/Μικρό Διήγημα: Για ένα τίποτα (Ειρήνη Λόκα)

Μικρό Διήγημα: Για ένα τίποτα (Ειρήνη Λόκα)

Γράφει η Ειρήνη Λόκα

Πώς ένα τίποτα μπορεί να μας αλλάξει την ζωή; Πώς ένα τίποτα μας κάνει να το θέλουμε τόσο πολύ; Πώς ένα τίποτα μπορεί να μας καταστρέψει; Πώς μπορώ να αλλάξω ενώ είμαι στο τέρμα; Πώς μπορώ να ελπίζω όταν δεν υπάρχει ελπίδα; Πώς; Πώς; Πώς;

Αναμνήσεις… Απλώνονται σαν πέπλα γύρω μου. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο από το να θυμάμαι. Το μετάνιωσα. Το μετάνιωσα φωνάζω αλλά τίποτα. Χρειάζομαι κάποιον. Φοβάμαι. Ναι φοβάμαι. Είμαι σ’ ένα ψυχρό δωμάτιο νοσοκομείου και δεν ξέρω αν θα ζω τις επόμενες ώρες. Το μόνο που έχω είναι αυτό το πακέτο με τσιγάρα. Άθικτο είναι. Εσύ φταις. Εσύ με κατέστρεψες. Εσύ θα με σκοτώσεις τώρα.

Έτος 1985. Εφηβεία. Έρωτες, πάρτι, σχολικές τάξεις, παρέες, νεύρα, άγχος και ξανά από την αρχή. Άρχισε τόσο απλά.

  • Γιώργο, δοκίμασε ένα δεν θα συμβεί κάτι.

Ας ήταν μόνο ένα. Μετά άρχισα να το θέλω πιο πολύ. Κάθε μέρα και πιο πολλά από την προηγούμενη. Ένιωθα ότι με χαλάρωνε.

Στο πανεπιστήμιο τα ίδια. Μέχρι που την γνώρισα. Ήταν υπέροχη με μια μεγάλη επιμονή στο να το κόψω.

Κάπως έτσι… γνωριστήκαμε. Με έπιασε να καπνίζω και τότε άρχισε να αναλύει γιατί έπρεπε να το σταματήσω. Είχε ένα υπέροχο χαμόγελο που μόλις το κοιτούσα ξεχνούσα τα πάντα. Δεν σταμάτησε να επιμένει όμως. Συνηθισμένη να μιλά με επιχειρήματα εκπαιδευόταν για την μελλοντική της δουλειά. Μόνο που δεν με έπεισε ποτέ να το κόψω. Τελικά παντρευτήκαμε.

Δεν θυμάμαι να μαλώσαμε ποτέ σοβαρά για το αν θα καπνίζω, αλλά μπορούσα να δω την απέχθεια στο πρόσωπο της κάθε φορά που κάπνιζα ή έβηχα μπροστά της. Ακόμα θυμάμαι τα μακριά ξανθά μαλλιά της και τα καταπράσινα μάτια της. Τα βλέπω να με κοιτάνε με λύπη. Φοβόταν. Ειδικά όταν γεννήθηκε ο γιος μας. Μία από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Δεν ήθελε να πάθω κάτι. Δεν κοιμόταν. Την άκουγα να ξεφυσά δίπλα μου κάθε βράδυ. Ήθελα τόσο πολύ να την ηρεμήσω, να την υποσχεθώ ότι θα το κόψω, αλλά δεν γινόταν. Πού είναι τώρα; πού είμαι τώρα; το σώμα μου κουρασμένο δεν αντέχει άλλο. Σε ποιο χρόνο βρισκόμαστε; εγώ είμαι στο 1999 μπροστά σ’ έναν καθρέπτη…

Πώς άλλαξα έτσι; παντού το σώμα μου έχει γεμίσει ζάρες, τα μαλλιά μου ασπρίζουν. Αυτό ευθύνεται; Όχι, όχι δεν γίνεται ένα τόσο μικρό πραγματάκι να μου κάνει τόσο κακό. Όμως, το αίμα όταν έβηξα χθες από πού ήρθε;

  • Είσαι καλά; η φωνή της έδιωξε όλες τις κακές σκέψεις.
  • Ανθή, άλλαξα πάρα πολύ.

Χωρίς να μιλάει με πλησίασε και άρχισε να χαϊδεύει το πρόσωπο μου. Το απαλό της άγγιγμα με έκανε ξανά νέο.

  • Συνεχίζεις να είσαι εκείνο το αγόρι που δεν με άκουγε ποτέ. Μην ξεχάσεις ότι αύριο πρέπει να πάμε στο γιατρό. « Είπε αγχωμένη ».
  • Δεν θα είναι κάτι. Θα δεις, όλα καλά θα πάνε.

Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Τι να μου συμβαίνει άραγε; Αν είναι κάτι πώς θα το αντιμετωπίσω; Το παιδί μας τι θα γίνει; Πρέπει να κοιμηθώ. Δεν θέλω να γυρίσω να την κοιτάξω. Δεν μπορώ να της δώσω δύναμη αυτή τη στιγμή. Της υποσχέθηκα να το σταματήσω αλλά δεν μπόρεσα. Μήπως το κατάλαβε;

Η επόμενη μέρα με βρήκε εξουθενωμένο. Όσο ο γιατρός με εξέταζε προσπαθούσα να διαβάσω το πρόσωπο του μήπως καταλάβω κάτι. Μάταια όμως. Το πρόσωπο του ανέκφραστο επεξεργαζόταν τους πνεύμονες μου μέσα από τον υπέρηχο. Η Ανθή είχε ένα βλέμμα απόγνωσης.

  • Κύριε Παπαδόπουλε σε δύο ημέρες θα έχετε τα αποτελέσματα. «Είπε και φύγαμε».

Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα. Όταν όμως τη ρώτησα γιατί δεν μιλούσε… ξέσπασε.

  • Κουράστηκα Γιώργο, βαρέθηκα.
  • Γιατί;
  • Δεν με ακούς ποτέ, δεν νοιάζεσαι για κανέναν.
  • Γιατί το λες αυτό;
  • Ποτέ δεν το σταμάτησες, ούτε καν προσπάθησες.
  • Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου.
  • Ήταν πάνω από τις δυνάμεις τι; Ένα τίποτα; Ένα τίποτα κατέστρεψε την υγεία σου, το σώμα σου. Σε σκοτώνει αργά. « Είπε και έφυγε με το παιδί από το σπίτι».

Οι δύο μέρες που πέρασαν μου φάνηκαν αιώνας. Πού να είναι τώρα; Σήμερα βγαίνουν οι εξετάσεις. Δεν είναι κάτι, δεν έχει δίκιο, δεν θα πάθω τίποτα. Ό δρόμος για το νοσοκομείο είναι ατελείωτος.

  • Κύριε Παπαδόπουλε οι εξετάσεις έδειξαν αυτό που φοβόμουν. Καρκίνο στους πνεύμονες. Θα πρέπει να εγχειριστείτε άμεσα.

Δεν μπορώ να το πιστέψω! Είχε δίκιο η Ανθή τελικά. Ο γιατρός είπε ότι οι πιθανότητες να ζήσω είναι λίγες. Θέλω να φωνάξω, να κλάψω αλλά ποιος θα με ακούσει; Ποιος θα με βοηθήσει; δεν υπάρχει θετική πλευρά. Θα πεθάνω. Τι θα γίνει ο γιος μου; Θα με μισεί για πάντα. Τι να κάνει τώρα; Θα είναι μαζί της, ευτυχισμένος. Μακάρι να ήμουν μαζί του. Να ακούσω τα γελάκια του, τη φωνή του. Ίσως αυτό θα με ηρεμούσε τώρα.

Παρόν. Για μια στιγμή αφέθηκα τελείως και δεν άκουσα την φωνή της νοσοκόμας.

  • Κύριε Παπαδόπουλε είναι η ώρα.

Τα μάτια μου βαραίνουν, μπαίνω στο χειρουργείο. Είναι όλα πάλι στο μυαλό μου.

Ανοίγω τα μάτια. Είμαι στο δωμάτιο μου με την Ανθή δίπλα μου.

  • Τι έγινε; Πού είμαι; Πέτυχε η εγχείρηση;
  • Ποια εγχείρηση Γιώργο; Εφιάλτη έβλεπες, ηρέμισε.

Κοίταξα δίπλα μου! Ένα κλειστό πακέτο τσιγάρα.

  • Πόσα έκανα;
  • Κανένα. Το πήρες παρά τις αντιρρήσεις μου για να δοκιμάσεις.
  • Δεν έκανα κανένα;
  • Μέχρι τώρα όχι.
  • Και ούτε θα κάνω. « Είπα και πέταξα το πακέτο στα σκουπίδια ».

Δεν σε χρειάζομαι, θέλω να ζήσω, είσαι ένα τίποτα, ένα τίποτα. Πήγα δίπλα της.

  • Τι σου συμβαίνει; « Ρώτησε ».
  • Το παιδί που είναι;
  • Στο δωμάτιο του, κοιμάται.
  • Πόσο χρόνο έχουμε;
  • Όσο ζούμε. Σου φτάνει;
  • Όχι. « Είπα γελώντας και την φίλησα ».

Ήταν ένας εφιάλτης. Τα αγαπημένα μου πρόσωπα είναι δίπλα μου. Έχω την υγεία μου και το βασικότερο δεν εξαρτώμαι από ένα τίποτα.