/Μικρό Διήγημα: Σέργιος (Άγγελος Χαριάτης)

Μικρό Διήγημα: Σέργιος (Άγγελος Χαριάτης)

Γράφει ο Άγγελος Χαριάτης

Από την πρώτη μέχρι την έκτη δημοτικού καθόμουν στο ίδιο θρανίο με τον Μιχάλη. Στην τετάρτη δημοτικού και μην μπορώντας να ανεχτούν άλλο τις σκανδαλιές μας μάς έβαλαν στο πρώτο θρανίο, απέναντι από τη δασκάλα. Αναγκάστηκε να εκδιωχθεί από τη θέση του ο Σέργιος. Ο Σέργιος που καθόταν μόνος του στο θρανίο. Καθόταν μόνος του για δύο λόγους. Ήταν τεράστιος για την ηλικία μας, έμοιαζε με υπερφυσικό μπεμπέ. Κι έπειτα ο σπουδαιότερος λόγος: δεν τον έκανε κανένας παρέα. Ούτε καν ο Γιάννης ο Μύξας, που είχε το κακό συνήθειο να σκουπίζει τις μύξες του στο πουλόβερ του· στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη έπαιρνε το «μεζέ» από τα ρουθούνια του και τον έτρωγε. Μπλιάχ!

Ο «φετούλας» κάθισε πάλι στο πρώτο θρανίο αλλά στη διπλανή σειρά. «Φετούλας» γιατί του ετοίμαζε η μητέρα του τοστ με τυρί φέτα. Κάθε μέρα, Απαρέκλητα.

Ο Σέργιος ζούσε στον κέντρο του Πειραιά, σε ένα υπερυψωμένο ισόγειο εξήντα τετραγωνικών, πάνω σ’ ένα δρόμο-πέρασμα. Η ησυχία ως λέξη κι ως έννοια ήταν ασφαλώς άγνωστη. Έμενε με τη μητέρα του και τη θεία του. Η μητέρα του κοντή κι αδύνατη, η θεία του, αδελφή της μητέρας του, ψηλή και ευτραφής. Με την πρώτη ματιά θα μπορούσες να συμπεράνεις ότι η μητέρα του ήταν η θεία του. Αλλά ο «φετούλας» είχε κληρονομήσει το σώμα του πατέρα του. Ένα σώμα που δεν βρέθηκε ποτέ. Ο πατέρας του, καπετάνιος, βυθίστηκε στα έξω από το ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας παρέα με το φορτηγό του. Για αποζημίωση ούτε λόγος. Το πλοίο ήταν ανασφάλιστο και ο πλοιοκτήτης αμέσως μετά το συμβάν φρόντισε να χουχουλιάσει μέσα στην ασφαλή αγκαλιά του εφοπλιστικού lobby του Λονδίνου. Έτσι ο Σέργιος μεγάλωνε με την υπερπροστατευτική μητέρα του και την ακόμη πιο υπερπροστατευτική θεία του. Πώς να μην γίνει βουτυρομπεμπές; Πώς θα μπορούσε να ξεγελάσει τη θεόσταλτη μοίρα του;

Οι περισσότερων εξ ημών τον κοροϊδεύαμε, ανελέητα. Χωρίς να γνωρίζουμε την λυπητερή ιστορία του· όπως σχεδόν νομοτελειακά συμβαίνει. Την έμαθα από τον ίδιο ένα απόγευμα, κατόπιν αποδοχής της πρόσκλησής του. Είχε καλέσει τους περισσότερους από τους συμμαθητές μας για να παίξουν σπίτι του, αλλά όλοι τον είχαν αρνηθεί. Τώρα γιατί πήγα εγώ; Για την τραγικότητα που υποσυνείδητα κυνηγούσα σε κάθε ευκαιρία.

Στο σπίτι του με περίμενε πίσω από την πόρτα ο «φετούλας», πίσω από αυτόν η μαμά του και πιο πίσω η θεία του. Ίσως έπρεπε να περάσω τα τρία στάδια της έγκρισης. Πρώτο στάδιο, ο Σέργιος. Πολύ εύκολο. Δεύτερο, η μαμά. Η μαμά με γνώριζε από το σχολείο και γενικότερα, αν και ήμουν εξαιρετικά άτακτος, είχε σχηματίσει μια κάποια καλή εικόνα. Ίσως το αθώο βλέμμα μου να την είχε παραπλανήσει, όπως και πολλούς άλλους. Αλλά όχι δεν ήμουν κακό παιδί, απλά βαριόμουν υπερβολικά μέσα στην τάξη. Η βαρεμάρα και το γεγονός πως ήμουν υπερκινητικός δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό συνδυασμό. Μαζί με τον Μιχάλη ήμασταν το παράδειγμα προς αποφυγή.

Η θεία λοιπόν στάθηκε μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω βήμα μπροστά. Σκόπελος απροσπέλαστος. Με κοίταξε αυστηρά κι άρχισε τις ερωτήσεις. Πώς με λένε, πού μένω, αν έχω άλλα αδέλφια, τι δουλειά κάνουν οι δικοί μου, αν είμαι καλός μαθητής, αν μου αρέσουν τα πολεμικά παιχνίδια και άλλες ερωτήσεις που μου είναι αδύνατον να τις θυμηθώ. Προφανώς πήρε τις απαντήσεις που ήθελε και έτσι μου επέτρεψε να προχωρήσω στο άβατο, στο δωμάτιο του Σέργιου.
Περίμενα να βρω ένα δωμάτιο μωρού, τέτοια εικόνα είχα δημιουργήσει στο παιδικό μου μυαλό. Αλλά δεν βρήκα ούτε κούκλες, ούτε πιπίλες, ούτε πάνινους φασουλήδες. Ο Σέργιος ήταν ένα κανονικό παιδί, χωρίς τα ίδια ενδιαφέροντα. Δεν του άρεσε το ποδόσφαιρο, αλλά του άρεσε το μπάσκετ. Δεν του άρεσε να μαζεύει χαρτάκια με ποδοσφαιριστές, αλλά είχε κάρτες με ερωτήσεις γενικών γνώσεων. Δεν είχε αυτοκινητάκια, αλλά είχε αεροπλάνα.

«Εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω αστροναύτης» μου είπε την ώρα που κοίταζα την αφίσα με το πλανητικό σύστημα πάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού του. Απόρησα, αστροναύτης; Ποτέ δεν μου είχε περάσει να γίνω αστροναύτης. Ήμουν πεζός. Το μόνο που ήθελα να γίνω ήταν τερματοφύλακας, καλύτερος και από το είδωλό μου, τον Σαργκάνη.

Τελικά δεν με ένοιαζε αν ο Σέργιος ήθελε να γίνει αστροναύτης. Ήταν το δικό του δικαίωμα στο όνειρο. Κανείς δεν μπορείς να σου στερήσει αυτό το δικαίωμα.

Μία μέρα τον ρώτησα: «Για ποιο λόγο θέλεις να γίνεις αστροναύτης;» και μου απάντησε: «Μα για δω τον πατέρα μου στα αστέρια». Ήταν μία καθαρή και τίμια απάντηση. Άσχετα αν κι οι δύο γνωρίζαμε ότι στα αστέρια δεν υπήρχε περίπτωση να συναντήσει τον πατέρα του. Οι Αμερικανοί αστροναύτες του είχαν διαλύσει το όνειρο δύο δεκαετίες πίσω.

Με τον Σέργιο συνέχισα να κάνω παρέα μέχρι το τέλος της έκτης δημοτικού. Τότε ήταν που τα κορίτσια είχαν αρχίσει να ξεπετάγονται και εμείς τα αγόρια δεν είχαμε μυαλό για τίποτα άλλο, πέρα από αυτά. Όλοι με μία εξαίρεση: Τον Σέργιο. Είχε μείνει στα ίδια, όπως τότε την πρώτη φορά που είχα πάει στο σπίτι του. Δεν μπορούσε να ακολουθήσει, δεν μπορούσα να περιμένω.

Χρόνια μετά τον συνάντησα σε ένα μαγαζί. Δεν φορούσε κάσκα αστροναύτη. Κουβαλούσε εκατό κιλά λίπος, τα μαλλιά του είχαν χαθεί στο πέρασμα των χρόνων μαζί με το παιδικό του όνειρο. Ίσως να είχε πλησιάσει και να μην τα κατάφερε. Ίσως να μην είχε προσπαθήσει καν. Δεν είχε αλλάξει σπίτι, εξακολουθούσε να ζει με τη μητέρα του και τη θεία του.

Με κοίταξε χαρούμενος και είπε: «Ξέρεις είμαι πωλητής σε είδη μοτοσικλετιστών». «Ωραία» αποκρίθηκα. Δεν φόρεσε ποτέ στολή αστροναύτη, θα μπορούσε να φορέσει στολή μοτοσικλετιστή. Ήταν κι αυτό μία παρηγοριά.