/Στράτης Μυριβήλης: Αντιµιλιταριστής πατριώτης και λυρικός πεζογράφος

Στράτης Μυριβήλης: Αντιµιλιταριστής πατριώτης και λυρικός πεζογράφος

Ο Στράτης Μυριβήλης, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, αντιµιλιταριστής πατριώτης και λυρικός πεζογράφος του Αιγαίου, ένας «αδιάλλακτος της λογοτεχνίας» σε συνεχή αναζήτηση της ελληνικότητας, γεννήθηκε στην υπόδουλη ακόµη Συκαµιά της Λέσβου το 1890. Ανήκει στη γενιά εκείνη που πολέµησε για την ανόρθωση του ελληνισµού κατά τους βαλκανικούς πολέµους, που παρακολούθησε µε πόνο τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και τελικά στράφηκε σε έναν ενδοσκοπικό εθνικισµό, αναζητώντας µε πάθος τα διακριτικά της ελληνικής συνείδησης στην ελληνική γη και στη λαϊκή παράδοση.

Ο Στράτης Μυριβήλης, ψευδώνυµο του Ευστράτιου Σταµατόπουλου, ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Χαράλαµπου και της Ασπασίας Σταµατοπούλου. Μέτριος µαθητής, παίρνει το απολυτήριό του από την Αστική Σχολή Συκαµιάς το 1903. Εκεί, ο σχολάρχης Σπύρος Αναγνώστου, µε το κιτρινισµένο δάχτυλό του πάνω στον ανοιγµένο ελληνικό χάρτη, έκανε περιπάτους πάνω στα Βαλκάνια, στη Μικρασία και µέσα στις ελληνικές θάλασσες, περιπάτους αντάξιους της Μεγάλης Ιδέας. Έτσι ξεκινάει ο Μυριβήλης το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Απ’ την Ελλάδα. Από τον Σεπτέµβριο της ίδιας χρονιάς έως το 1909 φοιτά στο Γυµνάσιο Μυτιλήνης και στο Γυµνάσιο των Κυδωνιών. Στα γυµνασιακά θρανία η επαφή του µε σηµαντικά κείµενα του δηµοτικισµού Το Ταξίδι του Ψυχάρη, Ο ∆ωδεκάλογος του Γύφτου του Κωστή Παλαµά, η Ιλιάδα του Αλέξανδρου Πάλλη, τα διηγήµατα του Αργύρη Εφταλιώτη, Τα Λόγια της Πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα, αλλά και ανέκδοτα χειρόγραφα ποιήµατα του Γρυπάρη που κυκλοφορούσαν κάτω από τα θρανία διαµορφώνουν πρώιµα τη λογοτεχνική και γλωσσική του συνείδηση. Πεζογραφήµατά του ήδη δηµοσιεύονται σε περιοδικά της Σµύρνης και της Μυτιλήνης.

Το 1912 βρίσκεται στην Αθήνα, παρακολουθεί µαθήµατα στη Φιλοσοφική Σχολή και συγχρόνως εργάζεται ως συντάκτης σε αθηναϊκά φύλλα. Τον Σεπτέµβριο της ίδιας χρονιάς στρατεύεται εθελοντής και παίρνει µέρος στους δύο βαλκανικούς πολέµους. Τραυµατίζεται στη µάχη του Κιλκίς το 1913, αποστρατεύεται και επιστρέφει στην Αθήνα. Εγκαταλείπει όµως τα µαθήµατα της Φιλοσοφικής και εγκαθίσταται τελικά στη Συκαµιά της Λέσβου. Εκεί εργάζεται ως αρχισυντάκτης στην εφηµερίδα «Σάλπιγξ» της Μυτιλήνης και ζει από κοντά το προσφυγικό κύµα από τη Μικρασία. Τότε ήρθε πρόσφυγας από το ∆ικελί και η Ελένη ∆ηµητρίου, η οποία γνωρίζεται µε τον Μυριβήλη, για να τον παντρευτεί αργότερα, στα 1920. Απέκτησαν 3 παιδιά: τη Χάρη, τη ∆ροσούλα και τον Λάµπη. Κατά τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο στρατεύεται στο µέτωπο της Μακεδονίας. Το 1917 κατατάσσεται στο 4ο Σύνταγµα της Μεραρχίας Αχιπελάγους και συµµετέχει στην προκάλυψη του Μοναστηρίου µαζί µε τον αδελφό του, Κίµωνα. Εκεί αρχίζει να γράφει το Η Ζωή εν Τάφω. Ο Μυριβήλης παίρνει µέρος και στη µικρασιατική εκστρατεία.

Μετά την εκκένωση του Εσκί-Σεχίρ καταφεύγει πρόσφυγας στη Θράκη και από εκεί επιστρέφει στη Λέσβο το 1922. Θα παραµείνει στο νησί έως το 1932, οπότε και εγκαθίσταται οικογενειακώς στην Αθήνα. Κύρια επαγγελµατική ενασχόλησή του, κατά την παραµονή του στη Λέσβο έως την εγκατάστασή του στην Αθήνα, είναι η δηµοσιογραφία. Εκδίδει την εβδοµαδιαία εφηµερίδα «Καµπάνα» στην οποία αρχίζει να δηµοσιεύει το Η Ζωή εν Τάφω και αργότερα την καθηµερινή εφηµερίδα «Ταχυδρόµος». Κατά τη διαµονή του στην Αθήνα συνεχίζει να δηµοσιογραφεί και γίνεται τακτικό µέλος της Ενώσεως Συντακτών.

Συνεργάζεται µε πολλές εφηµερίδες και περιοδικά, καθώς και µε τον Ραδιοφωνικό Σταθµό Αθηνών. Το 1938 διορίζεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής ως Τµηµατάρχης Β΄ Τάξεως. Από το 1946 έως το 1950 είναι ∆ιευθυντής Προγράµµατος στο Εθνικό Ίδρυµα Ραδιοφωνίας. Παράλληλα, συµµετέχει ενεργά στη συγκρότηση σωµατείων λογοτεχνών: υπήρξε ιδρυτικό µέλος και διετέλεσε Πρόεδρος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος και της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών. Πέθανε στην Αθήνα, στις 19 Ιουλίου 1969.

Ο Στράτης Μυριβήλης πρωτοεµφανίστηκε µε τη συλλογή διηγηµάτων Κόκκινες Ιστορίες, που δηµοσιεύθηκε στη Μυτιλήνη το 1915. Ακολουθεί Η Ζωή εν Τάφω, πρώτα σε συνέχειες από την εφηµερίδα «Καµπάνα» και σε πρώτη έκδοση το 1924. Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1930 και ήταν σηµαντικά αναθεωρηµένη και προσαυξηµένη µε νέα κεφάλαια. Πραγµατοποιήθηκαν άλλες πέντε, όλες ξαναδουλεµένες. Η έβδοµη και οριστική έκδοση δηµοσιεύθηκε το 1955. Ο Στράτης Μυριβήλης έγραψε άλλα δύο µυθιστορήµατα: Η ∆ασκάλα µε τα Χρυσά Μάτια το 1933 και Η Παναγιά η Γοργόνα, το 1949. Και τα δύο αυτά µυθιστορήµατα είχαν ήδη προδηµοσιευθεί σε συνέχειες από περιοδικά έντυπα. Ένα µεγάλο µέρος του έργου του διοχετεύθηκε σε νουβέλες, διηγήµατα και λυρικά πεζογραφήµατα που δηµοσίευε χωρίς διακοπή. Έγραψε τρεις νουβέλες: Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, που στην τελική του µορφή δηµοσιεύθηκε το 1943, Τα Παγανά το 1944 και Ο Παν το 1946.

Εκτός από τη συλλογή ∆ιηγήµατα που δηµοσιεύθηκε το 1928, οι άλλες συλλογές διηγηµάτων φέρουν χρωµατικούς τίτλους: Το Πράσινο Βιβλίο (1935), Το Γαλάζιο Βιβλίο (1939), Το Κόκκινο Βιβλίο (1952) και Το Βυσσινί Βιβλίο (1959). ∆ηµοσίευσε δύο συλλογές λυρικών πεζογραφηµάτων: Το Τραγούδι της Γης (1937) και Μικρές Φωτιές (1942) και κατέγραψε ταξιδιωτικές εντυπώσεις: Απ’ την Ελλάδα (1954) και Ολυµπία (1958). Μία συλλογή χρονογραφηµάτων δηµοσιεύθηκε µε τον τίτλο Πτερόεντα, ενώ ιδιαίτερα σηµαντικά είναι και τα κριτικά µελετήµατα. Τα τρία µυθιστορήµατα και Ο Βασίλης ο Αρβανίτης µεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες, φανερώνοντας την απήχηση του έργου του και στο εξωτερικό. Ο Μυριβήλης τιµήθηκε για το έργο του όσο ζούσε.

Το 1940, µε το κρατικό βραβείο Πεζογραφίας για το Γαλάζιο Βιβλίο. Το 1958 εκλέγεται µέλος της Ακαδηµίας, ύστερα από πέντε ανεπιτυχείς υποψηφιότητες και διορίζεται τιµητικά µέλος του ∆ιεθνούς Ινστιτούτου Γραµµάτων και Τεχνών. Το 1959 του απονέµεται ο Σταυρός του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγµατος του Γεωργίου του Α΄. Προτάθηκε τρεις φορές για το Νόµπελ ενώ το 1969, λίγο πριν από τον θάνατό του, η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον ανακηρύσσει επίτιµο πρόεδρό της. Το έργο του Στράτη Μυριβήλη µελετήθηκε εκτενώς από την κριτική και τοποθετήθηκε κυρίως στο πλαίσιο του πολεµικού µυθιστορήµατος και της γενιάς του ’30.

Ξαναδιαβάζοντας ωστόσο σήµερα τον Μυριβήλη, οι παρατηρήσεις µας περιστρέφονται κυρίως γύρω από δύο κεντρικούς άξονες που προσδιορίζουν τον γενικό χαρακτήρα του έργου του σε όλη την πορεία του: ρεαλισµός και / ή λυρισµός, παράδοση και / ή ανανέωση. Μέσα από το πρίσµα αυτό τίθενται ζητήµατα που έχουν κατά καιρούς απασχολήσει την κριτική, όπως η επιτυχία µυθιστορηµατικής σύνθεσης, η εναρµόνιση του Μυριβήλη µε τη γενιά του ’30, καθώς και το ζήτηµα της γλώσσας και της µορφικής επεξεργασίας των κειµένων.

Η παραδοσιακή και ξεπερασµένη για την εποχή της επιστολιµαία µορφή του Η Ζωή εν Τάφω αποβαίνει το εκφραστικό µέσο µιας νεωτερικής αντίληψης του πολέµου και της υποκειµενικής έκφρασης της πραγµατικότητας. ∆εν πρόκειται εδώ για την ηρωική διάσταση του πολέµου, αλλά για µια πραγµατικότητα φρικιαστική, έτσι όπως βιώνεται από τον φοιτητή λοχία Κωστούλα και καταγράφεται στο ηµερολόγιό του. Είναι η φρίκη των χαρακωµάτων έτσι όπως την έζησε ο ίδιος ο συγγραφέας. Το αντιπολεµικό µήνυµα του έργου αναδεικνύεται µέσα από την ωµότητα της ρεαλιστικής περιγραφής που χρησιµοποιεί τη φρίκη ως µέσο απώθησης και εξισώνει όλους τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς, κάτω από το βάρος της συντριβής της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εµπειρίας και η αντιπολεµική ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή την αµεσότητα του ρεαλισµού.

Η εσωτερικευµένη όµως πραγµατικότητα επιτρέπει λυρικές εξάρσεις και συναισθηµατική φόρτιση. Η εξαντλητική επεξεργασία του λόγου, προϊόν των αλλεπάλληλων αλλαγών και αναθεωρήσεων του αρχικού κειµένου της πρώτης έκδοσης, αγγίζει πολλές φορές τη γλωσσική εκζήτηση και γίνεται ιδιαίτερα εµφανής στην περιγραφή τόσο της εξωτερικής και αντικειµενικής πραγµατικότητας όσο και της εσωτερικής, του αφηγητή λοχία. Ο ρεαλισµός του Μυριβήλη παραµένει λυρικός, χωρίς να αναιρείται ούτε η αυθεντικότητα της πραγµατικής εικόνας του πολέµου ούτε και η εσωτερικευµένη βίωσή της. Άλλωστε, µοναδική διέξοδος από τον παραλογισµό του πολέµου είναι η αγάπη για τη ζωή, η ερωτική έλξη για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον. Και καλύτερη µαρτυρία γι’ αυτό δεν µπορεί να είναι παρά η προσωπική.

Η αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον θα παραµείνει άλλωστε ο συνεκτικός ιστός της σκέψης του και ολόκληρου του έργου του στην εξελικτική του πορεία, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές µετατοπίσεις του συγγραφέα που έχουν επισηµανθεί. Η πολύ συγκεκριµένη και πολύ τραυµατική εµπειρία του πολέµου αρχικά υποδεικνύει τη δύναµη της φύσης, ως φυσική ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου και ερωτική έλξη. Αργότερα θα καταλήξει σε έναν οικουµενικό ανθρωπισµό, που θα στηλιτεύσει κάθε πολιτική θεωρία και κάθε υπαρκτό σύστηµα, εφόσον µέσα από τον δογµατισµό τελικά στρέφονται εναντίον του ίδιου του ανθρώπου, της αξιοπρέπειάς του και της πνευµατικής ελευθερίας του.

Με αφετηρία την επιστροφή του πολεµιστή µετά τον πόλεµο, την προσπάθεια ένταξής του σε ένα σχεδόν ξένο πια κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και την υπεροχή της φυσικής ερωτικής έλξης απέναντι σε ηθικά διλήµµατα και ιδεολογικούς προβληµατισµούς, ο Μυριβήλης θα προσπαθήσει να δηµιουργήσει ένα πραγµατικό µυθιστόρηµα, τη ∆ασκάλα µε τα Χρυσά Μάτια, αποµακρυσµένο από τον αυτοβιογραφικό λόγο του Η Ζωή εν Τάφω. Ωστόσο, το σχήµα αυτό αποτελεί τη βάση ενός µύθου που δεν κατορθώνει να µετουσιωθεί µέσα από τα πρόσωπα της πλοκής. Γράφοντας τη ∆ασκάλα µε τα Χρυσά Μάτια ο Μυριβήλης θα προσπαθήσει να εναρµονισθεί µε τις γενικότερες επιδιώξεις της γενιάς του ’30, αλλά θα βρεθεί παγιδευµένος σε αντιθέσεις. Ο έντονος ιδεολογικός διδακτισµός χαλαρώνει το κεντρικό νήµα της πλοκής, ενώ ο
ρεαλισµός της κοινωνικής κριτικής δεν κατορθώνει να ανανεώσει πραγµατικά την παράδοση της ηθογραφίας ενός Καρκαβίτσα και ενός Παπαδιαµάντη. Ο µόνος δρόµος που µένει ανοικτός για τον θερµό αυτόν πατριώτη από τη Λέσβο, και που µε συνέπεια θα ακολουθήσει στο εξής, είναι η λαϊκή παράδοση. Η ανανέωση έρχεται µέσα από την επιστροφή στην παράδοση και κυρίως µέσα από την αναγωγή της σε αξία συλλογική. Η ηθογραφική διάσταση του έργου του εξελίσσεται προοδευτικά σε σθεναρή αναζήτηση της ελληνικότητας, η οποία θα αποτελέσει το επίκεντρο των προσπαθειών του, τόσο ως προς το περιεχόµενο των κειµένων όσο και ως προς τον λόγο που χρησιµοποιεί.

Μέσα στο πνεύµα αυτό, αν διαβάσουµε το έργο του Μυριβήλη που ακολούθησε τη ∆ασκάλα µε τα Χρυσά Μάτια θα διαπιστώσουµε την προοδευτική εξέλιξη µιας πορείας που ξεκίνησε από µια σαφή και συγκεκριµένη αντιπολεµική ιδεολογία, αντιµετώπισε µε δυσκολία την προσαρµογή της τραυµατικής εµπειρίας του πολέµου και της αναµφισβήτητης αγάπης για την πατρίδα µε τα δεδοµένα της ειρηνικής κοινωνίας και τελικά κατέληξε να αναζητά την εθνική και φυλετική ουσία στο παρελθόν, µέσα στη λαϊκή παράδοση, που αποβαίνει έτσι υποθήκη για το µέλλον ως εθνική αυτογνωσία. Η Παναγιά η Γοργόνα, το τρίτο του µυθιστόρηµα, όσο και αν στηρίζεται στην κοινωνία της προσφυγιάς, στην ουσία αποτελεί ένα ηθογραφικό πορτραίτο µε διαστάσεις συλλογικές. Για τον λόγο αυτό άλλωστε και τα πρόσωπα του έργου δεν έχουν µυθιστορηµατική αυτοτέλεια, αλλά αποτελούν επιµέρους όψεις ενός νησιωτικού πολιτισµού. Παράλληλα, η δύναµη της φύσης φανερώνει την υπεροχή της έναντι του λογικού, συνδέεται µε λαϊκές δοξασίες, αλλά και µε τον ερωτισµό και εκδηλώνεται µε όλη την ορµή και τον ηδονισµό του, ιδιαίτερα στις νουβέλες Παν και Βασίλης ο Αρβανίτης.

Οι έννοιες του λυρισµού και του ρεαλισµού χάνουν τα όριά τους, γιατί η ρεαλιστική και ηθογραφική αποτύπωση της παράδοσης και των ανθρώπινων τύπων ανάγεται, µέσα από λυρικές εξάρσεις, σε όψη της ελληνικότητας, της ελληνικής φυλής. Μια φυλή τυραννισµένη και πληγωµένη από εκπατρισµούς. Μια φυλή γεννηµένη µέσα στη θάλασσα. Στον Μυριβήλη η έννοια της φυλής διαδέχεται την έννοια του Γένους, ενώ η Μεγάλη Ιδέα µετενσαρκώνεται σε αναζήτηση της ελληνικότητας. Το φυσικό περιβάλλον στον Μυριβήλη δεν είναι µόνο αισθητικής τάξης, αλλά και γενεαλογικής, ως αρχέγονη πηγή της ύπαρξης του ελληνισµού, ως\ πηγή της Ιστορίας και του Πολιτισµού. Αργότερα, στα 1952, σε κείµενό του για την ελληνική θάλασσα, θα υποστηρίξει και ακραίες θέσεις, όπως για παράδειγµα ότι κάθε έργο τέχνης, προκειµένου να διατηρηθεί και να δικαιώσει την αξία του οφείλει να είναι εναρµονισµένο µε το πνεύµα της φυλής που το δηµιούργησε. Αλλιώς, είναι καταδικασµένο στην καταστροφή. Η γλώσσα του Μυριβήλη εναρµονίζεται πλήρως µε τον στόχο του και αποτυπώνει σε µια ξεχωριστή προσπάθεια, µέσα από τις συνεχείς αναθεωρήσεις των κειµένων, όλη την εξέλιξη της σκέψης του.

Αντλεί ακατάπαυστα από τη λαϊκή παράδοση, την κιβωτό του ελληνισµού, και µεταφέρει την προφορική διάλεκτο στον γραπτό λόγο χωρίς ωστόσο να προδώσει τη λογοτεχνική δηµιουργία. Έχουν σηµειωθεί βέβαια και κάποιες λεκτικές ακρότητες ή αστοχίες, αποτελέσµατα ενός άκρατου δηµοτικισµού. Η γλωσσική εκζήτηση, θεωρητικά ασύµβατη µε τη ρεαλιστική ηθογραφία, οδήγησε την κριτική να µιλήσει για «ρεαλιστική ωραιολατρεία» ή για «κράµα ρεαλισµού και λυρισµού». Ωστόσο, η αδιάκοπη εκφραστική προσπάθεια του Μυριβήλη συγκροτεί ολόκληρο το έργο του σε ένα σύνολο και ουσιαστικά αναιρεί τις αντιθετικές του όψεις: παράδοση και ανανέωση, ρεαλισµός και λυρισµός µετουσιώνονται σε ένα σώµα, σε µια εσωτερικευµένη ποίηση της ζωής και της φύσης, µε στόχο να προβάλουν την αξία και την ουσία του ελληνικού στοιχείου.

Ο Στράτης Μυριβήλης συµπορεύθηκε µε τη γενιά του ’30, αλλά διακρίθηκε σε πολλά σηµεία από τις επιδιώξεις της. Η πίστη στην παράδοση, η προσκόλληση στο νησιωτικό περιβάλλον και οι ηθογραφικές διαστάσεις του έργου του δεν εναρµονίζονται πλήρως µε τα ζητούµενα της γενιάς αυτής. Ωστόσο, ο Μυριβήλης µέσα από την προσωπική του πορεία, µε τους ξεχωριστούς δικούς του τρόπους, ανανεώνει την παράδοση και την ανάγει σε αξία συλλογική, αναζητά µε πάθος την ελληνικότητα, εκφράζει την αναγεννητική ορµή της φύσης και τη βαθιά του πίστη στον άνθρωπο και στην πνευµατική του ελευθερία, αποβαίνοντας έτσι ένας από τους κυριότερους εκφραστές του καιρού του.