/Βιβλιοκριτική: Τα τελευταία μου λόγια (Santiago H. Amigorena)

Βιβλιοκριτική: Τα τελευταία μου λόγια (Santiago H. Amigorena)

Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας

«Όταν ο πληθυσμός της γης άρχισε να μειώνεται, έψαχναν όλοι να βρουν τον λόγο: τον ένα και μοναδικό. Αυτή πια είχε γίνει η κύρια ανθρώπινη δραστηριότητα. Από πολύ καιρό ήδη, άλλωστε, ο άνθρωπος είχε καταλήξει με τη διαρκή εξειδίκευση, να ξέρει τα πάντα … για το τίποτα. Έφτιαχνε λοιπόν ο καθένας τη θεωρία του, όχι για να βοηθήσει με κάποιο τρόπο να αποφευχθεί το προαναγγελθέν  τέλος, αλλά με μοναδικό σκοπό του να πείσει τους άλλους.»

Ήδη μια ανάγνωση της εποχής μας με όρους όμως «προφητείας» μια δυστοπίας που γράφεται αρκετά χρόνια πριν. Αυτός είναι ο κόσμος του Amigorena και καταπιάνεται να τον περιγράψει την ώρα που τελειώνει. Βρισκόμαστε στο 2086 όπου λόγω έλλειψης πόρων έχει αρχίσει ο Αποπληθυσμός της γης κι έχουν απομείνει λίγες χιλιάδες κόσμου ανά την υφήλιο οπότε κι έρχεται το Κάλεσμα, μια προτροπή ουσιαστικά να μαζευτούν όλοι στην Αθήνα και να πεθάνουν δίπλα στην Ακρόπολη. Το τέλος έχει γίνει παραδεκτό ως αναπόδραστο από καιρό. Η εξιστόρηση αρχίζει όταν έχουν μαζευτεί λίγο πάνω από χίλιοι άνθρωποι στην Ακρόπολη απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και σύντομα εστιάζεται στους τελευταίους πέντε. Το ρόλο του αφηγητή καταλαμβάνει ένας Έλληνας που συνομιλεί μ’ έναν υπεραιωνόβιο άνδρα «προερχόμενο από το Βορρά» που του έδωσε το όνομα Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Όταν πεθαίνει κι αυτός αφηγητής συνεχίζει να μονολογεί δίνοντας υπόσταση στα «τελευταία του λόγια» του τίτλου. 

Πάνω σ’ αυτόν το εσχατολογικό καμβά με τους λίγους πρωταγωνιστές καταφέρνει ο συγγραφέας και συνθέτει ένα σκηνικό που καθηλώνει τον αναγνώστη και του προκαλεί ρίγη ανατριχίλας. Δεν πρόκειται για υπερβολή. Με εξαιρετικά λιτό αλλά γλαφυρό τρόπο κρατάει τον αναγνώστη ενεό σε όλη την έκταση των μόλις 151 σελίδων. Χωρισμένο σε 165 κεφάλαια με τα περισσότερα να έχουν έκταση από δύο γραμμές έως πέντε.

Κάθε δυστοπία μοιραία αποκτά και μια προφητική χροιά και πάντα έτσι διαβάζεται.

Ωστόσο, η  πολύ κοντινή μας χρονολογία που επίλεξε ο Amigorena να διαδραματίζεται το βιβλίο του καθώς και πολλές από τις «προφητικές» εξηγήσεις που δίνει και τοποθετούνται στις αρχές της δεκαετίας του 2020, σήμερα δηλαδή, και είναι ακριβείς, οδηγούν τον αναγνώστη να γυρίζει τις σελίδες κυριολεκτικά ασθμαίνοντας από την αγωνία αλλά και το φόβο ότι κι οι υπόλοιπες «προφητείες» πρόκειται να επιβεβαιωθούν. Είναι εντυπωσιακή η επίπτωση στο συναίσθημα που πετυχαίνει κι αυτό ίσως είναι απότοκο της άλλης τέχνης που κατέχει ο συγγραφέας, αυτή του σκηνοθέτη. Είναι δυνατόν να μείνει κανείς ασυγκίνητος και να μην τον καταλάβει τρόμος διαβάζοντας ότι η ανθρωπότητα σβήνει γιατί «οι άνθρωποι κολλάνε ένα Ιό που τους κάνει να βήχουν μέχρι να πεθάνουν» ;  

Όπως εξηγεί η μεταφράστρια του βιβλίου, η Τιτίκα Δημητρούλια, στην Εισαγωγή της, οδηγός του βιβλίου αυτού για τον Amigorena στάθηκε το βιβλίο του  Freidrich Holderling, «Υπερίων» το οποίο γράφτηκε  στα τέλη του 18ου αιώνα απηχώντας ένα κίνημα φιλελληνισμού που διέτρεχε όλη την Ευρώπη την εποχή εκείνη. Μάλιστα το βιβλίο του Holderling συνέπεσε με την ολοκλήρωση του «Θούριου» του Βελεστινλή το 1797 και ξαναδιαβάστηκε εκτεταμένα κατά την επανάσταση των Ελλήνων το 1821. Το βιβλίο του Amigorena «συνομιλεί» διακειμενικά με αυτό του Holderling  σε βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί μία σπουδή πάνω στο έργο του Γερμανού αυτού συγγραφέα και ποιητή. Είναι τέτοιος ο θαυμασμός του συγγραφέα προς τον Γερμανό ομότεχνό του απ’ τον οποίο και προφανώς παρακινήθηκε για να γράψει «Τα τελευταία μου λόγια», που παραθέτει αυτούσια σπαράγματα από τον «Υπερίωνα», ονομάζει τον ήρωά του Μπελαρμέν αντί Μπελαρμίνιο στο κείμενο του Helderling, τοποθετεί τη δράση στην Ελλάδα, ο Σαίξπηρ του κειμένου κρατάει ένα «βιβλίο χωρίς εξώφυλλο που έχει μάθει σχεδόν απ’ έξω» που σαφώς υπαινίσσεται ότι πρόκειται για τον «Υπερίωνα» κλπ. Αναζητώντας έναν άλλο λόγο που «πάτησε» πάνω στον «Υπερίωνα» ο Amigorena θα πρέπει να σταθούμε στο γεγονός ότι στο έργο του Γερμανού φιλέλληνα συναντώνται η αρχαία με τη νέα Ελλάδα. Δίνουν δηλαδή την εξήγηση για το ότι επιλέγεται η σύγχρονη Ελλάδα ως προορισμός του Καλέσματος και η Ακρόπολη ως σύνδεσμος με την αρχαία Ελλάδα. 

Στο βιβλίο επίσης περιλαμβάνεται Παράρτημα με ανάλυση από την Καθηγήτρια Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, Αναστασίας Αντωνοπούλου, αυτής ακριβώς της διακειμενικής σχέσης των δύο βιβλίων και το διήγημα του Maurice de Guerin, «Κένταυρος» σε μετάφραση του Σωτήρη Σκίπη.

Συνοψίζοντας, «Τα τελευταία μου λόγια» του Amigorena, είναι ένα βιβλίο που δημιουργεί κι «εγγράφει» πολύ έντονες σκηνές στο μυαλό του αναγνώστη,

που τον καλεί να στοχαστεί πάνω στη ζωή του και το ρόλο του ως πολίτη αυτού του πλανήτη, που δεν παίρνει θέση για το πρακτέο παρά μόνο για τη διαπίστωση των αιτίων, και που μένει στο μυαλό του αναγνώστη για πάντα. Είναι άλλη μια εξαιρετική επιλογή στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg που δεν πρέπει ν’ αγνοήσουμε. 

 

4,5/5