/Οι αναμνήσεις του Τζόρτζιο ντε Κίρικο από την Ελλάδα

Οι αναμνήσεις του Τζόρτζιο ντε Κίρικο από την Ελλάδα

Ο Τζόρτζιο (Τζόρτζο) ντε Κίρικο γεννήθηκε στο Βόλο στις 10 Ιουλίου 1888.

Ο πατέρας του ο  βαρόνος Εβαρίστο ντε Κίρικο με μακρινή καταγωγή από την Κροατία, είχε σπουδάσει μηχανικός στο Τορίνο και τη Φλωρεντία. Είχε προσληφθεί ως κατασκευαστής σιδηροδρομικών γραμμών στα νέα βαλκανικά κράτη πρώτα στη Βουλγαρία και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Η μητέρα του Τζέμα Τσερβέτο λέγεται ότι ήταν αριστοκρατικής γενοβέζικης καταγωγής. Η ιταλική κουλτούρα και παράδοση χαρακτήριζε την οικογένεια παράλληλα με τις αυστηρές αρχές.

Οι μετακινήσεις για τον μικρό Τζόρτζο και την οικογένειά του ήταν συχνές λόγω της φύσης του επαγγέλματος του πατέρα του.

Το 1891 γεννήθηκε ο αδελφός του Αντρέα (διάσημος συγγραφέας με το ψευδώνυμο Αλμπέρτο Σαβίνιο) στην Αθήνα, όπου είχαν μετακομίσει, ενώ λίγο πιο πριν είχε πεθάνει η τετράχρονη αδελφή τους Αδελαΐδα.

Η Αθήνα διατηρούσε ακόμη την όψη αγροτικής πόλης, με πληθυσμό λίγο περισσότερο από 100.000 κατοίκους. όμως αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς.

Η αυστηρή και πουριτανική οικογένεια Ντε Κίρικο καλλιέργησε τις καλλιτεχνικές κλίσεις που εκδήλωσαν τα παιδιά  από νωρίς, στο σχέδιο, στη ζωγραφική και στη μουσική.

Τα πρώτα μαθήματα σχεδίου που πήρε ο Τζόρτζο ήταν από έναν νεαρό υπάλληλο του σιδηροδρόμου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από τη ζωή μου»  ο πρώτος του δάσκαλος ονομαζόταν Μαυρουδής. Ήταν  ένας Έλληνας από την Τεργέστη με βενετσιάνικη προφορά ο οποίος σχεδίαζε καταπληκτικά  Ο Τζόρτζο τον θαύμαζε απεριόριστα για τη δεξιοτεχνία του και τον τρόπο με τον οποίο τον δίδασκε σχέδιο και σκίαση. Ο θαυμασμός του ήταν τέτοιος, ώστε είχε πει ότι όταν αργότερα παρατηρούσε ή αντέγραφε έργα μεγάλων ζωγράφων, όπως ο Ραφαήλ, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Χόλμπαν και ο Ντύρερ, η επιρροή του πρώτου δασκάλου του ήταν μεγαλύτερη από αυτές τις παρατηρήσεις.

Η περίοδος διδασκαλίας με τον Μαυρουδή ήταν στο Βόλο όπου είχε μεταβεί και πάλι η οικογένεια. Το 1899 όμως επέστρεψαν οριστικά στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν αρχικά στην οικία Σταμπουλόπουλου  στην οδό Βασιλίσσης Αμαλίας και στη συνέχεια στην οικία Βούρου στην πλατεία συντάγματος.

Για ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα στη Λεόντειο Σχολή της Αθήνας, η οποία ανήκε στην καθολική εκκλησία και είχε ως σκοπό τη διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση με βάση τα χριστιανικά πρότυπα.

Εγγράφηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Αθηνών, αφού  είχε συνεχίσει τα μαθήματα σχεδίου και με άλλους δασκάλους μετά τον Μαυρουδή.

Η διάρκεια σπουδών στο Πολυτεχνείο ήταν 5 χρόνια, δάσκαλοί του ήταν ο Γιώργος Ιακωβίδης, ο Γιώργος Ροϊλός και για λίγο ο Κωνσταντίνος Βολανάκης.

Στις Αναμνήσεις ο ζωγράφος γράφει για τους συμφοιτητές του στο Πολυτεχνείο, Μπουζιάνη, Πικιώνη, Καντζίκη. Θα συναντηθεί πάλι μαζί τους αργότερα στο Μόναχο. Με τον Πικιώνη είχε αναπτύξει ιδιαίτερη φιλία περνούσαν πολλές ώρες συζητώντας για την τέχνη, τις επιθυμίες και τα σχέδιά τους για το μέλλον.

Την άνοιξη του 1905 πέθανε ο πατέρας του, το γεγονός αυτό επηρέασε τον ευαίσθητο ψυχισμό του και είχε ως αποτέλεσμα  την απόρριψή του στις απολυτήριες εξετάσεις του Πολυτεχνείου. Κατόπιν η οικογένεια εγκατέλειψε την Ελλάδα με προορισμό αρχικά το Μόναχο και κατόπιν την Ιταλία.

Ο καλλιτέχνης δήλωνε ότι το Μόναχο δεν του πρόσφερε αυτό που επιθυμούσε ώστε να εξελιχθεί καλλιτεχνικά και πήγε στο Μιλάνο.

Ο ελληνικός κλασικισμός επηρέασε σε σημαντικό βαθμό το έργο του όπως και οι πτυχές του ελληνικού πολιτισμού, οι οποίες του έδωσαν έμπνευση.

Οι πρώτες καλλιτεχνικές του ανησυχίες εκδηλώθηκαν όταν ήταν παιδί και προσπαθούσε να αντιγράψει σχέδια στα τζάμια του σπιτιού ακολουθώντας το φως. Οι παιδικές εμπειρίες του στην Ελλάδα έμειναν ισχυρά χαραγμένες στην ψυχή του, όπως λέει στις Αναμνήσεις, ειδικότερα αυτές που είχαν να κάνουν με τη ομορφιά της ελληνικής φύσης και της θάλασσας.

Το εικαστικό μεταφυσικό του σύμπαν δημιουργήθηκε μέσω της ακινησίας, της μελαγχολίας, της μοναξιάς και της απεραντοσύνης. Ο ντε Κίρικο συνέκρινε το μεταφυσικό έργο τέχνης με την «επίπεδη επιφάνεια ενός απόλυτα ήρεμου ωκεανού», που «μας ενοχλεί… από όλο το άγνωστο που κρύβεται στο βάθος».

Οι αρχαϊκοί μύθοι συνομιλούν σιωπηλά με το σύγχρονο πολιτισμό στο ζωγραφικό του κόσμο και γεννούν ονειρικές μορφοπλασίες. Μια σκηνογραφία του υποσυνείδητου.

Η πνευματική αναζήτηση, η ερημιά και η σιωπή αποκαλύπτονται με ποιητικότητα και διάθεση ενδοσκόπησης.

Όπως ο ίδιος έλεγε: «Αυτό που χρειάζεται ιδιαίτερα είναι μεγάλη ευαισθησία: να βλέπεις τα πάντα στον κόσμο ως αίνιγμα…. Να ζεις στον κόσμο όπως σε ένα τεράστιο μουσείο παράξενων πραγμάτων».

Κατερίνα Κοφφινά

pancreta