/2 έργα του Γιάννη Μαρή για τη θερινή περίοδο

2 έργα του Γιάννη Μαρή για τη θερινή περίοδο

Γράφει ο ΓιώργιοςΝεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας

Στη νεότερη ελληνική –νεοελληνική- λογοτεχνία, έχουν υπάρξει και παλιότερα δείγματα λογοτεχνίας που τείνουν σε αυτό που ονομάζουμε αστυνομική λογοτεχνία ή λογοτεχνία μυστηρίου. Ένα παράδειγμα γοτθικού μυστηρίου βασισμένη σε πραγματική ιστορία συνιστά το υπέροχο «Φάντασμα» του Γρηγόριου Ξενόπουλου (+1951), ενώ προς την αστυνομική λογοτεχνία τείνουν τόσο το «Έγκλημα στο Ψυχικό» του Παύλου Νιρβάνα (+1937), όσο και ο «Συμβολαιογράφος» του Αλέξανδρου-Ρίζου Ραγκαβή (+1892), ο οποίος μας έχει δώσει επίσης και δείγματα γοτθικής λογοτεχνίας όπως τον «Γλούμυ-μάουθ», όπου απεικονίζεται μεταξύ άλλων η ένταση και το αγωνιώδες ενδιαφέρον με το οποίο οι άνθρωποι της βικτωριανής εποχής έβλεπαν τις κοινωνικές ανισότητες, ενός εντελώς αρρύθμιστου ακόμη –μιλάμε για τον 19ο αιώνα- κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

Αλλά πατέρας της «ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας» έχει θεωρηθεί ευρέως ο Γιάννης Μαρής (+1979). Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί γνωστοί ή/και μεγάλοι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας ξεκίνησαν να γράφουν κατά την ώριμη νεότητά τους: ο Νέσμπο κυκλοφόρησε τη «Νυχτερίδα» στα 37 του, ενώ ο  Ρέιμοντ Τσάντλερ στα 44 του έβγαλε τον πληθωρικό «Μεγάλο Ύπνο». Από αυτόν τον άτυπο –ας πούμε- κανόνα δεν ξεφεύγει ο Γιάννης Μαρής, που εξέδωσε το «Έγκλημα στο Κολωνάκι» στα 35 του. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη συμβολή και άλλων μεγάλων της εποχής εκείνης –όπως ήταν για παράδειγμα ο Τζ. Κορίνης- σήμερα θα παρουσιάσουμε 2 βιβλία αστυνομικής πλοκής του Γιάννη Μαρή που καταδεικνύουν ότι ο τίτλος αυτός δεν του δόθηκε άδικα. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα προτείνουμε δύο βιβλία «καλοκαιρινά», δηλαδή που ξετυλίγονται σε φόντο θερινό, το ένα στην Αθήνα και το άλλο στη Μύκονο.

Πρώτο βιβλίο είναι: «Το καλοκαίρι του φόβου» (1971). Εδώ έχουμε ένα αστυνόμο Μπέκα συνταξιούχο, μέσα στη «δαιμονισμένη ζέστη», καταπώς θά’ λεγε ο Σεφέρης, του αθηναϊκού μεσοκαλόκαιρου, ο οποίος, ωστόσο δεν είναι παροπλισμένος. Θα δεχτεί στο σπίτι του ένα μοντέρνο νεαρό της εποχής μετά το ‘68 και, όντας γιος παλιού του φίλου, αποφασίζει να τον βοηθήσει σε μια παράξενη υπόθεση: ο νεαρός αυτός -που έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα και έχει ανακαλύψει ένα πτώμα- εξαφανίζεται και τελικά βρίσκεται πνιγμένος.

Πρόκειται, κατά τρόπο αντίστοιχο με την «Κοιλάδα του φόβου» του Σέρλοκ Χολμς,  για την τελευταία χρονολογικά υπόθεση του θρυλικού και κοσμαγάπητου Αστυνόμου.

Η πλοκή ξεκινά και αναπτύσσεται γραμμικά, όπως σε άλλα έργα του Μαρή («Έγκλημα στα παρασκήνια»), ωστόσο κάπου προς τη μέση θα αρχίσουν οι ανατροπές. Μέσω και του ίδιου του αστυνόμου, που είναι ένας «απολίτικος μικροαστός» όπως ο ίδιος μας ομολογεί, έχουμε απολαυστικά κοινωνικά σχόλια, που δείχνουν μεταξύ άλλων το μηδενισμό, τη διαφθορά και την ελαφρομυαλιά της αθηναϊκής πλουτοκρατίας της εποχής εκείνης, της οποίας η νεολαία δείχνει να γλεντοκοπάει από εσπέρας έως πρωΐας και χωρίς… ορατό τέλος. Εντούτοις, θα δούμε, κατά τρόπο παρόμοιο με τη θεία Prudence στα «Φονικά Μυστήρια της Μις Φίσερ» τις «κοινωνικές προκαταλήψεις», όπως εκφράζονται από το Διευθυντή της Αστυνομίας, που θα προσπαθήσει να αποτρέψει το Μπέκα, με προτροπές και προσβολές. Εντούτοις, ο Μπέκας, αν και αντιπαθεί τα κολονακιώτικα ήθη της εποχής, είναι αμερόληπτος και απροσωπόληπτος σε ό,τι έχει να κάνει με το έγκλημα (κάπως όπως ο Σαρτζετάκης ως εισαγγελέας, κατά τη δολοφονία του Λαμπράκη, ας πούμε), ανεξαρτήτως του πού ανήκει κοινωνικά-οικονομικά ο δράστης. 

Δεύτερο βιβλίο που προτείνουμε εδώ είναι το «Ταξίδι χωρίς γυρισμό» (1970) του Γιάννη Μαρή. Πρόκειται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στη Μύκονο περί το έτος 1970. Πρωταγωνιστής είναι ο Ανδρέας Δελαβέρης, ένας ηλιοψημένος νεαρός κοντά στα 30 με γούστα της «αργόσχολης τάξης», κατά τον κοινωνιολόγο Βέμπλεν, των πολύ πλουσίων. Είναι δονζουάν, τζογαδόρος, σκληρόκαρδος και αδίστακτος με τα αισθήματα των άλλων. Μεταξύ άλλων, συχνάζει στη χαρτοπαικτική παρέα της υπερήλικος κ. Αρμάου, στο σαλόνι της οποίας θα γνωρίσει τον κ. Αθανασίου. Ο Αθανασίου είναι μεσήλικας και δεύτερος σύζυγος μιας χήρας κυρίας από τη Μύκονο, η οποία είχε πολύ πλούσιο πρώτο σύζυγο, ονόματι Αποστολάτο, αλλά και θυγατέρα «σε ηλικία γάμου».

Ο Αθανασίου θα δει τη δυσκολία του νεαρού Δελαβέρη -που φαίνεται να ξέρει καλά εκ των προτέρων- να διατηρήσει τον κοσμικό βίο του στη Μύκονο και σύντομα θα του προτείνει στο περιθώριο των χαρτοπαικτικών συναντήσεών τους το εξής: να κάνει την κόρη του να τον ερωτευτεί και να τον παντρευτεί, με συνέπεια να χάσει -βάσει της διαθήκης του Αποστολάτου, εφόσον ο γάμος γίνει πριν τα 25 της ή/και χωρίς τη μητρική συναίνεση- την κληρονομιά της. Έτσι, θα ωφεληθούν, όπως υπόσχεται, κι οι δύο οικονομικά από την τεράστια περιουσία του Αποστολάτου. Ο Δελαβέρης θα δεχτεί την πρόταση. Στο μεταξύ, έχοντας αναγκαστεί λόγω χρέους να κόψει ακάλυπτη επιταγή που θα καλύψει ο Αθανασίου, η πρόταση μετατρέπεται σε εκβιασμό. Ωστόσο, τα σχέδια αυτά διακόπτονται από (μεταξύ άλλων) τη «συνειδησιακή κρίση» του Δελαβέρη και κάποιο απροσδόκητο έγκλημα…

Κι αυτό είναι ένα πολύ-πολύ καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, που δε βασίζεται όμως τόσο ή αποκλειστικά στον αστυνομικό γρίφο (ποιος, γιατί και πώς τέλεσε κάποιο έγκλημα), όσο στην αγωνία και την περιπέτεια, που συνδέονται με τις ανατρεπτικές εξελίξεις, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, της ζωής του πρωταγωνιστή. Απλό σχετικά ως προς το ύφος αλλά και –χωρίς ιδιαίτερα να το προσπαθεί- βαθιά διδακτικό, αναδεικνύοντας τη σοφία και το ψυχικό κάλλος του συγγραφέα του.

Ο Γιάννης Μαρής αγνοήθηκε σε γενικές γραμμές από την κριτική της εποχής, εντούτοις –παρ’ ότι εδώ δε γράφουμε stricto sensu «λογοτεχνική κριτική» φυσικά- έχει πολλές αρετές.

Η γλώσσα του θυμίζει λίγο –λίγο, ξαναλέω- το Γιώργο Θεοτοκά και το ύφος της «δύσκολης απλότητάς» του. Είναι μια καλή δημοτική, δουλεμένη και δοσμένη πάρα πολύ στρωτά και επιπλέον όχι… «γραφή με 100 λέξεις», δηλαδή προγραμματισμένα άτεχνη. Παρ’ ότι θα δούμε και γλαφυρότερες περιγραφές, δεν πλατιάζει εκεί που δεν πρέπει, πολύ δε περισσότερο δεν πλατιάζει για να γεμίσει σελίδες επί σελίδων, αναδεικνύεται γενικά εξαίρετος «οικονόμος του λόγου», ενώ συντηρεί την αγωνία και το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τρόπο φυσικό. Από αυτά και μόνο μπορούμε να καταλάβουμε πως εκτός από «πατέρας της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας», παραμένει ένας κορυφαίος λογοτέχνης και για το σήμερα και είναι ίσως ο καλύτερος Έλληνας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας που ο συγγραφέας αυτού του άρθρου έχει διαβάσει.

Ανακαλύψτε τον (από τις εκδόσεις Ατλαντίς, Πεχλιβανίδη κ.ά. και εσχάτως την Άγρα), για ένα ένδροσο, όμορφο και μυστηριώδες αναγνωστικά θέρος!