέξεις. Ξεκινάω πάντα από αληθινά γεγονότα που συμβαίνουν κοντά μου, γύρω μου, και έπειτα τα αλλάζω, τα συμπληρώνω, τα μεταμορφώνω σε αυτό που θα ήθελα να είναι, ή κάποιες φορές και σε αυτό που με δυσκολεύει. Έχω μαζί μου πάντα ένα τετράδιο και καταγράφω συναισθήματα, σκέψεις που αναδύονται και αξίζουν να σημειωθούν, και ιδέες για καινούργιες ιστορίες. Όταν δεν «δουλεύω» πάνω σε κάποιο μυθιστόρημα, αντιλαμβάνομαι διαφορετικά τον χρόνο, η καθημερινότητα μού φαίνεται πεζή και άχρωμη.
Τις εκδόσεις τις ξεκίνησα πριν από 7 χρόνια. Με πολύ ενθουσιασμό. Με πολλή όρεξη. Εξαρχής, στόχος μου ήταν να βγάλω βιβλία που έχουν λόγο ύπαρξης, που αξίζουν να διαβαστούν. Βιβλία που θα πάνε τον αναγνώστη ένα βήμα πιο πέρα. Θεωρώ ότι το έχω κατορθώσει σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν πολλές δυσκολίες βέβαια. Και αν δεν είχα δίπλα μου ανθρώπους να με στηρίξουν, θα ήταν ακατόρθωτο. Δυστυχώς, για να μπορέσεις να υπάρξεις σ’ έναν χώρο, η ηλικία και το φύλο παίζουν σημαντικό ρόλο. Πρέπει να αποδεικνύεις συνεχώς την αξία σου. Όσο κι αν θεωρούμε ότι αυτό δεν ισχύει, το βλέπω συχνά να συμβαίνει. Όταν ήρθα, για τα καλά, σε επαφή με τον χώρο του βιβλίου, αντιλήφθηκα τα μελανά του σημεία. Απογοητεύτηκα πολλές φορές. Η ίδια η γραφή και η τέχνη, όμως, με σώζει πάντα. Και η πεποίθηση ότι όταν είσαι κομμάτι ενός χώρου, έχεις την ευκαιρία να επηρεάσεις κάπως τα πράγματα, στο ποσοστό που είναι εφικτό. Τα κατάφερα; Ας το κρίνουν οι αναγνώστες.
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Ο μπαμπάς εμφανίζεται ξαφνικά. Με κοιτάζει από το διπλανό κάθισμα. Μου κάνει νόημα να ξεκινήσω. Να βάλω μπρος τη μηχανή και να φύγω. Ο μπαμπάς, από αμίλητος και θλιμμένος που ήταν, τώρα χαμογελάει. «Πού βρίσκεις το κουράγιο να χαμογελάς ακόμα;» τον ρωτάω. Τον επικρίνω με το ύφος μου, τον κατηγορώ. Θέλω ακόμα να μάθω πώς μπόρεσε να ξεπέσει τόσο πολύ. Δεν φοβήθηκε ούτε μια στιγμή ότι θα έχανε τα πάντα; Δεν μετάνιωσε ποτέ; Μα ο μπαμπάς, πιο εύθυμος τώρα από πριν, μου απαντάει: «Η ζωή είναι θαυμάσια όταν την κοιτάς στο σύνολό της, στο παρελθόν της, σ’ αυτό το είδος χώρου που μεταμορφώνεται ο χρόνος όταν όλα έχουν απομακρυνθεί… Να κοιτάς τον κόσμο μέσα από το πρίσμα ενός πεθαμένου, εάν αυτό είναι μπορετό. Είναι μαγεία. Είναι ένα θαύμα. Κι ύστερα τα πράγματα παίρνουν μία σημασία τόσο μεγάλη…». Τα λόγια τα έχει κλέψει από τον θείο Ευγένιο.
————
Στο ραδιόφωνο ακούγεται η Ημιτελής Συμφωνία του Σούμπερτ. Με τρομάζει οτιδήποτε ημιτελές, οτιδήποτε μένει στη μέση. Αυτή τη στιγμή, με τρομάζουν τα πάντα. Θέλω να βάλω τα κλάματα. Όμως δεν είμαι μωρό. Δεν είμαι παιδί. Δεν πρέπει να κλάψω. Όχι τώρα, όχι ακόμα. Ο θείος Ευγένιος, στη θέση που καθόταν πριν από λίγο ο μπαμπάς, ψιθυρίζει ακαταλαβίστικες λέξεις, κάνει αστείες γκριμάτσες. Τι παράλογος άνθρωπος! Εξαφανίζεται αμέσως. Στον απέναντι τοίχο κάποιος έγραψε με κόκκινη μπογιά: «Τους δαίμονές μου, ή θα τους φάω ή θα με φάνε». Η πόλη βυθίζεται στην ομίχλη. Αρχίζει να βρέχει. Καταρρακτωδώς.