Το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» ήταν η πρώτη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Παρουσιάστηκε το 1954 στις Κάννες ενώ άνοιξε το Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, κερδίζοντας και βραβείο. ΙΔΡΥΜΑ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
Το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» ήταν μία ρομαντική κομεντί του κυπριακής καταγωγής και από αστική οικογένεια, Κακογιάννη. Θεωρείται άκρως σημαντική για τη μετέπειτα πορεία του Ελληνικού κινηματογράφου και αποκόμισε θετικές κριτικές στο Φεστιβάλ των Καννών. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους δεσπόζουν δύο αξιομνημόνευτοι ηθοποιοί, ο Δημήτρης Χορν και η Ελλη Λαμπέτη. Πλαισιώνονται από επίσης εξαιρετικούς συναδέλφους τους, όπως την Τασώ Καββαδία, τον Γιώργο Παππά, τη Σαπφώ Νοταρά, τον Κώστα Φέρρη, την Χρυσούλα Πατεράκη κ.α.
Ο Δημήτρης Χορν ήταν εκείνος που έκανε το Μιχάλη Κακογιάννη να γράψει το «Κυριακάτικο Ξύπνημα», το οποίο γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία και εκθειάστηκε από τον Τύπο, ανοίγοντας παράλληλα τις πόρτες των παραγωγών για τον κυπριακής καταγωγής σκηνοθέτη.
Εναν χρόνο αργότερα (το 1955) ο Κακογιάννης επιστρέφει στο «κινηματογραφικό γίγνεσθαι» με την ιδιαίτερα δημοφιλή «Στέλλα».
Με τη συγκεκριμένη ταινία ο Κακογιάννης είχε τη δυνατότητα να αποβάλει τον τίτλο του σκηνοθέτη κωμωδιών που η εγχώρια και ξένη κριτική του είχε αποδώσει μετά το «Κυριακάτικο Ξύπνημα».
Η ταινία που βασίζεται στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1995, αποκομίζοντας άκρως θετικά σχόλια από τους κριτικούς.
Πολλοί έκαναν λόγο για αποκάλυψη, όσον αφορά στην πρωταγωνίστρια –και πρωτομεφανιζόμενη στο φεστιβάλ των Καννών-, την αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη, και για αρχαία τραγωδία όσον αφορά στο τέλος της ταινίας.
Η «Στέλλα» τιμήθηκε με το Βραβείο Χρυσής Σφαίρας Καλύτερης Ξένης Ταινίας από την Επιτροπή Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Χόλυγουντ το 1955.
«Το κορίτσι με τα Μαύρα» ήταν η τρίτη κινηματογραφική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1956 και έχει κερδίσει το Βραβείο Χρυσής Σφαίρας Καλύτερης Ξένης Ταινίας από την Επιτροπή Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Χόλυγουντ και την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας το 1958. Στην ταινία ο Κακογιάννης μελετά και αποδίδει τη δομή και τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας την εποχή εκείνη, δίνοντας έμφαση στην επαρχία όπου το θέμα της οικογενειακής τιμής είχε ιδιαίτερη βαρύτητα.
Στο «κορίτσι με τα Μαύρα» ο Κακογιάννης ξαναβρίσκει το πρωταγωνιστικό δίδυμο της πρώτης ταινίας, τους Δημήτρη Χορν και Ελλη Λαμπέτη. Λέγεται μάλιστα, ότι λόγω της ταινίας, η σημαντική Ελληνίδα ηθοποιός γνώρισε το δεύτερο σύζυγό της, Frederic Wakeman, ο οποίος αφού είδε την ταινία στο Λονδίνο και ενθουσιασμένος από την ερμηνεία της, ήλθε στην Ελλάδα για να την γνωρίσει.
Η ταινία γυρίστηκε με μία κάμερα το καλοκαίρι του 1955 στην Υδρα, μπροστά στα παλαιά σπίτια με τον Κακογιάννη να απαρνιέται τα στούντιο. Τα 87.552 εισιτήρια που έκοψε στην Ελλάδα και οι διθυραμβικές κριτικές που αποκόμισε στο εξωτερικό, οδήγησαν το σημαντικότερο, τότε, κινηματογραφικό παραγωγό, Φιλοποίμενα Φίνο, να χρηματοδοτήσει την επόμενη ταινία του Κακογιάννη, «Το τελευταίο ψέμα».
Δύο χρονιά μετά «Το κορίτσι με τα Μαύρα», ο Κακογιάννης επιστρέφει στη Μεγάλη Οθόνη με το «Τελευταίο ψέμα». Είναι η τέταρτή του ταινία που παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ των Καννών ενώ συμμετείχε και στα Φεστιβάλ της Μελβούρνης το 1959 και του Σαν Φρανσίσκο (την ίδια χρονιά). Αποκόμισε το βραβείο κριτικών Αγγλίας ενώ η Ελλη Λαμπέτη ήταν υποψήφια στην κατηγορία καλύτερη ξένη ηθοποιός στα βραβεία BAFTA της Βρετανικής Ακαδημίας.
Αυτή είναι η τρίτη ταινία όπου ο Κακογιάννης συνεργάζεται με την Ελλη Λαμπέτη, η ερμηνεία της οποίας έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις καλύτερές της.
Μετά τη λαϊκή κοινωνία, την επαρχία, ο κυπριακής καταγωγής σκηνοθέτης σε αυτό του το δημιούργημα πραγματεύεται τη συμπεριφορά της μεγαλοαστικής κοινωνίας σε συνδυασμό με τις λαϊκές θρησκευτικές εορτές και το «θαύμα».
Το 1960 ο Κακογιάννης φέρνει στο κινηματογραφικό γυαλί το πρώτο του σενάριο (στο οποίο συνεργάστηκε με την Τζέιν Κομπ), την Eroica. Είχε διαβάσει αρκετά χρόνια πριν (όταν ήταν ηθοποιός στο Λονδίνο ακόμα) το ομώνυμο βιβλίο του Κοσμά Πολίτη, μία λυρική μυθιστορία της εφηβείας και αποφάσισε να γράψει ένα σενάριο.
Η Eroica, απέσπασε «Ειδική Μνεία» στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1960 και το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στην Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη το 1961. Είναι ένα κοινωνικό δράμα και η μοναδική ταινία που ο Κακογιάννης συνεργάστηκε αποκλειστικά με ερασιτέχνες ηθοποιούς κάτι που όπως παραδέχθηκε αργότερα ήταν λάθος, καθώς το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό. Η ταινία εισπρακτικά (στην Ελλάδα) δεν πήγε τόσο καλά, κόβοντας περίπου 19.000 εισιτήρια.
Το 1961 ο Μιχάλης Κακογιάννης παρουσίασε το δράμα «Χαμένο Κορμί», μία Ελληνοιταλική παραγωγή.
Μιχάλης Κακογιάννης: Η φιλμογραφία του #18. Το σενάριο υπογράφει ο ίδιος σε συνεργασία με Φρέντερικ Ουέικμαν. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους είχε η Ελλη Λαμπέτη και ο Βαν Χέφλιν.
Στην ταινία που γυρίστηκε στην Ιταλία, ένας βαθύπλουτος και μεσήλικας Αμερικανός ναυαγεί με το γιοτ του κάπου στην Καραϊβική. Εκεί, αναμένοντας τη σωτηρία, έρχεται σε φλας μπακ στο μυαλό του η προηγούμενη ζωή του και κυρίως η σχέση του με την πρώην γυναίκα του.
Με την «Ηλέκτρα» ο Κακογιάννης εγκαινιάζει τη λεγόμενη τριλογία του (Τρωάδες, Ιφιγένεια). Ο παγκοσμίου φήμης πλέον σκηνοθέτης, μετά τo «Χαμένο Κορμί», αναζητούσε πηγή έμπνευσης για την επόμενη ταινία του στην αρχαία τραγωδία και τότε έπεσε πάνω στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη.
Ο ίδιος ανέλαβε τη μετάφραση του έργου, αποδίδοντας ένα σενάριο που χαρακτηρίστηκε διεισδυτικό, ρυθμικό και γεμάτο ένταση. Την περίοδο μάλιστα που γραφόταν το σενάριο της ταινίας, αντιμετώπιζε μία προσωπική τραγωδία, καθώς είχε προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στο οποίο είχε χάσει τη ζωή του ένας άνθρωπος και αντιμετώπιζε τη δοκιμασία των δικαστηρίων και της φυλακής.
Η «Ηλέκτρα» που ήταν παραγωγή της Φίνος Φιλμ, προβλήθηκε στις Κάννες (το 1962) και έχει κερδίσει, πλην της υποψηφιότητας για Οσκαρ στην κατηγορία της καλύτερης Ξένης ταινίας (το 1962), άλλες 25 διεθνείς διακρίσεις. Η Ειρήνη Παππά σο ρόλο της Ηλέκτρας χαρακτηρίστηκε μία σύγχρονη Ελληνίδα τραγωδός του κινηματογράφου.
Το 1964 ο Μιχάλης Κακογιάννης παρουσιάζει τον «Αλέξη Ζορμπά», μία ταινία που αποθέωσε πλέον τη φήμη του και μαζί την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό, συμβάλλοντας στην τουριστική ανάπτυξη της χώρας.
Η ταινία που είναι Αμερικάνικη παραγωγή βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη. Ο Κακογιάννης είχε απελπιστεί εντελώς διότι νόμιζε ότι δεν θα γύρισε τον «Αλέξη Ζορμπά», καθώς ο Καζαντζάκης ήταν διάσημος και πολλοί είχαν αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου. Τελικά, κανένας δε μπόρεσε να το γυρίσει σε ταινία, και ο διάσημος σκηνοθέτης, αφού ήρθε σε συνεννόηση με την Ελένη Καζαντζάκη, πήρε τα δικαιώματα και ξεκίνησε το γύρισμα της ταινίας στην Κρήτη.
Η ταινία γυρίστηκε με τη συμμετοχή ξένων και Ελλήνων ηθοποιών καθώς οι παραγωγοί επέμειναν σε κάποιους ηθοποιούς. Οπως και να έχει το αποτέλεσμα έχει χαρακτηριστεί ως εξαιρετικό και ο Αντονι Κουίν στον πρωταγωνιστικό ρόλο απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο τα στοιχεία του ομώνυμου χαρακτήρα.
Η ταινία είχε επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ το 1964 (ταινίας, σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου, φωτογραφίας, σκηνογραφίας, Α’ ανδρικού ρόλου, Β’ γυναικείου ρόλου), κερδίζοντας τρεις, β’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Λίλα Κέντροβα, στο ρόλο της Μαντάμ Ορντάνς (αρχική επιλογή ήταν η Σιμόν Σινιορέ), σκηνογραφίας –Βασίλης Φωτόπουλος- και Φωτογραφίας Ουώλτερ Λάσσαλυ.
Το 1967 ο Μιχάλης Κακογιάννης επιστρέφει (πάλι με μία Αμερικάνικη παραγωγή- της Φοξ) με μία σατιρική κωμωδία αυτή τη φορά, την ταινία «Οταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά».
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ήταν οι Τομ Κόρντει και Κάντις Μπέργκεν. Η ταινία όμως προβλήθηκε ελάχιστα και δεν είχε ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία. Ο ίδιος προβληματίστηκε ιδιαίτερα πιστεύει ότι μέρος της αποτυχίας οφείλεται στην αδέξια διανομή της Φοξ.
Ο προβληματισμός του έγκειται στο γεγονός ότι η ταινία ήταν η πρώτη που κατήγγειλε τα εγκλήματα που προκαλούνται από την ατομική ενέργεια, αλλά δεν έτυχε θετικής αντιμετώπισης από το κοινό.
Η ταινία απέσπασε το Βραβείο Διεθνούς Οργανισμού Ειρήνης.
Τέσσερα χρόνια μετά την ταινία «Οταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά» και την κωμωδία, ο Κακογιάννης επιστρέφει στην τραγωδία και το μεγάλο σύμμαχό του, τον Ευριπίδη, παρουσιάζοντας τις «Τρωάδες».
Η ταινία αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας του. Το έργο αρχικά παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ των Δύο Κόσμων στο Σπολέτο της Ιταλίας, αργότερα στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι, πριν μεταφερθεί κινηματογραφικά με την Κάθριν Χέμπορν στο ρόλο της Εκάβης.
Πλην της Χέμπορν το καστ της ταινίας είναι ένα από τα καλύτερα της εποχής και όχι μόνο, Βανέσσα Ρεντγκρέιβ (Ανδρομάχη), Ζενεβιέβ Μπυζόλντ (Κασσάνδρα) και για ακόμη φορά η Ειρήνη Παπά στο ρόλο της Ελένης, συνθέτουν το παζλ των πρωταγωνιστριών.
Πέραν των ερμηνειών, ο Κακογιάννης, όπως στην Ηλέκτρα, έτσι κι εδώ εντυπωσιάζει με την απόδοση του κειμένου. Οντας εξόριστος στην Γαλλία και λόγω της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, ο διάσημος σκηνοθέτης γύρισε την ταινία στην Ισπανία.
Το ντοκιμαντέρ «Αττίλας 1974» αποτελεί μία προσωπική μαρτυρία του Μιχάλη Κακογιάννη για την κυπριακή τραγωδία.
Αποτυπώνει στο πανί την εισβολή στην Κύπρο και τα γεγονότα που ακολούθησαν μέσα από συνεντεύξεις τόσο πολιτικών, με κεντρικό πρόσωπο το Μακάριο, όσο και απλών ανθρώπων.
Ως Κύπριος, ο Κακογιάννης παρουσιάζει την αγωνία, τον πόνο και την οδύνη των συμπατριωτών του μετά την τραγωδία.
Ο «Αττίλας 1974» κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ Μεγάλου Μήκους στη Φλωρεντία.
Το 1977 ο Μιχάλης Κακογιάννης ολοκληρώνει την τριλογία του με την «Ιφιγένεια». Μία ακόμη ταινία βασισμένη στην αρχαία τραγωδία του Ευριπίδη.
Στο ρόλο της Ιφιγένειας διακρίνεται η νεαρή Τατιάνα Παπαμόσχου ενώ την Κλυταιμνήστρα υποδύεται η Ειρήνη Παπά και τον Αγαμέμνονα ο Κώστας Καζάκος.
Η ταινία προτάθηκε το 1977 για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, αλλά έχασε για μία μόλις ψήφο από τη «Madame Rosa» του Μοσέ Μιζραχί.
Η «Ιφιγένεια» κυριάρχησε την ίδια χρονιά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποσπώντας τρία βραβεία, μεταξύ των οποίων και της καλύτερης ταινίας.
Οκτώ χρόνια μετά την «Ιφιγένεια» ο Κακογιάννης επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με το κοινωνικό δράμα «Γλυκιά Πατρίδα».
Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα της Κάρολιν Ρίτσαρντς.
Η ταινία μπορεί να γυρίστηκε στην Ελλάδα, Αθήνα, αλλά θέμα της είναι η Λατινική Αμερική και τα γεγονότα της Χιλής μετά τη δολοφονία του προέδρού της Σαλβαντόρ Αλιέντε και την κατάληψη της εξουσίας από το Στρατηγό Πινοσέτ.
Επτά χρόνια μετά την «Γλυκιά Πατρίδα» ο Μιχάλης Κακογιάννης παρουσιάζει την ταινία «Πάνω κάτω και πλαγίως».
Πρόκειται για μία κωμωδία-παρωδία της ζωής στη σύγχρονη πλέον Αθήνα.
Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι για μία ακόμη φορά η αγαπημένη του Ειρήνη Παπά ενώ συμμετέχουν γνωστοί ηθοποιοί τόσο της εποχής εκείνης όσο και σήμερα.
Ο Κακογιάννης στην ταινία πέραν της σκηνοθεσίας, είχε αναλάβει το σενάριο, την παραγωγή και το μοντάζ.
Η τελευταία ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη στις κινηματογραφικές αίθουσες ήταν ο «Βυσσινόκηπος» το 1999.
Η κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου έργου του Αντον Τσέχοφ με ένα καστ άκρως σημαντικών ηθοποιών, όπως τη Σαρλότ Ράμπλινγκ, τον Άλαν Μπέιτς, η Κάτριν Κάρτλιτζ και η Φράνσις ντε Λα Τουρ.
Η ταινία κέρδισε το ειδικό μεγάλο βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ ταινιών του κόσμου στο Μόντρεαλ του 1999.
Η ταινία αποδίδει ακέραια, λιτά και με φινέτσα την ατμόσφαιρα που επικρατεί στη Ρωσία στις αρχές του 19ου αιώνα.